2/12/18

Η ζωή στα μέτρα της;

Michel Lamoller, Προοπτικό αντικείμενο (Μπαταρία), 2017, αρχειακή εκτύπωση σε χαρτί, c- print, 26 x 17 x 4 εκ., ευγενική παραχώρηση Nitra Gallery



ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ, Η ιστορία ενός αγνώστου, μτφρ. Λεωνίδας Καρατζάς, εκδόσεις Ερατώ, σελ. 240

Ο τίτλος Η ιστορία ενός αγνώστου (Рассказ неивестного человека, 1893), όπως συχνά στα διηγήματα του Τσέχοφ, είναι παραπλανητικός, καθώς ο ορίζοντας προσδοκιών του αναγνώστη μετατοπίζεται: ποιος είναι ο άγνωστος και ποιόν παρακολουθεί; Ο αρχικός, «μαχητικά» πολιτικός σκοπός του νέου άνδρα που εισέρχεται μεταμφιεσμένος σε υπηρέτη στην οικεία του ευγενούς Γκεόργκι Ιβάνιντς Ορλόφ, αποδεικνύεται, κατά την εξέλιξη της αφήγησης, ένα πρόσχημα. Ο νεαρός αντεξουσιαστής απορροφάται από τα ενδότερα αισθηματικά ζητήματα του αριστοκρατικού περιβάλλοντος: ένα ερωτικό πάθος εκτονώνεται και παρακμάζει μονόπλευρα, ένας ανεκδήλωτος έρωτας μετατρέπεται σε ανυστερόβουλη αφοσίωση. Αν ο υπηρέτης είναι ένα προσωπείο του αφηγητή Τσέχοφ, ενός συγγραφέα που σπούδασε και λεπτούργησε τις αντιφάσεις του γυναικείου ψυχισμού, τότε η Ζηναϊδα Φεντόροβνα στην Ιστορία ενός αγνώστου έρχεται να συγκατοικήσει με άλλες περιφανείς διηγηματογραφικές ηρωίδες του ρώσου κλασικού: Ανιούτα (Анюта, 1886), Αγάφια (Агафья, 1886), Το τζιτζίκι (Попрыгунья, 1892), Το παράσημο της Άνιας (Анна на шее, 1895), Αριάδνη (Ариадна, 1895), Με το κάρο (На подводе, 1897), Η κυρία με το σκυλάκι (Дама с собачкой, 1899), Όλια. Μια ψυχούλα (Душечка, 1899), Παραμονή Χριστουγέννων (На святках, 1900), Μέσα στη χαράδρα (В овраге, 1900), Η αρραβωνιαστικιά (Невеста, 1903).

Παρά τη τάση μέρους της κριτικής να ιδωθεί ο Τσέχοφ ως ποιητής του «ρωσικού λυκόφωτος», των συναισθημάτων και των παραδοσιακών κοινωνικών αξιών της διανοούμενης ελίτ του 19ου αιώνα, ο συγγραφέας θα παρουσιάσει μια ζωντανή και ενιαία εικόνα του πραγματικού κόσμου και, αξιοποιώντας λεπτομέρειες γεγονότων και την τύχη των χαρακτήρων, θα περιγράψει τους τρόπους που προσανατολιζόμαστε σ’ αυτόν. Ωστόσο, στο καλλιτεχνικό σχέδιο του Τσέχοφ δεν υπάρχει πρόβλεψη αποκάλυψης των «αιώνιων μυστικών» της ψυχής ή των νόμων που κυβερνούν την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Τσέχοφ δεν προσεγγίζει τα ειδικά προβλήματα της θεωρίας της γνώσης ως φιλόσοφος αλλά ως καλλιτέχνης αναφέρεται στις ανθρώπινες μοίρες και την κοινωνική ύπαρξη του άντρα και της γυναίκας στη Ρωσία του τέλους του 19ου αιώνα. Στην Ιστορία ενός αγνώστου η σχέση της ερωτευμένης και «αφελούς» μοιχαλίδας Ζηναϊδας, λιγότερο με τον σύζυγό της Κρασνόφσκι και περισσότερο με τον μποέμ Ορλόφ, προσεγγίζεται από την οπτική γωνία του νεαρού (ψευδο)υπηρέτη, ενώ το ανδρικό φιλικό περιβάλλον του ευγενή (Πεκάρσκι, Κουκούσκιν, Γκρούζιν) και η ανταγωνιστική οικονόμος του Πόλια, δεν θα μείνουν αμέτοχοι σ’ αυτήν την προορισμένη να καταλήξει οδυνηρά ερωτική σχέση. Καθημερινές ενέργειες και βαρύνουσες χειρονομίες εναλλάσσονται προκειμένου να οργανωθεί η καταβύθιση στον υπαρξιακό κόσμο των προσώπων. Παρότι ο Τσέχοφ ως σκεπτικιστής συγγραφέας θεώρησε τη διαδικασία της γνώσης του κόσμου και τις μορφές που λαμβάνει αυτή η γνώση ζήτημα πρωταρχικής σημασίας, αυτή η αέναα μεταβαλλόμενη δίνη της πραγματικότητας δεν δύναται να γίνει αντιληπτή ως μια σταθερά, αλλά μόνο να αποτυπωθεί σε μια δεδομένη, μη επαναλαμβανόμενη χρονική στιγμή.
Ο γενικός όρος με τον οποίο τυπικά χαρακτηρίζονται τα έργα του Τσέχοφ είναι «ψυχολογικός ρεαλισμός». Η περίπτωση του Τσέχoφ, όμως, είναι αρκετά συγκεκριμένη: έγραφε στη σκιά μεγάλων συγγραφέων (μέσα του 19ου αιώνα) των οποίων το προτιμητέο είδος υπήρξε το μυθιστόρημα του «κριτικού ρεαλισμού». Τα έργα των μυθιστοριογράφων του κριτικού ρεαλισμού, ειδικά του Τολστόι, καταχωρήθηκαν στο θετικιστικό φιλοσοφικό κίνημα, το οποίο υιοθέτησε μια σαφή σχέση με τον κόσμο και εξέφρασε τη σταθερή πίστη στην ικανότητα τελειοποίησης αυτού του κόσμου, κυρίως μέσα από την επιστημονική πρόοδο. Στον (κριτικό) ρεαλισμό υφίσταται η ξεκάθαρη ερμηνεία των υπαρξιακών προβλημάτων αλλά με μια περιοριστική πρόθεση: «τι πρέπει να γίνει;». Όταν ο Τσέχοφ ξεκίνησε να γράφει, τα φιλοσοφικά θεμέλια και το αντίστοιχο αισθητικό και συγγραφικό περιβάλλον των μέσων του 19ου αιώνα είχε αρχίσει να καταρρέει. Η «εποχή Τσέχοφ» φαίνεται να χαρακτηρίζεται από δυο αντικρουόμενες τάσεις. Αφενός, υπήρχε η προσήλωση στην τεχνολογική αλλαγή και ο προβληματισμός γύρω από τα κοινωνικά προβλήματα, χωρίς, όμως, την αισιοδοξία που χαρακτήριζε την παρελθούσα εποχή και, αφετέρου, γενικευόταν η ταυτόχρονη συνειδητοποίηση ότι τα αξιώματα του θετικισμού γύρω από την φύση του κόσμου παρέμεναν εξαιρετικά απλοϊκά: ο κόσμος αναδύεται τόσο πολύπλοκος ώστε η ανάγκη να περιγραφεί πλήρως αυτή η πολυπλοκότητα εμφανίζει προκλήσεις και δυσκολίες πέρα από κάθε φαντασία.
Στην νουβέλα του Τσέχοφ η ιστορία αυτής της διερεύνησης σχεδιάζεται με στόχο να διαψευστεί κάθε απλοποιημένη αντίληψη στον βίο του ήρωα και να διατυπωθεί η διαμαρτυρία για τη δογματική ή ιδεαλιστική ερμηνεία της ζωής. Αυτή η θεώρηση καθίσταται και βασικός άξονας κάθε είδους καλλιτεχνικής σκέψης και εμπειρίας. Ο ρεαλισμός των θεμάτων, των πλοκών και η απεικόνιση των ανθρώπινων όντων οδηγεί στην καθαίρεση των ψευδαισθήσεων. Στη συγκεκριμένη απεικόνιση της ζωής, στη Ρωσία ή στην Ιταλία (αφηγηματικοί χώροι), ο συγγραφέας ενδιαφέρεται για την περιγραφή των διαφορετικών αντιλήψεων γύρω από τα ίδια φαινόμενα και για τη φύση της ψευδαίσθησης, της αυταπάτης, της λανθασμένης γνώμης.
Ο Ορλόφ ομολογεί: «Ο έρωτας για μένα είναι πρώτα και κύρια μια ανάγκη του σώματος, εκφυλιστική και ανταγωνιστική για το πνεύμα μου· θα πρέπει να ικανοποιείται διακριτικά ή καθόλου, αλλιώς μπορεί να εισαγάγει στη ζωή του ανθρώπου στοιχεία εξίσου ακάθαρτα με την ίδια (…) Η Ζηναϊδα Φεντόροβνα, μέσα στην απλοϊκότητα της καρδιάς της, θέλει να με κάνει να αγαπήσω όσα απέφευγα όλη μου τη ζωή» (σ. 57). Μένει να αναρωτηθούμε αν, όντως, έχει ειπωθεί μετά τον Τσέχοφ κάτι πραγματικά καινούργιο για την ανθρώπινη μοναξιά, την ανικανότητα του μυαλού μας να αποδεχτεί την πολυπλοκότητα του κόσμου, τη δεσποτική δύναμη των «γενικών συλλήψεων» και την ανθρώπινη ασυνεννοησία. Η Ζηναϊδα ομολογεί: «Ο Θεός απαιτεί από εμάς υπομονή, μεγαλοψυχία, αυτοθυσία, αλλά εγώ αρνούμαι να κάνω υπομονή και θέλω να φέρω τη ζωή στα μέτρα μου» (σ. 47).

Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών

Δεν υπάρχουν σχόλια: