ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΡΣΕΝΙΟΥ
[1] Is It Righteous to Be? Interviews with Emmanuel Levinas, επιμ. Jill Robbins, Stanford, Stanford University Press, 2001, σ.118
Eιρήνη Μπαχλιτζανάκη,
«A Bunch of Grapes», 2016, γύψος
|
ΣΟΦΙΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ, Η γραφή του ανέφικτου: για την πεζογραφία
του Γιώργου Χειμωνά, Εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 240
Η μελέτη της Σοφίας Βούλγαρη αποσκοπεί στην προσέγγιση του
έργου του μεγάλου μοντερνιστή όσο γίνεται χωρίς τις προκαταλήψεις μέρους της
κριτικής περί ανυπέρβλητης δυσκολίας και απόλυτης ιδιοτυπίας της γραφής του. Ο
δρόμος που ακολουθεί η γνωστή νεοελληνίστρια ξεκινά με οδηγό την άποψη του Δ.
Μαρωνίτη ότι πρόκειται για κείμενα ‘απλά’ και ‘λαϊκά’, τα οποία πρέπει να
διασωθούν τόσο από την ‘αγωνία του συγγραφέα’ τους όσο και από την ‘αμηχανία
του αναγνώστη’. Η αποσπασματικότητα και δυσκολία των κειμένων του Χειμωνά, σε
συνδυασμό με την μεγαλόπνοη αποστολή ανακεφαλαίωσης της ιστορίας του κόσμου και
της ανθρώπινης ψυχής με ένα ‘τελευταίο βιβλίο’ που αναλαμβάνει, εκθέτει, κατά
την Βούλγαρη, τα κείμενά του στην ατέρμονη μοναξιά της γραφής, η οποία δεν
μπορεί να δημιουργήσει έργο μεγάλο και ολοκληρωμένο στην έσχατη εποχή του
ελάχιστου και αποσπασματικού.
Η ηθική ευθύνη που αναπτύσσεται στο έργο του Χειμωνά αφορά το
χρέος της εξιστόρησης του τρόπου διαμόρφωσης του υποκειμένου τόσο μέσα από τον
Άλλον και τον λακανικό λόγο, όσο και μέσα από την ευθύνη του θανάτου του Άλλου
και του τέλους του λόγου. Η Βούλγαρη προσεγγίζει το έργο του Χειμωνά
συμπληρώνοντας τη φιλολογική του ανάγνωση με δύο καίριες προσεγγίσεις: την
ηθική φιλοσοφία, όπως διαμορφώθηκε υπό την επιρροή του Λεβινάς, ο οποίος
διατύπωσε τον κρίσιμο λόγο της ευθύνης προς τον Άλλο ως θεμέλιο για τη
συγκρότηση της υποκειμενικότητας.
και την ψυχαναλυτική ανάλυση της ανάδυσης του υποκειμένου δια του Άλλου. Εφόσον
ο θάνατος δεν μπορεί ποτέ να γίνει γνωστός, εκπροσωπώντας μία ανεξάλειπτη
ετερότητα, η γραφή του Χειμωνά συντίθεται από ένα υποκείμενο διχασμένο,
αναπόδραστα εγκλωβισμένο στην ετερότητα αυτή.
Το βιβλίο της Βούλγαρη προσεγγίζει ως βασική αρχή της
πεζογραφίας του Χειμωνά το αίτημα της φιλοξενίας που καθορίζει τη σχέση του εγώ
με τον Άλλο και διατρέχει τη γραφή του. Το αίτημα αυτό διατηρείται ως εκκρεμότητα,
λόγω της δυσχέρειας επικοινωνίας και οικειοποίησης του Άλλου. Μία τέτοια
δυσχερής επαφή συγκλίνει με την εμπειρία του ‘τελευταίου ανθρώπου’, η οποία στο
Γάμο κρατά μετέωρη την προοπτική της
ένωσης, ενώ στον Εχθρό του ποιητή
καθιστά οριστική την ξενότητα, που προκύπτει από την εγκατάλειψη της ευθύνης
και της ενοχής. Με δεδομένη την υπόσταση του ‘Άλλου ως ξένου’, η Βούλγαρη
αναπτύσσει μία αποδομητική ανάγνωση του Χειμωνά βασιζόμενη στα αποκειμενικά
χαρακτηριστικά του υποκειμένου, τη βία του συμβολικού λόγου επί του φαντασιακού
σώματος, την συζήτηση περί υπερβολής και περισσεύματος, τη διασπορά και τη
διόγκωση, την προσέγγιση του Υψηλού, και την αμφιθυμία απέναντι στον Άλλο. Η
ξενότητα ως δίωξη, παραβίαση, απεύθυνση και ομηρία, διασπάται από το ηθικό
αίτημα της μεσολάβησης, το οποίο εντέλει αποτελεί προϋπόθεσή της. Εφόσον χωρίς
τον Άλλον το υποκείμενο δεν μπορεί να διαμορφωθεί, το έργο του Χειμωνά χτίζει
μία αντι-μυθιστορηματική κειμενικότητα που παρουσιάζει «σε μορφή συμπυκνωμένη
και ελλειπτική, όσο και ανορθόδοξη, την οδυνηρή και εν πολλοίς τραγική πορεία
του υποκειμένου προς την αυτογνωσία» (87-88). Ο Χειμωνάς, ένας συγγραφέας
πραγματικά δραματικός, ιδιάζων και αμφιλεγόμενος, μοναδικός και μοναχικός ως
προς την ένταξή του στα νεοελληνικά συμφραζόμενα, δημιουργεί έναν κόσμο
ανέφικτων ανταποκρίσεων μεταξύ εαυτού και Άλλου, μάρτυρα της ζωής του ποιητή
και εχθρού του, διατυπώνοντας μέσω της γραφής την ετερότητα του θανάτου και της
αυτοκαταστροφής.
Με σπάνια τόλμη η Βούλγαρη αναλαμβάνει να θέσει μία νέα
προοπτική αντιμετώπισης του απείρως ελκυστικού και προκλητικού κειμενικού
σώματος που δημιούργησε ο Χειμωνάς: μία προοπτική αναγνωστικών συναντήσεων μετά
ή πέραν της ζωής. Καθώς οι άνθρωποι ως φίλοι, εραστές, συγγραφείς ή/και
αναγνώστες συναντούν ο ένας τον άλλον στην ετερότητά τους, μία ετερότητα μη
αναπαραστάσιμη, που υπερβαίνει την οντολογία, η γραφή του Χειμωνά προσφέρει τον
εαυτό της στον χρόνο. Ο Χειμωνάς, ως υποκείμενο των κειμένων του γράφει με μία
υποχρέωση με την οποία είναι δεμένος πριν τη γέννησή του και η οποία ρηγνύει
τον προσωπικό του, εσωτερικό υποκειμενικό χρόνο. Έτσι, διά της γραφής και
ανάγνωσης, ο χρόνος των κειμένων του πηγάζει αρχικά όχι στο Εγώ, αλλά στη
συνάντησή του με το Άλλο ως Άλλο. Η συνάντηση αυτή μας επιτρέπει, κατά τον
Λεβινάς, «να σκεφτούμε το χρόνο κάτω από το σχήμα του ηθικού, κάτω από το σχήμα
της ευθύνης για το άλλο στη μεγαλόθυμη γενναιοδωρία της αγάπης που απαρνείται
την αμοιβαιότητα. Αυτή η ευθύνη δε θεμελιώνεται από την ταυτοχρονία των
δεδομένων της γνώσης, ούτε από την ανταλλαξιμότητα της οικονομικής κοινωνίας».[1]
Επιπλέον, αντικαθιστώντας την διαφωτιστική ηθική στην
διαχείριση του Υψηλού, η ηθική του Λεβινάς επαναφέρει μία αφηγηματικότητα μετά
τον διαφωτισμό και τον μοντερνισμό, προτείνοντας την προσέγγιση του απόλυτου
Άλλου: όχι για να ικανοποιηθεί ένας στόχος (π.χ. συνέπεια, ακρίβεια) ούτε για
να δημιουργηθεί μία νέα υποκειμενικότητα, αλλά για να επιτραπεί η πρόσωπο-με-πρόσωπο
αντιμετώπιση του Άλλου. Αν τροποποιήσουμε φιλολογικά το Άλλο ως κείμενο, η
σχέση μας μαζί του ως αναγνώστες πρέπει να χαρακτηρίζεται πάντοτε από την ενοχή
ότι η ύπαρξή μας εξαρτάται από αυτό. Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς την
αφηγηματικότητα της σχέσης μας με το κείμενο και την παραδοχή ότι η απόλυτη
δικαίωσή μας θα επιφέρει την εξάλειψή του. Τελικά, η γραφή του Χειμωνά αφορά το
ανέφικτο του θανάτου και του τέλους του γράφειν όπως αυτό διατυπώνεται μέσω του
θανάτου του συγγραφέα, της γλώσσας, της εικόνας και του νοήματος, ενός θανάτου
ατέρμονου γιατί είναι αποσπασματικός και μη τελειωτικός. Υπόχρεοι και υπεύθυνοι
για τον Άλλον ως ασθενή, αλλά και για το Άλλο ως κείμενο, παλεύουμε διαρκώς να
αποτρέψουμε την κατάληξη.
Αποτελώντας μία αφήγηση της αγωνίας ενός τελευταίου των
ρομαντικών μοντερνιστών, το μελέτημα της Βούλγαρη υπερβαίνει την ευκολία των
κατατάξεων αλλά και τη ρητορική των μοντερνιστικών αναγνώσεων. Με ύφος εύστοχο,
ακριβές, καίριο, και συγχρόνως πλούσια εκφραστικό, ιχνηλατεί την επιγονική και
δραματική υπόσταση του οράματος του Χειμωνά, προβάλλοντας το ζήτημα της
ανάγνωσης ως το κρισιμότερο για την προσέγγιση λογοτεχνικών προκλήσεων όπως
αυτές του Χειμωνά. Η γραφή του ανέφικτου
απροκατάληπτα αναζητά την υπόσταση του ίδιου του συγγραφέα-ιατρού ως ενδεικτική
της αυτογνωστικής υπευθυνότητας, διάσωσης και ενοχής. Χωρίς γραμματολογικές
περιττολογίες, επιτρέπει το ίδιο το ‘κείμενο’ του Χειμωνά να οδηγήσει την
ανάγνωση στις θεωρητικές επιλογές της, διαμορφώνοντας έναν ακραιφνώς προσωπικό
αναγνωστικό λόγο για το συγγραφικό ήθος. Με απόλυτο έλεγχο της βιβλιογραφίας
τού/για τον Χειμωνά και των προσεγγίσεων που αφορούν το έργο του, σεβόμενη τις
οφειλές της σε προηγούμενες αναγνώσεις, και υπερβαίνοντας τις ευκολίες των
εντάξεων και των γραμματολογικών τοποθετήσεων, η Βούλγαρη προχωρά σε μία
σύνθεση που συστηματικά ανιχνεύει το ‘λόγο του τέλους’ και τη κατασκευή της
υποκειμενικότητας, όπως αυτή αρθρώνεται από τη τα κείμενα του ιδιότυπου και
δύσκολου συγγραφέα. Κυρίως, όμως, δημιουργεί μία ηθική στάση απέναντι στον
ασθενή άνθρωπο και στο σθεναρό κείμενο.
[1] Is It Righteous to Be? Interviews with Emmanuel Levinas, επιμ. Jill Robbins, Stanford, Stanford University Press, 2001, σ.118
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου