Κώστας Μπασάνος, Intermission, 2018, σφουγγάρι, σινική μελάνι, τυπογραφικό μελάνι, 160 x 90 x 6 εκ. |
ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΡΟΖΑΝΗ
ΤΑΣΟΣ
ΠΟΡΦΥΡΗΣ, Ο ποιητής Δημήτρης Παπαδίτσας
(1922-1987), (Εισαγωγή - Ανθολόγηση), Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, Εκδόσεις
Γαβριηλίδης, σελ. 184
Πολλές φορές,
αν όχι τις περισσότερες, οι ανθολογήσεις από έργα σημαντικών λογοτεχνών
(ποιητών, πεζογράφων, ακόμη και δοκιμιογράφων) προσφέρουν μάλλον κακές
υπηρεσίες, καθώς τα λογοτεχνικά έργα συγκροτούν πάντα εσωτερικές ενότητες, έστω
και αν εμφανίζονται με διαφορετικά περικείμενα, και άρα η κατάτμησή τους η
οποία εξυπονοεί ασφαλώς κάποιου είδους αξιολόγηση ή εν πάση περιπτώσει
αξιολογική κατάταξη, διασπά την εσωτερική ενότητά τους και την εν πολλοίς
"εν προόδω" ανάπτυξή τους (μολονότι αυτό δεν αποτελεί πάντα κειμενικό
κανόνα), και αυτή η, μέσω της ανθολόγησης, διάσπαση αφήνει τον αναγνώστη σε
αμηχανία, καθώς αδυνατεί από τα διάσπαρτα μέλη να συνθέσει τη συνολική εικόνα
του έργου και της προθετικότητας του δημιουργού του.
Η ισχύς της
κρίσης που μόλις διατυπώθηκε αναιρείται μόνο στην περίπτωση που η ανθολόγηση εδράζεται
πάνω σε, και προϋποθέτει μια, σχέση αυτοβιογραφική μεταξύ του ανθολόγου και του
ανθολογούμενου έργου, μια σχέση δηλαδή κατά την οποία ο ανθολόγος ερμηνεύει το
ανθολογούμενο έργο στο μέτρο που το έργο αυτό αφηγείται την εσωτερική βιογραφία
του ανθολόγου, οπότε ανθολόγος και ανθολογούμενο έργο ομολογούν την εκλεκτική
τους συγγένεια, πέραν οποιασδήποτε αξιολογικής κρίσης και κατατεμαχισμού του
έργου πάνω στη βάση κανονιστικών, αισθητικών, ιδεολογικών, φιλολογικών και
άλλων κριτηρίων.
Αυτή η
τελευταία είναι η περίπτωση του ανθολόγου ποιητή Τάσου Πορφύρη και η στάση του
μπροστά στο ανθολογούμενο ποιητικό έργο του Δημήτρη Παπαδίτσα, ενός από τους
πλέον σημαντικούς εκφραστές του νεοελληνικού ποιητικού μοντερνισμού και των
συνεχών μεταμορφώσεων που ο μοντερνισμός υπέστη και υφίσταται μέχρι σήμερα. Από
την άλλη μεριά, ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς έλλειψη αισθητικής
αξιολόγησης από τη σκοπιά του ανθολόγου, ούτε καν απομάκρυνσή του από τις
προτιμήσεις του, κατά τρόπον ώστε η ανθολόγηση να κινείται μέσα σε έναν
υποτιθέμενο χώρο ουδετερότητας. Αντίθετα μάλιστα, εξαιτίας της εκλεκτικής
συγγένειας ανθολόγου και ανθολογούμενου έργου, η αισθητική αξιολόγηση και/ή
προτίμηση φανερώνουν τους βαθύτερους λόγους του εγχειρήματος της ανθολόγησης.
Την εκλεκτική
συγγένεια, ο αναγνώστης εύκολα μπορεί να την αναγνωρίσει διαβάζοντας προσεκτικά
την εισαγωγή του Πορφύρη, η οποία ερμηνεύει κυρίως τους λόγους για τους οποίους
η ανθολόγηση δεν υποκινείται διόλου από την εφαρμογή πάνω στο ποιητικό έργο
αξιολογικών κρίσεων φιλολογικής και/ή ιδεολογικής έμπνευσης, αλλά το μόνο
εμφανές κριτήριό της (αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι) είναι εκείνο το οποίο
υπαγορεύεται από μιαν εκλεκτική συγγένεια η οποία είναι πράγματι η αρχή και το
τέλος του εγχειρήματος της ανθολόγησης, δηλαδή η μοναδική πρόθεση του Πορφύρη
να αναβιώσει την ατμόσφαιρα της προσωπικής του οικείωσης του έργου, αλλά και τη
νοσταλγία αυτής της οικείωσης μέσα από την ανάγνωση και επανανάγνωση των
ποιήσεων του Δημήτρη Παπαδίτσα.
Γράφει ο
Πορφύρης, ομολογώντας σχεδόν απερίφραστα την πρόθεσή του να υποδείξει τον τόπο
της συγγένειάς του με το έργο του Παπαδίτσα, και άρα την επιθυμία η οποία των
ώθησε στο εγχείρημα της ανθολόγησης ενός πολύπλευρου πολιτικού έργου, το οποίο
αναπτύχθηκε μέσα από αντιφατικές, πολλές φορές, διαδρομές, ψυχικές και
συναισθηματικές, αλλά και αισθητικές, που χωρίς να νοηματοδοτούν εκχωρήθηκαν με
πάθος στο υψηλό ύφος της ποιητικής σημασιοδότησης του νοήματος (ή όπως αλλιώς
μπορούμε να ονομάσουμε τη γοητεία του νοήματος όταν εισχωρεί μέσα στο ποιητικό
συμβάν): "Η επαφή με την ποίηση προϋποθέτει μια δυναμική αναμέτρηση μαζί
της. Συνεπάγεται αναστατώσεις και ενδεχομένως ανακατατάξεις στον βαθμό που η
ποίηση αυτή είναι συγκλονιστική και δημιουργεί καινούργιες προϋποθέσεις για την
ύπαρξή της. Επιπλέον σημαίνει πρόκληση ρίγους που διαπερνά το σχεδόν
απονευρωμένο -από το τον βομβαρδισμό ενός επαναλαμβανόμενου, καθημερινού,
περιορισμένης εμβέλειας λεξιλογίου- τοπίο της ευαισθησίας μας, επικοινωνία που
βραχυκυκλώνει παραδεδεγμένους τρόπους και είναι ικανή να μεταμορφώσει την
ανιαρή καθημερινή μας βίωση σε πράξη δημιουργίας. Σημαίνει ακόμη την αδυναμία
μου να σας μεταδώσω αυτό που ο ποιητής μου χάρισε (παρ' όλους τους εμβόλιμους
στίχους του, όντας και μεταγραφή της ποιήσεώς του σε μία μη ποιητική, ανεπαρκή
θα 'λεγα, γλώσσα), το μη αναγνωρίσιμο είδωλό της" (σ. 20).
Από την
ομολογία του Πορφύρη μπορούμε επιπλέον να εντοπίσουμε το εξαιρετικό ενδιαφέρον
στοιχείο της αμφιθυμίας, το οποίο είναι πράγματι εγγενές ως συστατικός όρος της
εκλεκτικής συγγένειας και της μορφοποιητικής και αναδημιουργικής της ορμής.
Αναστατώσεις και ανακατατάξεις, με το ποιητικό κείμενο ως αναγκαία συνθήκη της
εκλεκτικής συγγένειας, είναι ο δημιουργικός τόπος, τον οποίο ο Πορφύρης
αναγνωρίζει ως το θεμελιώδες κίνητρο που τον ωθεί στην
ανθολόγηση. Γι' αυτό άλλωστε και η ανθολόγηση δεν διεκδικεί έναν διαφορετικό
λόγο ύπαρξης παρά μόνο την αδυναμία του ανθολόγου να μεταδώσει αυτό που η
ποίηση του Παπαδίτσα πλουσιοπάροχα του χάρισε: τη δωρεά της εκλεκτικής του
συγγένειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου