Σωτήρης Πανουσάκης, ahead, 2019, λάδι σε καμβά, 60 x 80 εκ. |
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ
ΜΟΙΡΑ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
ΑΥΔΙΚΟΣ, Οδός Οφθαλμιατρείου, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 213
Ο ήρωας στο παρόν μυθιστόρημα του Ευάγγελου Αυδίκου, ο Χρήστος Σούλτις ή
αλλιώς Κρυστ, μετανάστης δεύτερης γενιάς στο Ατλάντικ Σίτυ της Αμερικής, με
καταγωγή από το Συρράκο της Ηπείρου, διασταυρώνεται με πολλαπλούς, ευρηματικούς,
γόνιμους και αναστοχαστικούς τρόπους με τον συμπατριώτη του Κώστα Κρυστάλλη. Ο
συγγραφέας και ποιητής έρχεται ξανά στο προσκήνιο 150 χρόνια μετά τον θάνατό
του, για να αφηγηθεί όσα έζησε, αλλά κυρίως όσα δεν πρόλαβε να ζήσει, όταν 26
ετών, σχεδόν παιδί, έφυγε άδοξα και πρόωρα από τη ζωή. Άρρωστος και καταπονημένος,
με λίγους φίλους και συνομιλητές, με φλογερή ιδιοσυγκρασία, ασθενική κράση και
κλονισμένη υγεία από την εργασία στο τυπογραφείο της οδού Οφθαλμιατρείου, θα
καταφύγει φυματικός στην Κέρκυρα και μετά στην Άρτα. Εκεί θα αφήσει την
τελευταία του πνοή και θα ταφεί ως Οθωμανός πολίτης, αφού η ιδιαίτερη πατρίδα
του δεν είχε ενσωματωθεί ακόμα στο ελληνικό κράτος. Χωρίς να αξιωθεί μια
βοήθεια από την πολιτεία ώστε να απαλλαγεί από την αγωνία του βιοπορισμού, μια
μικρή υποτροφία ώστε να πραγματοποιήσει τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο που τόσο επιθυμούσε.
Χωρίς κυρίως την πίστωση χρόνου που θα ωρίμαζε το λογοτεχνικό του έργο, θα διεύρυνε
τους ποιητικούς του ορίζοντες και θα τον οδηγούσε στην πλήρη καταξίωση και στην
ευρεία αποδοχή από τους φιλολογικούς κύκλους της εποχής.
Ο νεαρός Κρυστ έρχεται στην εξεγερμένη Αθήνα του εικοστού πρώτου αιώνα αναζητώντας
την ποιητική έμπνευση, τη φλόγα του ερωτικού πάθους και τη ζωογόνο δύναμη της
δημιουργίας. Το εικοσιπεντάχρονο αμερικανοθρεμένο κολεγιόπαιδο με τις λαμπρές
σπουδές στα οικονομικά αφήνει πίσω του στην νέα πατρίδα ένα στρωμένο
επαγγελματικό μέλλον και την προοπτική μιας προδιαγεγραμμένης αταλάντευτης
πορείας. Εγκαταλείπει την ομαλή επαγγελματική αποκατάσταση και την ανέφελη οικογενειακή
ζωή, οραματιζόμενος μια νέα καλλιτεχνική πορεία και μια διαφορετική ταυτότητα.
Με την βοήθεια των λυρικών στίχων του συντοπίτη ποιητή, του τραγουδιστή «του βουνού και της στάνης», του υμνητή
της λαϊκής παράδοσης, της γλυκύτητας του έρωτα και του πόνου της ξενιτιάς, ανακαλύπτει
πως κάτι σημαντικό λείπει από το αψεγάδιαστο ορθολογικό πλαίσιο ευζωίας και
άνεσης που τον περιμένει. Κυνηγώντας το δροσερό και φρέσκο αεράκι που δίνει
ελαφράδα και αρμονία στο πέταγμα των σταυραετών, αυτό το απροσδιόριστο «κάτι»
που δίνει στην ύπαρξη νόημα και περιεχόμενο, θα έρθει στην Αθήνα της κρίσης ακολουθώντας
τα βήματα του μέντορα και εμψυχωτή του. Θα περιπλανηθεί στους δρόμους, στις
συνοικίες και στις εξοχικές τοποθεσίες που εκείνος περπάτησε, στις πόλεις που
έζησε, στους χώρους που δούλεψε και στα σπίτια που κατοίκησε, ερευνώντας με
επιμονή και ζέση τις σκοτεινές και αποσιωπημένες πτυχές του έργου και του βίου
του ποιητή.
Ο Κρυστάλλης φθάνει κατατρεγμένος και φυγόδικος στην ελεύθερη Αθήνα το
1889 από την ακόμα υποδουλωμένη πατρίδα του, καταδικασμένος σε πολυετή εξορία από
τα τουρκικά δικαστήρια εξαιτίας ενός πρωτόλειου ποιήματος του με πατριωτικό και
εθνικοαπελευθερωτικό περιεχόμενο. Ένας άσημος ψυχωμένος νέος με ασθενική κράση,
λιπόσαρκος και φτωχός, αφού ο έμπορος πατέρας του είχε ξοδέψει αφειδώς την
περιουσία του για τον εθνικό σκοπό. Ένας εμπνευσμένος δημιουργός, με περίσσεια
ποιητικού οίστρου και πάθους για την γνώση, που εργάζεται νυχθημερόν για να
εκπληρώσει τα οράματα της τέχνης του, βάζοντας σε κίνδυνο την εύθραυστη υγεία
του.
Στην πλοκή του μυθιστορήματος ο Κώστας Κρυστάλλης αναδύεται από τον
κόσμο των σκιών και ζει μια δεύτερη ζωή καθοδηγώντας παραστέκοντας και
εμπνέοντας τον Κρυστ. Συνοδοιπορεί με παλιούς και νέους ποιητές και πεζογράφους
επιχειρώντας μια διακειμενική σύντηξη. Στοχάζεται το παρελθόν και καταθέτει όσα
δεν πρόλαβε στον σύντομο βίο του. Μιλά για τις ανολοκλήρωτες σχέσεις, τον βραχνά
της επιβίωσης, τον εξευτελισμό της πείνας, αλλά κυρίως για την ζωογόνο πνοή της
τέχνης και το σαράκι της δημιουργίας. Για την αδυναμία του να ενσωματωθεί στον
αστικό τρόπο ζωής, για την μοναξιά και τα αγκάθια του έρωτα, για την καχυποψία
της καλλιτεχνικής ελίτ και την άρνηση των περισσοτέρων δημιουργών να αποδεχθούν
αυτόν τον βουνίσιο και απόμακρο Ηπειρώτη ως ισότιμο μέλος στις λογοτεχνικές τους
συντροφίες. Αυτό το αετόπουλο της Πίνδου με τις σπασμένες φτερούγες: «Παρακαλώ σε Σταυραητέ, για χαμηλώσου λίγο και δος μου τις φτερούγες σου
και πάρε με μαζί σου· Πάρε με πάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος».
Ο Ευάγγελος Αυδίκος με την στέρεη επιστημονική σκευή του λαογράφου, αλλά
και την ευαισθησία του αδιαμεσολάβητου προσωπικού βιώματος, γνωρίζοντας κάμπους
και βουνοκορφές, πετρόχτιστα χωριά και ακύμαντες λίμνες, τοπωνύμια, λεκτικά ιδιώματα
και ντόπιες εκφράσεις και πρακτικές, διαχειρίζεται με έμπνευση, παρρησία και
τόλμη ένα διαφορετικό πορτραίτο του ποιητή και ένα ψυχογεωγραφικό πανόραμα του
τόπου, ανοίγοντας κι αυτός, όπως κι ο ποιητής, διάπλατα ένα «παράθυρο στα Τζουμέρκα». Στο
μυθιστόρημά του μας συστήνει ξανά τον παραγνωρισμένο και για πολλούς ξεχασμένο
Κώστα Κρυστάλλη. Τον ιδιόρρυθμο νέο, με την φλογέρα και την γκλίτσα, που μίλησε
στις καρδιές των ξεριζωμένων από τον τόπο τους απλών ανθρώπων. Τον ακάματο
δημιουργό –που στις πληθωρικές γλαφυρές και αποκαλυπτικές περιγραφές της φύσης των
πεζογραφημάτων του, που κατηγορήθηκαν ως «φωτογραφικές»– αγωνιζόταν να
συγκεράσει την απλότητα της δημώδους ποίησης και της λαϊκής σοφίας, με τις νέες αναζητήσεις της τέχνης
του λόγου.
Ο «δημοτικός» ποιητής δεν ήταν παρά ένα κουρασμένο και φιλάσθενο παιδί, που οι στίχοι του πηγαία και γάργαρα ανάβλυζαν από τις
λέξεις και τις φράσεις του, διψασμένο για συγκινήσεις.
Ανυπόμονο να φωτίσει με την ποίησή του «τα
πρόσωπα του κόσμου του».
«Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια θέλω
νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ
γλυκοκοιμιέμαι».
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής
Αττικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου