7/4/19

Πρώιμες αποτυπώσεις της Πελοποννήσου

Δήμος Σκουλάκης, Μάθηµα Ανατοµίας πάνω σ’ ένα Κυβιστικό Γυµνό του Πικάσο, 1999, λάδι σε καµβά, 120 x 160 εκ., Συλλογή Μουσείου Βορρέ


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΟΛΓΑ ΚΑΤΣΙΑΡΔΗ-HERING (επιμ.), Βενετικοί χάρτες της Πελοποννήσου τέλη 17ου - αρχές 18ου αιώνα από τη συλλογή του Πολεμικού Αρχείου της Αυστρίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2018, σελ. 544

Ο συλλογικός τόμος Βενετικοί χάρτες της Πελοποννήσου τέλη 17ου - αρχές 18ου αι., υπό την επιστημονική επιμέλεια της καθηγήτριας Όλγας Κατσιαρδή-Hering και τη φιλολογική της Κωστούλας Σκλαβενίτη, έχει ως θέμα του την έκδοση τριών ομάδων (συνολικά δεκατριών) βενετικών χαρτών της Πελοποννήσου, που σχεδιάστηκαν κατ’ εντολή των βενετικών αρχών ύστερα από την κατάληψη του νοτιότερου αυτού τμήματος του ηπειρωτικού ελληνικού χώρου. Η έκδοσή του αποτελεί το ευτυχές επιστέγασμα μιας ιστορίας άνω των τριών αιώνων. Οι Βενετοί, επιδιώκοντας στο πλαίσιο των υπολογισμών του Μοροζίνι να κατακτήσουν εδάφη που θα απέδιδαν οικονομικά οφέλη στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία μέσω μιας ενδεχόμενης αναβίωσης του αποικιακού κράτους στην Ανατολή, επιχειρούν με τρεις εκστρατείες την κατάληψη της Πελοποννήσου, το 1685, 1686 και 1687. Από τα πρώτα τους μελήματα ήταν να καταγράψουν καταλεπτώς τον πληθυσμό, τους οικισμούς, τις γαίες και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του «Βασιλείου του Μοριά», όπως είχαν ονομάσει τη νέα κτήση τους. Συνοδευτικά των γενικών και αναλυτικών κτηματολογίων υπήρξαν τα τοπογραφικά σχέδια των διαμερισμάτων της Πελοποννήσου. Η ιστορική έρευνα αγνοούσε αυτούς τους χάρτες, ώσπου η επιμελήτρια του τόμου πληροφόρησε την επιστημονική κοινότητα, με εισήγησή της το 1990, ότι τους είχε εντοπίσει στο Πολεμικό Αρχείο της Αυστρίας το 1986. Η πολυαναμενόμενη έκδοσή τους τελεσφόρησε τον Μάρτιο του προηγούμενου έτους, με έναν καλαίσθητο τόμο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης.

Στην εισαγωγή του τόμου η επιμελήτρια εκθέτει την πορεία των χαρτών από τη Βενετία στη Βιέννη το 1799, ως λάφυρων της αυστριακής κατοχής, τη χαρτογραφική παράδοση στην οποία εντάσσεται η παραγωγή τους, καθώς και το ιστορικό περίγραμμα της βενετικής κατάκτησης της Πελοποννήσου. Ακολουθούν ειδικότερες μελέτες από ακαδημαϊκούς δασκάλους και ερευνητές. Την αρχή κάνει η Αναστασία Παπαδία-Λάλα, που σκιαγραφεί τον διοικητικό μηχανισμό και τους κοινοτικούς θεσμούς του βενετσιάνικου Μοριά. Ο Γιώργος Τόλιας επικεντρώνει τη μελέτη του στους τρεις συνολικούς χάρτες της Πελοποννήσου, από όπου εξάγει συμπεράσματα για τη διοικητική διαίρεση και τη χαρτογραφική αντιμετώπιση της κτήσης. Ο Ευάγγελος Λιβιεράτος καταδεικνύει το επιστημονικό άλμα ποιότητας αυτών των χαρτών και τους κατατάσσει στους πρώτους «ημιτοπογραφικούς» χάρτες της Πελοποννήσου, αντίστοιχοι των οποίων θα εμφανιστούν μόνο μετά από δύο αιώνες. Έπεται ο Αγαμέμνων Τσελίκας, ο οποίος σταχυολογεί στοιχεία από τις εκθέσεις πέντε Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου: Ιάκωβου Κορνέλ, Μαρίνου Μικιέλ, Δομήνικου Γρίττη (1691), Θαδδαίου Γραδενίγου (1692) και Αντώνιου Μολίν (1693). Στο επόμενο τμήμα του τόμου διαβάζουμε μελέτες για τα φύλλα των χαρτών συγκεκριμένων διαμερισμάτων ή πόλεων της Πελοποννήσου: Κωνσταντίνος Ντόκος για το διαμέρισμα της Βοστίτσας, Αλέξης Μάλλιαρης για το διαμέρισμα της Πάτρας, Αγγελική Πανοπούλου για την Κόρινθο και τις οχυρώσεις του Ισθμού, Ευτυχία Λιάτα για το διαμέρισμα του Άργους -η οποία στο άρθρο της παραθέτει την πρώτη έκδοση του συνοπτικού κτηματολογίου του (1700)- Σίριολ Ντέιβις για το διαμέρισμα της Τριπολιτσάς, Τζων Μπέννετ για τα διαμερίσματα της Μεθώνης και του Ναβαρίνου, και Χάρις Καλλιγά για τη Μονεμβασία. Ιδιαιτέρως χρήσιμοι είναι οι τοπωνυμικοί πίνακες που συνοδεύουν τις παραπάνω μελέτες. Στο Επίμετρο Α' εκδίδονται οι χάρτες και, με τη συμβολή του Δημήτρη Μπελέζου, οι τοπωνυμικοί πίνακες των διαμερισμάτων της Ανδρούσας, του Λεονταρίου και του Φαναρίου. Σε αυτό το σημείο η Μαρία Μάμαλη εκδίδει το συνοπτικό κτηματολόγιο του διαμερίσματος του Φαναρίου (1698). Στο Επίμετρο Β' η Ο. Κατσιαρδή-Hering παραθέτει τον κατάλογο των βενετικών χαρτών ελληνικών περιοχών που απόκεινται στο χαρτογραφικό αποθετήριο του Πολεμικού Αρχείου της Αυστρίας. Στην έκδοση εμπεριέχεται CD με υψηλής ανάλυσης σαρώσεις των χαρτών.
Κατά κοινή ομολογία των συγγραφέων, οι εν προκειμένω εκδιδόμενοι χάρτες αποτελούν αδιαμφισβήτητα μια σπουδαία επιστημονική ανακάλυψη. Η συνδυαστική μελέτη τους με τα βενετικά κτηματολόγια φωτίζει σκοτεινές δημογραφικές, οικονομικές, κοινωνικές και χωροταξικές πτυχές των δεύτερων και βοηθά τον ιστορικό να συλλάβει πιο ολοκληρωμένα τα κίνητρα, τη μεθοδικότητα, τις καινοτομίες και τις δυσχέρειες της διοικητικής οργάνωσης της Πελοποννήσου, όπως αυτή εφαρμόστηκε από τους Βενετούς προνοητές και κυριότατα από τον Φραγκίσκο Γκριμάνι. Τα πρώτα πορίσματα της έρευνας διατυπώνονται ήδη στο συγκεκριμένο βιβλίο και είναι βέβαιο πως θα τροφοδοτήσουν νέους προβληματισμούς και συζητήσεις.
Η θεματική του βιβλίου κινείται στο πεδίο της χωροχρονικής συσχέτισης των δημογραφικών και δημοσιονομικών/οικονομικών μεταβλητών. Η Ιστορία οφείλει να μελετάται εκ παραλλήλου με τη Γεωγραφία και δη τη Χαρτογραφία. Για το τέλος, ακροβατώντας πάνω από τον γεωγραφικό ντετερμινισμό, θα δανειστώ μια ρήση του Γάλλου φιλόσοφου Βίκτωρα Κουζέν, ο οποίος στο όγδοο μάθημα της εισαγωγής του στην Ιστορία της Φιλοσοφίας (1828) είχε πει: «Μάλιστα, κύριοι, δώστε μου τον χάρτη μιας χώρας, τις παραμέτρους του, το κλίμα, τα νερά, τους ανέμους κι όλη τη φυσική γεωγραφία της. Δώστε μου τα φυσικά προϊόντα, τη χλωρίδα και την πανίδα της, και δεσμεύομαι να σας πω a priori πώς θα είναι ο άνθρωπος αυτής της χώρας και τι ρόλο αυτή θα διαδραματίσει στην ιστορία (...)».

Ο δρ Γιώργος Κ. Λιακόπουλος είναι ερευνητής Οθωμανικής Περιβαλλοντικής Ιστορίας στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ (Ιένα)

Δεν υπάρχουν σχόλια: