6/7/19

Πόε και Σολωμός

Γιάννης Σπυρόπουλος, Ώρα L, 1968, Συλλογή ΕΠΜΑΣ



ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ

Ο Πωλ Βαλερύ -μαθητής κι αυτός του Έντγκαρ Άλλαν Πόε- γράφει κάπου για έναν άλλο δάσκαλό του, τον Στεφάν Μαλλαρμέ: “Ποιος θα φανταζόταν πως το καλόγνωμο αυτό ανθρωπάκι, ο Μαλλαρμέ, θα νικούσε στο στοίχημα του χρόνου ένα Ζολά ή έναν Ντωντέ. Έτσι είναι: ένα διαμάντι διαρκεί περισσότερο από μια μητρόπολη”. Νομίζω πως ο Πόε, που η ποίησή του παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα, επιβεβαιώνει αυτό τον χαρακτηρισμό.
Πώς όμως ο Πόε απεργάστηκε τους στίχους του έτσι ώστε αυτοί να ακτινοβολούν τη λάμψη ενός αδάμαντα; Αυτή η κατεργασία έγινε προς δύο κατευθύνσεις, προς τη μορφή και προς το περιεχόμενο.
Ως προς τη μορφή, ο Πόε εκμεταλλεύεται στο έπακρον όλες τις μουσικές δυνατότητες του στίχου, και τις εξωτερικές και τις ενδότερες. Χρησιμοποιεί έκτυπα μέτρα, ρίμες εσωτερικές και ακροτελεύτιες, ημιστίχια, επωδούς, παραλλασσόμενες και μη επαναλήψεις στίχων και φράσεων. Αλλά δε σταματά εκεί. Πάει πιο βαθιά: εξαϋλώνει τον στίχο και -πέρα από τα εξωτερικά του εξαρτύματα, που όμως συμφύρονται σε ακατάλυτην οργανική ενότητα με τον ενδότερο παλμό του- προσπαθεί να του αποσπάσει τη μέγιστη δυνατή μελωδικότητα.
Για το περιεχόμενο, δηλαδή για την επιλογή των θεμάτων του, καλύτερα να ακούσουμε τον ίδιο να μας εξηγείται. Στο περίφημο δοκίμιό του Η Φιλοσοφία της Σύνθεσης ο Πόε αποφαίνεται πως η πιο έντονη, μεταρσιωτική και αγνή χαρά είναι η ενατένιση της ομορφιάς και ανακηρύσσει την ομορφιά ως το γνήσιο βασίλειο της ποίησης. Αφού καθορίσει την ομορφιά ως το πεδίο του, διατείνεται πως ο τόνος της υψηλότερης εκδήλωσης της ομορφιάς είναι ο τόνος της θλίψης: “η ομορφιά κάθε είδους στην υψηλότερην εκδήλωσή της φέρνει δάκρυα στα μάτια. Άρα η μελαγχολία είναι ο πιο γνήσιος ποιητικός τόνος”. Και συνεχίζει: “Ποιό απ' όλα τα μελαγχολικά θέματα είναι το πιο μελαγχολικό; Ο θάνατος, είναι η απάντηση. Και πότε το πιο μελαγχολικό θέμα είναι και το πιο ποιητικό; Όταν συμπαρομαρτείται από την ομορφιά. Ο θάνατος μιας ωραίας γυναίκας είναι αναμφισβήτητα το πιο ποιητικό θέμα του κόσμου και αναμφίβολα τα πιο κατάλληλα χείλη να το τραγουδήσουν είναι αυτά του απαρηγόρητου εραστή”.
Ο Πόε, λοιπόν, ψάχνει να βρει το πιο ποιητικό θέμα και να το ντύσει με την πιο ποιητική μορφή, οδηγώντας την ποιητική τέχνη σε μιαν οριακή συνθήκη, που λίγοι αργότερα την πέτυχαν: ο Μαλλαρμέ, ο Βαλερύ, ο Χόπκινς και ο δικός μας ο Σολωμός. Ας σημειώσω πως όλοι τους υπήρξαν ολιγογράφοι. Πλην, όπως θα έλεγε ο Πλούταρχος, “ου τους πολλά κιθαρίσαντας αλλά τους άριστα επαινούμεν”.
Ο Σολωμός είναι μια παράλληλη περίπτωση, γιατί παρακολουθεί τον Πόε και στα δύο επίπεδα. Η επιδίωξη της μουσικότητας κατευθύνει και τη σολωμική μούσα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Παλαμάς: “[Στα τελευταία αποσπάσματα του Σολωμού] μορφώνεται νέον είδος ποιήσεως συγγενεύον μάλλον προς την τέχνην των ήχων ή των στίχων. Όχι διότι τα περισωθέντα ή και τα μηδέποτε περατωθέντα ταύτα δεν είναι παρά μόνον εύηχοι φθόγγοι χωρίς κανέν σαφές νόημα αλλά διότι ταύτα είναι ωραία και συγκινούν μάλλον διά μουσικής τινός ή διά της καθαρότερον ποιητικής δυνάμεως”. Αλλού πάλι γράφει ο Παλαμάς: “Ο Ψάλτης των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι ποιητής, γενικότερα και σημαντικότερα, ρομαντικός και μουσικός”. Μάλιστα ακριβώς χάρη στην αποσπασματική μορφή της σύνθεσης “η μουσική αυτή ψυχή τραβάει ως πέρα ανεμπόδιστη και φανερώνεται με όλη της τη δύναμη”. Και στη συνέχεια κάνει ετούτη την οξυδερκέστατην παρατήρησι: “Και το γνώρισμα τούτο, έτσι αποκλειστικά καθώς δείχνεται, ντύνει τώρα με μιαν έξαφνη νεότητα την ποίηση του Σολωμού, ποίηση πενήντα κι εξήντα χρόνων, και την κάνει σύγκαιρη της μεγάλης αλλαγής που έγινε στις μέρες μας, και που ανθεί και που δεν είπε ακόμη τον τελευταίο λόγο, και που θέλει την Τέχνη προφήτισσα του μυστηρίου και του ονείρου και του ιδανισμού, και συνθέτει καθεμιά ξεχωριστή τέχνη σαν από κάποια ιδιαίτερα και πνευματικά και μουσικά χαρίσματα των άλλων αδερφάδων της”. Ο Παλαμάς υπονοεί, βέβαια, τη συμβολική σχολή και την αισθητική του Μαλλαρμέ, που φυσικά έχει την καταγωγή της στον Πόε. Ο Μαλλαρμέ άλλωστε, λέει αλλού ο Παλαμάς, “δεν είναι από μια του όψη, παρά κι αυτός ένας Πόου προς τα άκρα τραβηγμένος”. Ο Σεφέρης, αρκετά αργότερα, είναι πιο σαφής και κατακυρώνει τη σοφή διαίσθηση του μεγάλου πρεσβύτη: “Είναι μια αξιοπρόσεχτη πονηριά της τύχης, η νέα ελληνική ποίηση να αρχίζει από αυτόν, που θα μπορούσε κανείς πολύ φυσιολογικότερα να τον φανταστεί σύγχρονο του Μαλλαρμέ παρά του Βύρωνος”.
Αλλά κι η επιλογή κατ' εξοχήν ποιητικών θεμάτων χαρακτηρίζει και των δύο το έργο. Θέμα του Κρητικού είναι, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Σολωμού, l' amore divinizato, ο θεοποιημένος έρωτας. Και εδώ υπάρχει η νεκρή κόρη κι ο απαρηγόρητος εραστής, που θα τους ξαναβρούμε στην ιταλόγλωσση Dona Velata, τη Γυναίκα με το Μαγνάδι. Στον Πόρφυρα τη θέση της θνήσκουσας κόρης παίρνει ο όμορφος νέος. Θυμίζω πως το θέμα της νεκρής κόρης, έστω κι απ' το δικό της χέρι, προανακρούεται ήδη στη Φαρμακωμένη. Δεν θα ήταν άσκοπο να αναφέρω πως κι οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι καταυγάζονται από δύο επουράνιες μορφές: τη μεγαλόψυχη μητέρα και την φεγγαροντυμένη. Το πόσο απασχολούσε το θέμα της νεκρής κόρης ή του νεκρού νέου τον Σολωμό από τα νιάτα του φαίνεται από τις πρώτες στιχουργικές του απόπειρες στη νέα ελληνική, που περιλαμβάνουν ποιήματα όπως Ο Θάνατος της Ορφανής, ο Θάνατος του Βοσκού και η Ευρυκόμη, που δεν θα ήθελα να την υπενθυμίσω, ως μια πρωτόλεια προσέγγιση του σολωμικού ποιητικού χώρου:
«Θάλασσα, πότε θέλ’ ιδώ την όμορφη Eυρυκόμη;/ Πολύς καιρός επέρασε και δεν την είδα ακόμη./ Πόσες φορές κοιτάζοντας από το βράχο γέρνω/ Kαι τον αφρό της θάλασσας για τα πανιά της παίρνω!/ Φέρ’ τηνε, τέλος, φέρ’ τηνε». Aυτά ο Θύρσης λέει,/ Kαι παίρνει από τη θάλασσα και τη φιλεί και κλαίει·/ Kαι δεν ηξέρει ο δύστυχος οπού φιλεί το κύμα/ Eκείνο, που της έδωσε και θάνατο και μνήμα.
Δεν θα ήταν άσκοπο να επισημάνω πως ένας συμφυρμός του σολωμικού Κρητικού και της Φαρμακωμένης συνθέτουν το υπόβαθρο του πιο δημοφιλούς ελυτικού ποιήματος, της πασίγνωστης εκείνης ενότητας από το Μονόγραμμα.

Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής και φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: