ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ
ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ
ΓΚΡΕΓΚ ΤΖΑΚΣΟΝ, Άσωτοι, διηγήματα, μτφρ. Παναγιώτης
Κεχαγιάς, εκδόσεις Αντίποδες, σελ. 304
Αλέξανδρος Λάιος, Μερικές σημειώσεις για την μέρα που πέρασε, 2014-2018, εκτύπωση duratrans, μέταλλο, φωτεινό πάνελ, 65 x 70 x 10 εκ. |
ΓΚΡΕΓΚ ΤΖΑΚΣΟΝ, Άσωτοι, διηγήματα, μτφρ. Παναγιώτης
Κεχαγιάς, εκδόσεις Αντίποδες, σελ. 304
Όλα σχεδόν τα ελληνικά έντυπα και
ψηφιακά μέσα έχουν γράψει γι’ αυτό το βιβλίο, το οποίο πρόκειται σύντομα να
λάβει και το «Βραβείο ξένης λογοτεχνικής φράσης 2017» του literature.gr για τη
φράση «Οι άνθρωποι είναι σφαίρες που
έχουν φύγει από την κάννη του όπλου».
Τι το κάνει τόσο ξεχωριστό; Πιθανότατα, η θαυμαστή και ανεπιτήδευτη ισορροπία
ανάμεσα σε στοιχεία που δύσκολα συμφιλιώνονται, όπως ανάμεσα στον κλασικό
λυρισμό και το μεταμοντέρνο ή ανάμεσα στα πολλά επίπεδα της ζωής και τη
διαβρωτική επίγνωση της έλλειψης νοήματος σε ό,τι την αφορά.
Η εν λόγω έλλειψη και κυρίως η επίγνωσή
της είναι η κινητήρια δύναμη των πρωταγωνιστών στα οκτώ διηγήματα του Τζάκσον:
αυτή επιτάσσει τις αποφάσεις και τις επιλογές τους, αυτή κατευθύνει τη ροή της
ζωής τους. Ακόμη και όταν τους προκαλούν οι συνθήκες ή αυτό που αποκαλούμε μοίρα,
εκείνοι τους γυρνούν επιδεικτικά την πλάτη: πάνε κατευθείαν στην καρδιά του
τυφώνα («Δυναμικές στη θύελλα»), γίνονται μπογιατζήδες προκειμένου να κερδίσουν
χρήματα και να μπορέσουν να φύγουν για τη Νότιο Αμερική («Καλοκαίρι 1984»),
υποδύονται τους διάσημους τενίστες σε ένα γκέιμ με ρακέτα χωρίς όμως μπαλάκι
(«Σερβίς και βολέ, κοντά στο Βισί»), καταναλώνουν άκριτα διαφόρων ειδών
ναρκωτικά («Ο Βάγκνερ στην έρημο») και γενικά υπονομεύουν την ίδια τους την ύπαρξη
– σε όλα τα επίπεδα.
Ο Τζάκσον δεν είναι καθόλου φειδωλός
στην αποκάλυψη των σκέψεων των ηρώων ή των αντι-ηρώων του, αντιθέτως είναι
μαξιμαλιστής: στοχασμοί, φόβοι, κίνητρα, όλα συζητούνται και αποκαλύπτονται,
δημιουργώντας στο κείμενο μια περαιτέρω διάσταση που περιελίσσεται γύρω από τις
τυπικές τις αφήγησης σαν ένας αόρατος έλικας, τις βαθαίνει και τις μεταλλάσσει.
Σε αυτό, ο Τζάκσον θυμίζει αρκετά τον Γερμανό συγγραφέα Ζέμπαλντ (ο οποίος τον
έχει επηρεάσει, όπως ο ίδιος παραδέχεται σε συνέντευξή του στην The Guardian τον Οκτώβριο του 2016) που αρέσκεται στις
αφηγήσεις γύρω από τις αφηγήσεις, δημιουργώντας κείμενα πολυδιάστατα όπου το
νήμα της κεντρικής ιστορίας σχεδόν χάνεται, επιχωματωμένο από τις πάμπολλες άλλες
που αναπτύσσονται γύρω από αυτό, καθιστώντας το τελικά διάτρητο.
Η απελπισμένη αναζήτηση νοήματος είναι
αυτή που κάνει τους ήρωες του βιβλίου του Τζάκσον άσωτους: το γεγονός ότι δεν
μπορούν τελικά να βρουν τη σωτηρία και, μαζί με αυτήν, δεν μπορούν να βρουν την
ταυτότητά τους. Χωρίς τρόπο να μάθουν τελεσίδικα ποιοι είναι ή να διακρίνουν τι
είναι αληθινό γύρω τους, ζουν σε έναν κόσμο όπου η πραγματικότητα μοιάζει κρυπτογραφημένη
σε έναν κώδικα που πρέπει πάση θυσία να διαβαστεί.
Μολονότι δεν είναι υπαρξιακός, ο
Τζάκσον ασχολείται πολύ με την αίσθηση ότι υπάρχει μια πλευρά της ζωής που υπερβαίνει
το καθημερινό, καθαρά πρακτικό επίπεδο και που συνδέεται άμεσα με την αίσθηση
της μοναξιάς η οποία διακατέχει τον σύγχρονο άνθρωπο, αποξενώνοντάς τον από τον
περίγυρό του. Δημιουργεί έτσι συστηματικά αβέβαιους χαρακτήρες, οι οποίοι
απαντώνται συχνά στον ρόλο αυλικών στην αυλή κάποιου ισχυρότερου από αυτούς (τουλάχιστον
στα πέντε από τα οκτώ διηγήματα της συλλογής), αναδεικνύοντας την αναπόδραστη
πολυπλοκότητα της προσωπικής τους συνθήκης, καθώς προσπαθούν με κάθε τρόπο να
δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους: πραγματώνοντας μια υπέρβαση, αποκτώντας μια φευγαλέα
αίσθηση αυτοπραγμάτωσης ή απλώς κάνοντας μια μικρή διαφορά, διά των ναρκωτικών
ή άλλων μέσων. Οι υπερβάσεις όμως είναι γλυκόπικρες, ιδίως όταν είναι τεχνητές:
καθώς είναι καταδικασμένες να μην έχουν διάρκεια, εμπεριέχουν την επίγνωση του
ίδιου τους του εφήμερου χαρακτήρα.
Η παραβολή του ασώτου, έτσι όπως
φαίνεται να την έχει ερμηνεύσει ο Γκρεγκ Τζάκσον, κρύβει πολλά περισσότερα από
την απλή ανυπακοή ενός γιου προς τον πατέρα του: κρύβει την ανικανότητα του
σύγχρονου ανθρώπου να ενταχθεί ομαλά σε μια ζωή που του επιβάλλεται από τη
γέννησή του, αλλά και την ενοχλητική αίσθηση ότι το (όποιο) κληρονομικό του προνόμιο
δεν έχει κερδηθεί άξια. Υπό αυτήν την έννοια, η φυγή του ασώτου από την πατρική
εστία μπορεί να μην είναι απολύτως αναμενόμενη σε ψυχολογικούς όρους, είναι
όμως απολύτως έντιμη.
Όλοι οι χαρακτήρες της συλλογής
παλεύουν με την επιτακτικότητα για νόημα, την ανάγκη τους για άλλους ανθρώπους
και ταυτόχρονα την απέχθειά τους γι΄αυτούς, αποδομώντας τους εαυτούς τους στην
πορεία – ακριβώς όπως επιτάσσει η
εντιμότητα. Από την άλλη, η συμπάθεια -αν όχι η τρυφερότητα- με την οποία τους περιβάλλει
ο Τζάκσον, μας ενθαρρύνει να ελπίζουμε στη συγχώρεση που είναι η κατάληξη της
συγκεκριμένης παραβολής. Ίσως τελικά αυτή να είναι το ύψιστο νόημα.
Η Χριστίνα Λιναρδάκη είναι φιλόλογος-μεταφράστρια
http://stigmalogou.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου