1/12/19

Σκηνές κατοίκησης

Βασίλης Σκυλάκος, Χωρίς τίτλο, σίδερο, 20 x 35 x 25 εκ.


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΓΙΑΝΝΑ ΜΠΑΡΚΟΥΤΑ, Η κατοίκηση σε κρίση. Το παράδειγμα της Αθήνας από την κατοικία στην κλίμακα της πόλης, εκδόσεις Εκκρεμές, σελ. 252

Ένα εξαιρετικά επίκαιρο ερευνητικό εγχείρημα που αντλεί υλικό από τις κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις της κρίσης στέγης στην Αθήνα, αλλά ταυτοχρόνως στοχάζεται πολύτροπα πάνω στο διαχρονικό νόημα της ανθρώπινης κατοίκησης. Εδράζεται στην αρχιτεκτονική θεωρία και εκκινεί από αυτήν, αλλά χρησιμοποιεί εκ παραλλήλου με ιδιαίτερη ευαισθησία και γνώση φιλοσοφικά ερείσματα, ανθρωπολογικά εργαλεία και εθνογραφικές πρακτικές. Για να μιλήσει για την κατοικία, όχι με την πόζα του επαΐοντος τεχνοκράτη, αλλά κριτικά, με εμβρίθεια και συναίσθηση. Για το σπίτι-καταφύγιο-κουκούλι-ορμητήριο και για τους αναγκαστικούς και συχνά βίαιους μετασχηματισμούς, που συμβαίνουν και φέρουν την σφραγίδα του αναγκαστικού και του επείγοντος. Για το σπίτι που λειτουργεί ως «δοχείο ζωής» και όχι ως φαντασιωτικό αντικείμενο επίδειξης και εντυπωσιασμού, όπως πρώιμα είχε επισημάνει ο αρχιτέκτονας-διανοητής Άρης Κωνσταντινίδης και για τις μεταμορφώσεις που επιτελούνται για να στεγάσουν την ανθρώπινη ανάγκη και για να εξασφαλίσουν το «ελάχιστο απαραίτητο» μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης. Για τις επινοητικές χωρικές στρατηγικές που υιοθετούνται από τους κατοίκους για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κρίσης, της ανεργίας, της ανέχειας, της επισφάλειας, της αστεγίας, που σαρώνουν τις ζωές τους μεταβάλλοντας ριζικά και τραυματικά τον καθημερινό βίο.

Η αρχιτεκτονική μορφή δεν είναι μια αυθύπαρκτη αξία αλλά συσχετίζεται με τις ανάγκες και τις πρακτικές της καθημερινότητας και οι μετατοπίσεις του νοήματος συμβαίνουν και επιτελούνται σύμφωνα με αυτές. Το αρχιτεκτονικό συντακτικό της κατοικίας τίθεται υπό διαπραγμάτευση και επιστρατεύονται πολυμήχανες πρακτικές για να δώσουν λύσεις στα κρίσιμα και ανελαστικά ζητήματα διαμονής που ανακύπτουν. Η αλαζονεία του «φαίνεσθαι», της πολυτέλειας, των μορφολογικών ακροβασιών, της συμμόρφωσης σε στυλιστικά ιδιώματα και κανονιστικούς μηχανισμούς, υποχωρεί μπροστά στις αιφνιδιαστικές επιταγές του «είναι». Οι αντίξοες συνθήκες κατοίκησης ή η απώλεια της οικογενειακής στέγης απαιτούν άμεσες αντιδράσεις και ευφάνταστες λύσεις. Πυροδοτούν μια ιδιότυπη εγρήγορση και εφευρετικότητα που παράγει νέες υβριδικές και απρόσμενες μορφές διαχείρισης, συγκρότησης και νοηματοδότησης του οικείου προσωπικού χώρου. Τα υποκείμενα, που συμμετέχουν με τις αφηγήσεις τους στη διαμόρφωση του ερευνητικού πεδίου, παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους και καθώς συνομιλούν, σκιτσάρουν, νοσταλγούν, πράττουν, ονειρεύονται, αστειεύονται, μελαγχολούν, «εκκρίνουν» στην κυριολεξία τον προσωπικό τους χώρο, «υφαίνοντας» με αποφασιστικότητα ένα σχέδιο ζωής με απομεινάρια του παρελθόντος και έτοιμα διαθέσιμα υλικά. Χτίζουν το σπίτι τους εφαρμόζοντας ριζοσπαστικές και βέβηλες πρακτικές οικειοποίησης, αντίστασης, εξέγερσης και ανυπακοής.
Στη δομή της ερευνητικής αυτής εργασίας οι θεωρητικές αναφορές δεν αυτονομούνται, αλλά συμπορεύονται και διασταυρώνονται με την αφήγηση των υποκειμένων. Στον πρόλογο που υπογράφει ο Ζήσης Κοτιώνης αποσαφηνίζονται τα κεντρικά ερευνητικά ερωτήματα και τα μεθοδολογικά ζητήματα, αλλά εκ παραλλήλου επισημαίνονται με σαφήνεια οι αόρατες όψεις και οι ανεπίγνωστες εκφάνσεις της επικράτειας του «πραγματικού» οι οποίες αναδύθηκαν κυρίαρχες μέσα από το αχαρτογράφητο θολό τοπίο της κρίσης.
Ο λόγος των υποκειμένων, αποκαλυπτικός και άμεσος, καταθέτει το προσωπικό βίωμα, δίνει υπόσταση στην καθημερινή εμπειρία. Περιγράφει την κατοίκηση ως μια συνθήκη δυναμικών μετατοπίσεων, διεκδικήσεων και ανασύνταξης γύρω από το «πραγματικό», το «παραδεκτό», το «αναγκαίο», το «ουσιώδες». Στερεοτυπικές κοινωνικές προσεγγίσεις, καλλιεργημένες και παγιωμένες από ένα φαντασιακό συνεχούς συσσώρευσης και μια ράθυμη στάση αδράνειας και υποταγής στο κλίμα της καταναλωτικής ευφορίας και του εφησυχασμού, περιπίπτουν σε αχρησία. Παραδοσιακές αρχιτεκτονικές πρακτικές και συμβάσεις απενεργοποιούνται, απαραβίαστες αρχές και τρόποι σχεδιαστικής επίλυσης του ιδιωτικού, του μόνιμου, του κατοικήσιμου, του αειφορικού αναθεωρούνται στην πράξη από χρήστες σε απόγνωση που αναλαμβάνουν δράση. Το επισφαλές υποκείμενο έχει στη συνθήκη της κρίσης την πρωτοβουλία των κινήσεων και όχι ο ειδήμων αρχιτέκτονας. Ο κάτοικος επινοεί, αναδιατάσσει, διαχειρίζεται, τροποποιεί, μετατοπίζει τον άξονα του αναγκαίου αποσκοπώντας σε μια βιοτική επιτελεστικότητα. Οι πολλαπλές κλίμακες εναλλάσσονται, τα όρια μετατοπίζονται, οι λειτουργίες διαχέονται, οι κανόνες χρήσης γίνονται ελαστικοί, η σταθερότητα της κατασκευής και η ακαμψία της κτιριακής δομής καταλύονται. Ο οικιακός εξοπλισμός, το δωμάτιο, το σπίτι, το κτίριο, η γειτονιά, η πόλη άλλοτε διαστέλλονται και άλλοτε σμικρύνονται, καθώς οι νέες πρακτικές κατοίκησης αφήνουν τα ίχνη και τα αποτυπώματά τους στον αστικό ιστό αλλάζοντας την ερμηνεία των χωρικών συμβάντων. Η Βούλα, η Αγάπη, ο Βλαδίμηρος, η Άννα και τόσοι άλλοι δεν είναι στατιστικά στοιχεία, κατοικούν αυτοσχέδιους μικρόκοσμους με πορώδη υφή: το μπαλκόνι, το υπόστεγο, την ταράτσα, την υπόγεια αποθήκη, τον δρόμο αυτής της πόλης, σήμερα. 
Στο ενδιαφέρον βιβλίο της Γιάννας Μπαρκούτα αναδύονται από ένα διεπιστημονικό περιβάλλον οι έννοιες της απενεργοποίησης, των επινοητικών πρακτικών και της βεβήλωσης που διαμορφώνουν τις τρεις θεματικές ενότητες του βιβλίου. Μέσα από επιλεγμένα χωρικά στιγμιότυπα και βιογραφίες κατοίκων, με την συμβολή διανοητών και φιλοσόφων από ένα ευρύ επιστημονικό φάσμα, παράγεται ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα κατοίκησης. Ένα ευανάγνωστο αφήγημα που ενεργοποιεί τον αναστοχασμό και γονιμοποιεί τον προβληματισμό γύρω από τις εδραιωμένες βεβαιότητές μας, για την κατοικία και την κατοίκηση.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Δεν υπάρχουν σχόλια: