ΔΙΗΓΗΜΑ
ΤΗΣ
ΕΛΣΑΣ ΚΟΡΝΕΤΗ
Την
υπονόμευαν τη θάλασσά τους. Συνήθιζαν ν’ αδιαφορούν. Αδιαφορούσαν και
συνήθιζαν. Συνηθίζοντας αδιαφορούσαν για το δεδομένο στολίδι του τόπου τους και
την ανεκτίμητη ομορφιά του. Ίσως και να μην την αγάπησαν ποτέ αυτή τη θάλασσα
τη μεταξωτή με τα μάτια από υγρό βελούδο. Τη φόρτωναν με απόβλητα, χημικά,
ακαθαρσίες, πλαστικά, λύματα και περιττώματα. Κι αυτή άφριζε και κοκκίνιζε.
Αυτή που κάποτε ήταν ίσως η πιο γαλανή, έχανε καθημερινά λίγο από το χρώμα της,
έχανε κάθε ανταύγεια του μπλε και του γαλάζιου, έχανε το καθρέφτισμα τ’ ουρανού
στις υδάτινες πτυχώσεις της. Για ν’ απομείνει μετά από όλες τις προσπάθειες
μιας μόλυνσης καθολικής μια μεγάλη κηλίδα γκρίζα και σκοτεινιασμένη, λιπαρή και
βρομερή που ξερνούσε στην επιφάνειά της τυμπανισμένους αρουραίους, ψόφια ψάρια
δηλητηριασμένα κι αμφίβια πουλιά να επιπλέουν ανάσκελα πνιγμένα, με στομάχια
ξέχειλα από σακούλες πλαστικές και χρωματιστά καπάκια.
Κάποτε
η θάλασσα αυτή η μακροχρόνια μολυσμένη, η σταθερά υπονομευμένη, η απόλυτα
καταφρονεμένη, αυτή η θάλασσα στο χρώμα του σάπιου νερού άρχισε σταδιακά να
χάνει τις αισθήσεις της, ν’ απονεκρώνεται και να ναρκώνεται και από τη νάρκη
αυτή άρχισαν να ξεπηδούν άγρια θηρία.
Η
θάλασσα είχε γεμίσει φουσκάλες, που ολοένα μεγάλωναν γεμίζοντας τη στρόγγυλη
θαλάμη τους με περισσότερο αέρα. Η θάλασσα έδινε την εντύπωση ότι άφριζε και
γέμιζε φούσκες από κάποιου είδους απορρυπαντικό που χυνόταν μυστικά μέσα
της.
Οι
αδιάφοροι άνθρωποι του τόπου αρχικά παραξενεύτηκαν. Κοιτούσαν όλο απορία και
έκπληξη το φαινόμενο ενός θαλάσσιου κόλπου που έβγαζε θηριώδεις
μπουρμπουλήθρες. Μετά σήκωσαν τους ώμους τους και το συνήθισαν κι αυτό.
Τώρα
η θάλασσα είχε γεμίσει φουσκάλες που ολοένα μεγάλωναν γεμίζοντας τη στρόγγυλη
θαλάμη τους με κόκκινο θαλασσινό νερό κι έπειτα οι φούσκες έσκαζαν με πάταγο
πιτσιλώντας με κόκκινο υγρό τον αέρα. Άλλες φούσκες γέμιζαν με μαύρο λιπαρό
υγρό που έμοιαζε με πετρέλαιο κι έσκαζαν κι αυτές με πάταγο πιτσιλώντας με
μαύρο υγρό τον αέρα.
Οι
αδιάφοροι άνθρωποι του τόπου και πάλι παραξενεύτηκαν. Κοιτούσαν με περιέργεια
το ερυθρόμαυρο εικαστικό δρώμενο που
διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια τους και διασκέδαζαν με τις πιτσιλιές του
κόκκινου και μαύρου υγρού που πετάγονταν εναλλάξ ορμητικά προς όλες τις
κατευθύνσεις και κατά πάνω τους. Το βρήκαν πολύ προκλητικό και μοντέρνο να
κυκλοφορούν πιτσιλωτοί σαν ζωντανοί πίνακες του Τζάκσον Πόλοκ. Μα ο
ενθουσιασμός τους πέρασε γρήγορα, σήκωσαν τους ώμους και το συνήθισαν κι αυτό.
Οι
θαλάσσιες φούσκες κάποτε σταμάτησαν να γεμίζουν με μαύρο και κόκκινο νερό. Μια νύχτα χάθηκαν κι η επιφάνεια του νερού
την επόμενη ημέρα απέμεινε λεία και ήρεμη σαν λάδι. Οι άνθρωποι ησύχασαν.
Σκέφτηκαν ότι επιτέλους η θάλασσα τους απάλλαξε από τις ανησυχίες της. Ο
εφησυχασμός τους όμως δεν κράτησε πολύ.
Στο
χάραμα της άλλης ημέρας ένα νέο φαινόμενο τάραξε τη φαινομενική νηνεμία. Η
θάλασσα γέμισε μαύρες τρύπες, ρουφήχτρες οι οποίες εκτίνασσαν μέσα από το υγρό
κενό τους στρόγγυλα οδοντωτά θηρία. Οι τρύπες ρουφούσαν τα στομάχια τους κι εκσφενδόνιζαν στην επιφάνεια
μεταλλικές οδοντωτές μπάλες. Οι αδιάφοροι άνθρωποι προσπαθούσαν να καταλάβουν.
Τότε άρχισαν να πλησιάζουν για να εξηγήσουν, για να μάθουν τι είναι αυτό το νέο
τερτίπι της θάλασσάς τους. Τι αστείο ήταν πάλι αυτό; «Η πιο βαθιά τρικυμία
μαίνεται στον βυθό» φαίνεται να δήλωσε κάποιος, δήθεν αδιάφορα, περνώντας
νωχελικά ανάμεσα στο ανήσυχο πλήθος.
Οι
αδιάφοροι κάτοικοι γρήγορα διαπίστωσαν τι ήταν αυτές οι μεταλλικές αγκαθωτές
μπάλες, οι πρώην καταποντισμένες που συντονίστηκαν κι εκσφενδονίζονταν σαν
τερατώδη βλήματα από τον βυθό στην επιφάνεια. Αυτή τη φορά με τρόμο
αντιλήφθηκαν ότι αυτό που συνέβαινε δεν ήταν ούτε έκπληξη, ούτε αστείο. Οι
μεταλλικές μπάλες ήταν θαλάσσιες νάρκες βυθού του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Δεν
πρόλαβαν να στείλουν ναρκαλιευτικά σκάφη με δύτες ειδικούς στον αφοπλισμό. Οι
αναρίθμητες νάρκες πρόσκρουσης που πλημμύρισαν την επιφάνεια του νερού,
κατρακυλώντας πάνω στο υγρό στοιχείο, άρχισαν με τις κινήσεις τους να
συγχρονίζονται, με τα ιόντα τους να μαγνητίζονται και να κολλούν η μια στην
άλλη σχηματίζοντας παράδοξα γλυπτά θαλάσσης. Οι αδιάφοροι άνθρωποι, που δεν
ήταν πια αδιάφοροι, αλλά σοβαρά αλαφιασμένοι, στέκονταν αδρανείς σαν
απολιθωμένοι μπροστά στη ναρκοβριθή θάλασσά τους μην ξέροντας τι να κάνουν.
Με
τις κινήσεις τους αυτές του συντονισμού οι νάρκες οι μαγνητικές, οι νάρκες οι
ελεύθερες, οι νάρκες πρόσκρουσης με τα μεταλλικά τους εξογκώματα, τα κεράτια,
που έμοιαζαν από μακριά με μεταλλικούς αχινούς, αλληλοπυροδοτήθηκαν ανατινάσσοντας
καθολικά τον πολύπαθο θαλάσσιο κόλπο.
Οι
αδιάφοροι άνθρωποι που δεν ήταν πια αδιάφοροι, αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν,
έμειναν αποσβολωμένοι να κοιτούν μετά την εκρηκτική καταιγίδα θαλάσσης ό,τι
απέμεινε από το ναρκοπέδιο της θάλασσάς τους.
Ένα λιμάνι χωρίς σταγόνα θάλασσας εντός του. Διονύσης
Καβαλλιεράτος, Ηθοποιός που υποδύετο έναν
ηθοποιό που έπαιζε τον ηθοποιό, 2020, λαμαρίνα και ανοξείδωτο ατσάλι, 75 x 55 x 50 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου