27/10/18

Mια φωτογραφία

Ποτέ δεν μου άρεσαν οι παρελάσεις, πηγαίνω όμως. Δεν ξέρω γιατί. Μου φέρνει πάντα μια μελαγχολία όλο αυτό το πανηγύρι. Μερικές φορές, πριν γυρίσω στο κονάκι μου απ’ την παρέλαση, κάθομαι και πίνω δυο ποτήρια κόκκινο κρασί σε ένα παλιό καφενείο της πόλης. Μια σιωπηλή σπονδή στο αίμα εκείνων. Το μισό από το δεύτερο ποτήρι το ρίχνω στη γη, όχι στο τσιμέντο αλλά σε μια σπιθαμή χώμα. Ύστερα, γυρνώ στο κονάκι του.
Έχω βρει τη φωτογραφία μιας γυναίκας, της δεκαετίας του 1940, και την έχω καρφιτσώσει στον τοίχο. Κάθε φορά που γυρίζω από την παρέλαση, την κοιτάζω για ώρα πολλή. Μου κάνει εντύπωση αυτό το βαθύ βλέμμα που έχει η γυναίκα. Σαν να γυρνά από τον κόσμο έξω προς τα μέσα, στα βάθη της ψυχής μου. Δεν έχει τίποτε το δήθεν αυτή η φωτογραφία. Έχει όμως αλήθεια, μια λιτή και δωρική αλήθεια. Είναι μια όμορφη γυναίκα, μα στη φωτογραφία κοιτώ κάτι άλλο, πέρα από την ομορφιά. Το εσώτερο πένθος, το σιωπηλό. Για κάποιους που έχασα κάποτε, για έναν εαυτό που βασανίστηκε; Ποιος ξέρει.
Είναι μια φωτογραφία προσώπου και βλέμματος. Εκτός από το πένθος έχει κι ένα εσώτερο πάθος η φωτογραφία αυτή. Ένα πάθος που ζητά να εκφραστεί. Την φωτογραφία αυτή την έχουν δει και οι επισκέπτες στο κονάκι μου. Σε κανέναν δεν αρέσει. Μόνο σ’ εμένα. Οι άλλοι την αποφεύγουν μόλις τη βλέπουν. Κατάλαβα το γιατί. Αυτό το υπέροχο βλέμμα τούς καθηλώνει, τους βάζει να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους. Και αυτό δεν το θέλουν. Είναι δύσκολο πράγμα. Ένας μου είπε πως τον ξεσκίζει αυτό το βλέμμα, δεν το αντέχει. Ένας άλλος μου είπε πως τον ξεβολεύει αυτό το βλέμμα. Μικροαστικές ζωές, τακτοποιημένες, δεν θα μπορούσαν ποτέ να αντέξουν ένα αληθινό βαθύ βλέμμα μιας ανέσπερης γυναίκας.

Για όλα αυτά και άλλα με συγκινεί αυτό το βλέμμα. Πόσο αγαπώ αυτό το εξόριστο πρόσωπο! Μόνο αυτό καταλαβαίνω. Γιατί τα πρόσωπα σημαίνουν, τα βλέμματα σημαίνουν. Αυτά τα εξόριστα βλέμματα είναι το αλάτι της γης, είναι μειοψηφικά, είναι κατά κάποιο τρόπο πρόσωπα που μαρτυρούν τις αλήθειες της εξόριστης ζωής. Τις ζωές όλων εκείνων που πληγώθηκαν πόνεσαν, μαρτύρησαν, εξορίστηκαν.
Βγαίνω έξω να καπνίσω ένα τσιγάρο. 28η Οκτωβρίου, σκέφτομαι. Ακόμα μια παρέλαση που θα σκορπίσει στην ατμόσφαιρα μια αθέατη σκόνη. Την σκόνη του χρόνου.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Βλάσης Κανιάρης, Τιμής ένεκεν στους δρόμους της Αθήνας 1941-19…,
1959, γυψωμένα χαρτιά και χρώμα σε μουσαμά, 100 x 65 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: