ΤΗΣ
ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
ΞΕΝΟΦΩΝ Ε. ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ, Η μεγάλη αναβροχιά, εκδόσεις Νησίδες, σελ. 135
Εδουάρδος
Σακαγιάν, θεατές σε ροζ θέσεις, 2019, ακρυλικό σε καμβά, 163 x 100 εκ. |
Ο Ξενοφών Μαυραγάνης είναι ένας πολυγραφότατος και χαλκέντερος ευπατρίδης.
Δικηγόρος, δημοσιογράφος, λογοτέχνης, ενταγμένος στην αριστερά και ενεργός πολίτης
από διάφορες θέσεις, σύζυγος, πατέρας τριών παιδιών και παππούς έξη εγγονών,
τιμά τον τόπο που γεννήθηκε (Πλωμάρι) και τον τόπο που έζησε και εργάστηκε (Θεσσαλονίκη).
Mε τις ιστορίες του μοιάζει να θέλει να μοιραστεί με τον αναγνώστη όσα θαυμαστά
και παράξενα η μνήμη, η νοσταλγία, η παρατηρητικότητα, η ευαισθησία και η εμπειρία
μιας πολυτάραχης προσωπικής και επαγγελματικής πορείας συσσώρευσαν: για εξαίσιους
τόπους, ενδιαφέροντες ανθρώπους, αξιοσημείωτα γεγονότα και ιδιαίτερες στιγμές.
Οι αφηγήσεις του συγγραφέα συλλέγουν τη χαρά, τον πόνο και τα παθήματα
αυτής της ζωής. Άλλοτε με καυστικό χιούμορ και συγκρατημένη ειρωνεία
καυτηριάζουν συμπεριφορές και καταστάσεις, άλλοτε με αυθεντικό και ανυπόκριτο
συναίσθημα, εστιάζουν σε βίους ανθρώπων βασανισμένων, εμποδισμένων από την
αρρώστια και την ανέχεια. Ανθρώπων ηλικιωμένων, έρημων, κατατρεγμένων,
κοινωνικά ανένταχτων, αόρατων και ξεχασμένων, που αγωνίζονται με ταπεινά μέσα,
ήθος και περηφάνια να επιβιώσουν σ’ έναν κόσμο σκληρό και αδιάφορο.
Μια δραστήρια μάνα και γιαγιά από την Ουκρανία, που θα βρει καταφύγιο
στην Θεσσαλονίκη σαν βοηθός ηλικιωμένων, θα σπουδάσει και όταν όλα έχουν πάρει τον
δρόμο τους, η μοίρα θα την καταδικάσει στον αβάσταχτο πόνο της απώλειας του
γιου της. Ο μοναχικός άντρας, που γυρνάει ολοχρονίς τις ερημιές μακριά από τους
ανθρώπους σαν αγρίμι, αλλά επισκέπτεται τα εκκλησάκια και τα πανηγύρια με
ημερολογιακή σειρά για να τραφεί και να προσκυνήσει τους αγίους, θα χαθεί
ξαφνικά ένα ξημέρωμα μετά τον τελευταίο του τελετουργικό, αποχαιρετιστήριο
χορό. Η κωφάλαλη υπηρέτρια στο αρχοντόσπιτο που θα δείξει στα πλούσια αφεντικά
της τι θα πει αλληλεγγύη και ανθρωπιά, βοηθώντας τους φτωχούς γειτόνους να
σώσουν τη σοδειά τους. Οι ηλικιωμένοι που θα βρουν στην έρημη μικρή πλατεία και
στο ξεχασμένο παγκάκι έναν χώρο συνάντησης, επικοινωνίας και συμποσιασμού. Ο
ψαράς στο παραθαλάσσιο γραφικό χωριό που θα αποπλανηθεί από την Αθηναία καλοκαιρινή
επισκέπτρια και θα προδώσει το στεφάνι του φέρνοντας την λύπη και την κατήφεια
στο σπιτικό του, και μόνο η αναπάντεχη αρρώστια του θα αποκαταστήσει την τάξη
και την ηρεμία στον μικρόκοσμό τους. Η βάρκα του συνταξιούχου που θα απομείνει το
μοναδικό του καταφύγιο από τα βάσανα μιας εμποδισμένης ζωής, για να χαθεί
ύστερα κι αυτή. Η κόρη του ομογενούς από την Γεωργία, που θα ποθήσει να ζήσει
με αξιοπρέπεια στην πατρίδα των προγόνων της και να εργαστεί σκληρά και έντιμα
σαν νοσηλεύτρια, για να καταλήξει να μοιράζει φυλλάδια στα φανάρια.
Και πίσω από τις δύσκολες ιστορίες των ανθρώπων που συλλέγει ο
συγγραφέας και τον ζόφο των καιρών, τα εξαίσια τοπία του νησιού του, τα
ειρηνικά χωριουδάκια, η ακύμαντη θάλασσα, ο ζεστός ήλιος, η ομορφιά των απλών
απολαύσεων, το ούζο, το φρέσκο ψάρι, το δροσερό μελτέμι, ο καλός λόγος, η
τρυφερή αγκαλιά, η φιλία, η αλληλεγγύη διηγούνται μια άλλη παράλληλη ιστορία φέρνοντας
στην ψυχή του αναγνώστη την αισιοδοξία, τη γαλήνη και την ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου