ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ
ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ, Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα, μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις
Όπερα, σελ. 170
«…αγαπώ ένα εξαίσιο ακρωτηριασμένο άγαλμα, ένα ημιτελές κείμενο, ένα
κομμάτι ουρανού εγγεγραμμένο στο φεγγίτη της ζωής»
(Προσανατολισμός
των γάτων, σ. 11)
Έντεκα
νέα μεταφρασμένα διηγήματα του Κορτάσαρ από τον πολύτροπο μεταφραστή, Αχιλλέα
Κυριακίδη, είναι γεγονός που προκαλεί αναγνωστική ευδαιμονία, ιδιαίτερα, κατά
τη διάρκεια της πανδημίας. Ο Κορτάσαρ στα έργα του κατασκευάζει πολυσήμαντα
συμβάντα, δεσμούς και συνομιλίες, οι οποίοι λειτουργούν σε φανερά και
λανθάνοντα πεδία, ανάλογα με την περίσταση και τους προσανατολισμούς των
αναγνωστών. Εφόσον η οικειοποίηση ενός κειμένου επιδέχεται συνεχόμενες
τροποποιήσεις, ακολουθώντας τις αναγνωστικές συνδέσεις και τις τοποθετήσεις του
έργου, στο ιστορικό παρόν, τότε για άλλη μια φορά, ο Κορτάσαρ θέτει ανοιχτά
ερωτήματα για τα όρια πραγματικού-φαντασιωσικού, τις διαδικασίες ελέγχου και συμμόρφωσης,
την επιθυμία και τις εμμονές της, την ευτυχία, τον έρωτα, τις διαρκείς
διαπραγματεύσεις τέχνης και πραγματικότητας.
Στο
ομώνυμο διήγημα «Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα», οι φανατικοί οπαδοί της ηθοποιού
ονειρεύονται «την προοπτική της ευτυχίας ενός άσπιλου μέλλοντος, μιας Γκλέντας
δίχως αδεξιότητες ή προδοσίες» (σ.19). Αφού καταφέρνουν να λογοκρίνουν όλες τις
κόπιες των ταινιών της, στα σημεία που θεωρούν ότι της στερούν την τελειότητα,
καταλήγουν σε ένα σενάριο αφανισμού καθώς: «στην απρόσβατη κορυφή όπου την
είχαμε ανυψώσει, θα την προφυλάσσαμε απ’ την πτώση, και οι πιστοί της θα
μπορούσαν να εξακολουθήσουν να τη λατρεύουν αμείωτα: κανείς δεν κατεβαίνει
ζωντανός απ’ το σταυρό» (σ.24). Αυτός ο ιδεοληπτικός φανατισμός συνέπεια ενός
βίαιου θαυμασμού και ειδωλοποίησης μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να παραπέμπει
στον κριτικό αναστοχασμό ζωής και θανάτου, όταν, σε ολόκληρο τον κόσμο, «οι
άνθρωποι μένουν σπίτι» με την απειλή του μοναχικού θανάτου και την παράλληλη προτροπή
να παραμείνουν δημιουργικοί και σε αρμονική συνύπαρξη με όσους ζουν μαζί τους. Έτσι,
τίθεται τελικά το ερώτημα για το πόσο διαστρέβλωση χωρά η τέχνη, αλλά και η
πραγματικότητα, αναζητώντας την τέλεια εικόνα στον εαυτό και την επικοινωνία με
τους άλλους. Στο «Κείμενο σ’ ένα μπλοκάκι», ο αφηγητής εξιχνιάζει το μυστήριο
των ανθρώπων που εξαφανίζονται στο μετρό, διάγοντας βίο υπόγειο, χωρίς να
μπορούν να εντοπιστούν. Η φθορά, ο φόβος και η ανηδονία δημιουργούν ένα φοβικό
κλίμα, την αίσθηση του εγκλωβισμού, η οποία καταλήγει στη συγκλονιστική
μαρτυρία του αφηγητή όταν ακούει έναν από αυτούς τους «αόρατους» ανθρώπους να
εκλιπαρεί σε έναν θάλαμο: «Αλλά το καναρίνι θα το φροντίζεις εσύ, ε; Θα του
δίνεις κάθε πρωί το κανναβούρι του κι ένα κομματάκι βανίλια;» (σ. 60). Στα
«Αποκόμματα τύπου» η πολιτική βία της αργεντίνικης δικτατορίας διατρέχει τις
ζωές ενός γλύπτη και μιας συγγραφέα, επιβεβαιώνοντας τη σύνδεση παρελθόντος,
παρόντος και μέλλοντος.
Οι
τρόποι που επινοούνται και κατασκευάζονται οι ιστορίες, οι διαφορετικές εκδοχές
της επιθυμίας είτε υλοποιείται, είτε παραμένει φαντασιακή, οι συμπτώσεις που
ορίζουν την πορεία των βίων αποτελούν τον συνεκτικό ιστό του βιβλίου. Απέναντι στην
αιχμηρότητα και το ανεξέλεγκτο της πραγματικότητας, ο Κορτάσαρ δε γίνεται κλειστοφοβικός.
Στο «Ο Προσανατολισμός των γάτων» εξυμνείται με τρυφερότητα ο γάτος Όσιρις και η
Αλάνα. Είναι σε αυτό το διήγημα, που το βλέμμα του ερωτευμένου ακολουθεί τις
περιπλανήσεις της αγαπημένης του, στην πινακοθήκη, όχι για να μοιραστεί μαζί
της το βίωμα της τέχνης, μα για να καταγράψει τις αλλαγές που συντελούνται,
καθώς αυτή αφοσιώνεται σε κάθε πίνακα. Τη στιγμή στην οποία η Αλάνα κοιτάζει τη
ζωγραφιά ενός παραθύρου με έναν γάτο, ο αφηγητής διαπιστώνει ότι στο βλέμμα
γάτου και γυναίκας υπάρχει κάτι που μόνο οι ίδιοι βλέπουν. «Κάτι που μόνο η
Αλάνα και ο Όσιρις έβλεπαν κάθε φορά που με κοίταζαν στα
μάτια». Ως επίμονος υποβολέας ο Κορτάσαρ συνεχίζει να υπενθυμίζει τις αδιόρατες
ταλαντεύσεις και όλες τις πιθανότητες τρυφερών συναντήσεων.
Εδουάρδος Σακαγιάν, Ακροατές, 2019, ακρυλικό σε καμβά, 200,5 x 156 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου