Άποψη της έκθεσης Το βιβλίο των λίθων του Γιάννη Παπαδόπουλου στη γκαλερί Καλφαγιάν |
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
ΒΟΥΖΗ
Στο άρθρο του «Ο
‘αρχετυπικός’ Όμηρος και η ανοίκεια γλώσσα της λογοτεχνίας»[1] ο
Κώστας Βούλγαρης, με αφορμή τη συνέντευξη του καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής
Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Χρήστου Τσαγγάλη στον Κώστα Κατσουλάρη, στον ιστότοπο Bookpress, κάνει τη
μελαγχολική διαπίστωση ότι «οι απόψεις των αρχαιοελληνιστών, επί των μεγάλων
κειμένων της αρχαιότητας, όσον αφορά τα θεωρητικά εργαλεία τους και τις
κριτικές παραδοχές τους, έχουν προχωρήσει πολύ πιο πέρα από τα θέσφατα της
νεοελληνικής λογοτεχνίας και φιλολογίας». Εδώ θα δοθεί μία εξήγηση σχετικά με
την αιτία για την οποία η ομηρική έρευνα αποδεικνύεται ιδιαιτέρως ανοιχτή σε
πολύ διαφορετικά και όλο πιο σύγχρονα μοντέλα προσέγγισης.
Κατ’ αρχάς, το
γεγονός της προφορικής σύνθεσης των ομηρικών επών δεν αποκλείει την
κειμενικότητά τους. Στην αρχαϊκή εποχή η προφορικότητα, φθάνοντας σε ένα
εξελιγμένο στάδιο, αποκτά χαρακτηριστικά τα οποία αναπτύσσει αργότερα η
εγγράμματη λογοτεχνία. Γι’ αυτό ο Χρήστος Τσαγγάλης αντιπαραθέτει τους όρους
«κειμενικότητα» και «κειμενοποίηση»: Με τον πρώτο αναφέρεται σε ένα σύνολο
στοιχείων και ιδιοτήτων που διαμορφώνουν ένα κείμενο, ενώ με τον δεύτερο στην
πράξη της συγκρότησης ενός κειμένου μέσω της μεταφοράς σε γραπτό λόγο. Βάσει
της προηγούμενης αντιπαράθεσης, έπη, όπως το Τραγούδι των Nibelungen, το Τραγούδι
του Ρολάνδου, η Μαχαμπχαράτα και μαζί τους η Ιλιάδα και η Οδύσσεια,
συμμορφώνονται, πριν την καταγραφή τους, προς τους παράγοντες της υψηλής
κειμενικότητας: τη διάδοση, την αυτοσυνειδητοποίηση, την ενδοκειμενικότητα, τη
διακειμενικότητα και τον σταθερό αφηγηματικό σκελετό.[2]
Στην αρχαϊκή
περίοδο σημειώνεται η σταδιακή απάλειψη των επιχώριων στοιχείων από τα
προφορικά επικά ποιήματα ή, αλλιώς, τις προφορικές επικές παραδόσεις και πριμοδοτείται
η πανελλήνια προοπτική. Ο Πανελληνισμός δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο για να
οργανωθούν τα έπη σε ένα ενιαίο σύνολο, του οποίου η συνοχή προέρχεται από τις
διαρκείς ανταποκρίσεις. Αυτό το σύνολο μπορεί να περιγραφεί ως μία ανελισσόμενη
σπείρα με απόληξη την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Οι διαρκείς
ανταποκρίσεις συνδέουν, σε ένα πρώτο επίπεδο, τα δύο έπη με τα υπόλοιπα (για
παράδειγμα με τα άλλα τρωικά έπη, πέρα από την Ιλιάδα, ή με τα
θηβαϊκά). Σε ένα δεύτερο, οδηγούν τα ποιήματα του Ομήρου σε μία συμβιωτική
σχέση και, στο τρίτο επίπεδο, σχηματίζουν ένα σύνθετο πλέγμα επαφών ανάμεσα στα
τμήματα του κάθε ομηρικού ποιήματος χωριστά. Χάρη στη σύνδεσή τους με τα
υπόλοιπα έπη, στη συμβιωτική κατάστασή τους, στις σύνθετες ενδοκειμενικές
επαφές και, επιπλέον, χάρη στη θέση τους στην απόληξη της διαδικασίας του
Πανελληνισμού, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια διακρίνονται από
εξαιρετική επίγνωση και αυτοεπίγνωση, που ισοδυναμούν με μία αυξημένη
μεταποιητική, ποιητολογική και αυτοαναφορική δραστηριότητα. Ο Georg Danek, στο βιβλίο του Epos und Zitat: Studien zu den Quellen der Odyssee,[3]
υπέδειξε ότι ένας διακειμενικός μηχανισμός, το παράθεμα, χρησιμοποιείται
ακριβώς για τον αυτοπροσδιορισμό της Οδύσσειας. Όπως αναφέρει ο Αντώνης
Ρεγκάκος, πρόκειται για τη θεματοποίηση, την ενσωμάτωση δηλαδή στην αφήγηση,
τόσο εξωοδυσσειακού υλικού όσο και εναλλακτικών εκδοχών για τον νόστο του
Οδυσσέα, ώστε, μέσω της συγκριτικής και της αντιστικτικής παραπομπής στις άλλες
επικές παραδόσεις, να υπογραμμισθούν η νεωτερικότητα και η ανωτερότητα του
συγκεκριμένου ομηρικού έπους.[4]
Εάν μαζί με τα
προηγούμενα ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια όχι
μόνο παραλαμβάνουν αλλά και προάγουν τις ήδη εξελιγμένες τεχνικές της
προφορικής επικής σύνθεσης, καθίσταται σαφής η αιτία της ευρείας και
πολυεδρικής ποιητικής τους, όπου κύρια γνωρίσματα συνιστούν ο διακειμενικός
κατοπτρισμός και ο αυτοκατοπτρισμός. Γι’ αυτό εγγυώνται στην κάθε προσέγγιση
πλήθος ευρημάτων και συμμορφώνονται
επίσης προς τα πιο πρόσφατα θεωρητικά μοντέλα, επιβεβαιώνοντας διαρκώς την
αχανή διάσταση του ομηρικού ορίζοντα.[5]
Σε σχέση με τον
διακειμενικό κατοπτρισμό ακολουθεί ένα παράδειγμα το οποίο περιλαμβάνεται στο
υπό έκδοση βιβλίο μου Η τυπολογία του πλου στον Όμηρο. Στην Ιλιάδα και
την Οδύσσεια το θαλασσινό ταξίδι, κυρίως στις φάσεις του απόπλου και του
κατάπλου, δομείται στις περισσότερες περιπτώσεις από διακριτά στοιχεία που
τοποθετούνται με παρόμοια τάξη και δηλώνονται με την ίδια ή με παρεμφερή
φρασεολογία, ώστε κατηγοριοποιείται στις τυπικές σκηνές. Στη ραψωδία Α της Ιλιάδας
συναντάται η εκτεταμένη περιγραφή του πλου των Αχαιών στη Χρύση και πίσω,
του ταξιδιού το οποίο διοργανώνεται για να εξευμενιστεί ο θεός Απόλλωνας, με
την επιστροφή της Χρυσηίδας στον ιερέα πατέρα της και με την προσφορά θυσίας
στον θεό. Η συγκεκριμένη θαλασσοπλοΐα γνωρίζει κλιμακούμενη επίδοση, δηλαδή το
θέμα της ναυτιλίας ενισχύεται συνεχώς και οδηγείται σε κορύφωση στους στίχους
477-87, όπου αναφέρεται η επιστροφή των Ελλήνων στο στρατόπεδό τους. Πέρα όμως
από αυτό το σημείο ο ναυσιπλοϊκός κώδικας σχεδόν εκλείπει στην Ιλιάδα.
Πώς λοιπόν εξηγείται η εξαιρετική πληρότητά του στην εναρκτήρια ραψωδία, όπου
του προσδίδεται προγραμματικός χαρακτήρας; Το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί μέσω
του διακειμενικού διαλόγου της Ιλιάδας με την Οδύσσεια. Στην α
ραψωδία του δεύτερου έπους δεν υπάρχει αντίστοιχη ναυσιπλοϊκή ανάπτυξη. Όμως
από τη β και εξής η Οδύσσεια αρχίζει να καλύπτεται από σκηνές ταξιδιών
στη θάλασσα. Κατά συνέπεια, τα δύο έπη αλληλοσυμπληρώνονται σε διακειμενικό
επίπεδο. Η Ιλιάδα διαθέτει το ναυτικό πρόγραμμα το οποίο απουσιάζει από
την πρώτη ραψωδία της Οδύσσειας. Στην Οδύσσεια, μετά την
α, ενισχύεται εκθετικά το θέμα του πλου, το οποίο εκλείπει στην Ιλιάδα
μετά την προγραμματική πραγμάτευσή του.
Όπως σημειώθηκε
πιο πάνω, στην αρχαϊκή εποχή τα ομηρικά έπη βρίσκονται σε μία κατάσταση
συμβίωσης, χάρη στις διαρκείς ανταποκρίσεις τους. Αυτό αποδεικνύεται επιπλέον
και από τη φρασεολογική σχέση των στίχων Α 477-87, όπου συντελούνται η κορύφωση
και η ολοκλήρωση, ουσιαστικά, του θέματος της ιλιαδικής ναυτιλίας, με τους β
420-29, οι οποίοι ανήκουν στην περιγραφή του πρώτου σημαντικού οδυσσειακού
πλου, της αναχώρησης του Τηλέμαχου από την Ιθάκη προς αναζήτηση του πατέρα του.
Μέσω της συγκεκριμένης σχέσης υπογραμμίζεται ότι το ταξίδι στη θάλασσα, που ξεκίνησε
στην Ιλιάδα, θα εκτυλίσσεται πλέον στην Οδύσσεια.
Ο Παναγιώτης
Βούζης είναι ποιητής και δρ Κλασσικής Φιλολογίας
[1] Αναγνώσεις,
31 Μαρτίου 2019.
[2] Ομηρικές
μελέτες: Προφορικότητα, διακειμενικότητα, νεοανάλυση, Θεσσαλονίκη
2016, 19-20 και 52.
[3]
Βιέννη 1998.
[4] Το
χαμόγελο του Αχιλλέα: Θέματα αφήγησης και ποιητικής στα ομηρικά έπη, Αθήνα
2006, 170.
[5] Για
τα πρόσφατα θεωρητικά μοντέλα βλ. το κεφάλαιο «Σύγχρονες θεωρητικές
προσεγγίσεις στον Όμηρο», στο A New Companion to Homer: Εγχειρίδιο ομηρικών
σπουδών, (επιμ.) Powell B.
B. – Morris I., επιμ. Ρεγκάκος
Α., μτφρ. Πέτικα Φ. – Σκέμπης Μ. – Μουρατίδης Μ., Αθήνα 2009, όπου ο John Peradotto παρουσιάζει
μεθόδους ανάλυσης των ομηρικών κειμένων οι οποίες έχουν ως κοινό παρονομαστή
τον μεταμοντερνισμό. Επίσης βλ. De Jong I. J. F., Οδύσσεια: Ένα αφηγηματολογικό υπόμνημα, επιμ. Τσαγγάλης
Χ., μτφρ. Δημοπούλου Κ., Θεσσαλονίκη 2011, για μία εξαιρετική ανάδειξη των
τεχνικών της Οδύσσειας μέσω της αφηγηματολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου