3/11/19

Τα πουλιά στα ανθρώπινα

Ζαχαρίας Αρβανίτης, Τα σκαλιά- Σαντορίνη, ξυλογραφία- μονότυπο, 78 x 114 εκ.



ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ, ΓΚΥ ΝΤΕ ΜΩΠΑΣΑΝ, Ημερολόγια κυνηγών, μτφρ. Παύλος Πομόνης, εκδόσεις Κυαναυγή, σελ. 32
GIACOMO LEOPARDI, Εγκώμιο των πουλιών, μτφρ. Χρήστος Μπιντούδης, Εισαγωγή: Novella Bellucci,  εκδόσεις Άγρα, Σελ. 46


Πατέρα μη μ’ αφήνεις μόνο
γιατί ραγίζουν τα παράθυρα
και ορμάνε μέσα τα πουλιά
     που φτερουγίζουνε χωρίς φτερά
Νάνος Βαλαωρίτης

Τα κείμενα των τριών συγγραφέων εγκιβωτίζουν τη διάκριση φυσικού και κοινωνικού κόσμου με φιλοσοφική και αναστοχαστική διάθεση. Τα «Ημερολόγια κυνηγών» αποτελούνται από δύο λογοτεχνικά κείμενα του Λαπαθιώτη και του Μωπασάν, ενώ το «Εγκώμιο των πουλιών» είναι ο σχολιασμός του Leopardi, συγκρίνοντας πουλιά κι ανθρώπους. Στην τέχνη συχνά τα πουλιά χρησιμοποιούνται ως μέσο σχολιασμού του κοινωνικού κόσμου. Στον Χίτσκοκ σμήνη πουλιών προκαλούν φόβο, ορμώντας στους ανθρώπους με δολοφονική διάθεση και ανατρέποντας την κατασκευή των πουλιών ως ακίνδυνων πλασμάτων. Στο κλασικό ποίημα του Πόου, το κοράκι επαναλαμβάνει τη φράση: «ποτέ πια», αναλαμβάνοντας να υπενθυμίσει στον συγγραφέα τη μονιμότητα του θανάτου και το πέρασμα του χρόνου.
Στα «Ημερολόγια κυνηγών» ο Λαπαθιώτης διηγείται πώς σταμάτησε το κυνήγι, ενώ πριν αυτό λειτουργούσε ως «πρόσχημα εκδρομής» και «κατάκτηση του κόσμου» (σ.9). Στην πορεία, ο συγγραφέας το περιγράφει ως «θηριώδη, ανάλγητη δολοφονία εκ του ασφαλούς» (σ.9). Η μεταστροφή τού συμβαίνει όταν ανακαλύπτει στο δισάκι με τα σκοτωμένα πουλιά ένα ετοιμοθάνατο πουλί. Το κοίταγμα πουλιού και ανθρώπου οδηγεί τον πρωταγωνιστή σε μια μέθη «μέχρι κτηνωδίας» (σ.17) και στην απέχθειά του για το κυνήγι.

Αντίστοιχα, στον «Έρωτα» του Μωπασάν περιεκτικά περιγράφεται ο θρήνος ενός πουλιού για τη νεκρή σύντροφό του. Το πουλί «στριφογυρνά στον γαλάζιο ουρανό» και σκοτώνεται από τους κυνηγούς «τρελαμένο από έρωτα».
Ο Leopardi εμπνέεται από τα πουλιά για να περιγράψει τα ανθρώπινα. Το «εγκώμιο των πουλιών» αντιπαραβάλλει την «ανεμελιά» των πουλιών με τις δυσκολίες των ανθρώπων. Τα πουλιά πετούν, τραγουδούν, παραμένουν σε κίνηση, αλλάζοντας  διαρκώς θέση και οπτική του κόσμου. Αντίθετα, ο άνθρωπος όσο περισσότερο συνειδητοποιεί τον πόνο και τον θάνατο τόσο αναπτύσσει τον σαρκασμό ως στάση ζωής. Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας δομεί την ειρωνεία ως εργαλείο ερμηνείας, αλλά και αντίδρασης απέναντι στα ανθρώπινα συμβάντα.
Στη διαφορετικότητά τους οι συγγραφείς στα μικροκείμενα των δύο βιβλίων παρατηρούν και αποδίδουν χαρακτηριστικά στα πουλιά με στόχο να σχολιάσουν την πραγματικότητα: τη βαναυσότητα του κυνηγιού, την πίστη των ερωτευμένων και τον θρήνο για τον χαμό τής συντρόφου και τέλος την ειρωνεία ως αναστοχαστικό εργαλείο. Η παρατήρηση των πουλιών, όπως και το ποίημα του Πόου, συνθέτουν το πεδίο της ανθρώπινης ύπαρξης, όπου συνυπάρχουν η ρευστότητα, η θνητότητα και η κριτική στην ανθρώπινη βία. Και τα τρία κείμενα με το διαφορετικό τους ύφος στηρίζονται σε μια «οπτική δίχως παρηγορητικό μανδύα», προσανατολίζοντας τους αναγνώστες με διαλεκτικό τρόπο σε έναν ανθρωπισμό που η γνώση είναι μέσο περιγραφής, αντίστασης και αντοχής για όσα γίνονται στη ζωή.
Κι ενώ η φύση είναι αφορμή για να εκτυλιχθούν οι θέσεις των συγγραφέων τελικά, και στα τρία κείμενα «τίποτα δεν είναι φυσικό». Με τη σπουδή των πουλιών οι συγγραφείς ανασυντάσσουν την πραγματικότητα, υπερβαίνοντάς την και επιβεβαιώνοντας «το αναπόφευκτο των φαινομένων, της ιστορίας και των γεγονότων» (J. C., σ.45)

Δεν υπάρχουν σχόλια: