3/2/19

Ένας "ντόπιος" χαίρεται

Ο ερημίτης ήταν ντόπιος. Παιδί του Εμφυλίου, ματωμένος χωρισμός, τα ελληνικά του καλά, με μια βαριά, ξενική ίσως προφορά. Αλλά δεν το καταλάβαινε. Θυμόταν κάποια τραγούδια σε μια γλώσσα αόρατη. Και κάτι λέξεις περίεργες. Την μάνα του την έλεγε maika. Κι όταν μεγάλωνε, πάλι έτσι την έλεγε. Τον πατέρα του δεν τον ήξερε. Είχε πάει "μέσα" όπως λέγανε εκεί. Το "μέσα" ήταν στους μακεντόνσκι. Αλλά οι Έλληνες δεν τους έλεγαν έτσι. Σκοπιανούς τους λέγανε, ή ακόμα καλύτερα γυφτοσκοπιανούς. Άμα θέλανε η περιφρόνηση να είναι πλήρης, έπαιρνε η κακιά μοίρα και τους γύφτους.
Μια φορά είχε φωνάξει την μάνα του με την ακατανόμαστη γλώσσα και τον άκουσαν κάτι χωροφύλακες. Τον σαπίσαν στο ξύλο. «Γαμώ τη μάνα σου» έλεγαν «μάνα θα λες ρε παλιοκομμούνι». Πετιόταν ένας άλλος: «από κομμούνι που το άφησε ο συμμορίτης ο πατέρας του τι περιμένεις». Σιγά - σιγά κατάλαβε πως δεν ήταν μόνο ένας εξόριστος αλλά ένας "ντόπιος" χωρίς όνομα χωρίς ταυτότητα. Σιγά-σιγά κατάλαβε πως και για τους κάτω και για τους πάνω είναι ένα βάρος. Γιαυτό έγινε δραπέτης των συνόρων. Τον χειμώνα που είχε ομίχλη έμπαινε στους μακεντόνσκι και χανόταν. Έκανε το σταυρό του και μιλούσε ελληνικά. Ύστερα γυρνούσε στους Έλληνες και μιλούσε μακεντόνσκι.

Είχε μπερδέψει τους τόπους και τις γλώσσες. Πήγε στον Καντιώτη που ήταν δεσπότης της Φλώρινας και του μίλησε μακεντόνσκι. Τότε εκείνος τον αφόρισε. Βγήκε έξω από την εκκλησία και είδε έναν τεράστιο σταυρό γαλάζιο που ασχήμαινε την πόλη. Τότε σιχάθηκε και τους σταυρούς και τις σημαίες. Δεν είχε τίποτε αυτός. Ένας μετέωρος των συνόρων ήτανε, ένας ηττημένος του Εμφυλίου. Ο ίδιος δεν είχε πολεμήσει, αλλά κουβαλούσε αυτή την ήττα από την φύτρα του.
Η μάνα του πέθανε χωρίς να δει τον άντρα της ούτε μια φορά από τότε. Αυτός πήγε στους επάνω σαν μεγάλος και πρόλαβε τον πατέρα του λίγο πριν πεθάνει. Τότε του είπε ο γέρος στα ελληνικά "να φιλήσεις την μάνα σου" (δεν ήξερε ότι εκείνη είχε πεθάνει με τον καημό του). Τους είχε θάψει και τους δυο. Οι τάφοι τους απείχαν λίγα χιλιόμετρα κι έναν αιώνα.
Τούτες τις μέρες, ανέβηκε στο σύνορο, άναψε ένα τσιγάρο και φώναξε: «Maika Μάνα, ο γιος σου είναι ελεύθερος τώρα».

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ 

Μαριγώ Κάσση, Ο ισορροπιστής, 1989, λάδι σε καμβά, 160 x 110 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: