29/7/18

Επιστολές στον Γκιόρκι Κόριμ

Νικολέττα Κατσαμπέρη, Corn

ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΓΚΑΝΙΔΟΥ

[3η]

Ακούω μέρες ένα ποδοβολητό, πνιχτό από τα σύννεφα, σαν να πατούν γυμνές πατούσες σε χαλί. Μόλις χθες βράδυ σε κατάλαβα. Σε είδα, δηλαδή, που κάθισες ξεπνοïσμένος να πάρεις μιαν ανάσα και να δεις  πώς είναι τώρα πια το λίκνο σου, εγώ. Ας μην έμπαινες στον κόπο, χαρά μου να σου μιλήσω άλλη μια φορά κι ας είναι και για μένα. Δεν έχω δαντελένιες άκρες και μετάξι, ένα συνηθισμένο σώμα είμαι, μπάμπουσκα που της φεύγουν οι μέσα της υπάρξεις και της λείπουν. Πρέπει να το αντιληφθείς πως το κενό που άφησες σιγά σιγά ρηχαίνει. Ή μήπως αυτό ακριβώς είναι που δεν θέλεις; Μήπως θέλεις να μείνει ανέγγιχτο για να μπορείς όποτε θέλεις να πάρεις την παλιά σου θέση, Κόριμ; Γι’ αυτό έρχεσαι αθόρυβα; Και το καπέλο που κατέβασες ως τα μάτια σου δεν έφτανε για να σε κρύψει, καημένε μου. Σχεδόν σε μυρίζω, το ξέρεις. Μόνο τον προηγούμενο χειμώνα με ξάφνιασες, όταν κατέβαινες ρεμβαστικά από τον Βορρά στην Εθνική, απορροφώντας όλους τους θορύβους, έφερνες μια παγωμένη ανάσα από τις Άλπεις και το χιονισμένο Μπέλλες κι ήσουν ξεδιπλωμένος ως τον ουρανό και ωραίος, θεέ μου πόσο ωραίος, συμπαγής και νηφάλιος, ήρεμος. Σχεδόν συναγωνίστηκες τον ήλιο που έδυε. Ατόφιος. Μου κόπηκε η ανάσα. Ευγνωμονούσα τη ζωή μου που μπόρεσα να σε δω ακόμα μια φορά, έτσι όπως ονειρεύτηκες όταν ήσουνα πλευρό μου. Ολάνοιχτη, ξεκλείδωτη, με καθήλωσες, έτσι όπως συνεννοήθηκες με τα γεράκια να σχηματίσουν αψίδα με τα φτερά τους για να περάσεις, μεγαλοπρεπής, παλίρροια δυνατή σε βράδυ πανσελήνου όρμησες και πήρες την παλιά σου θέση μέσα μου και σώπασα. Σώπασα. Πόσο μας κράτησες σ’ αυτήν την αυτοκρατορική σιωπή δεν ξέρω. Τα δέντρα πάντως πέταξαν τα φυλλαράκια τους, οι τσαλαπετεινοί γύρισαν γερασμένοι και γω σχεδόν συμφιλιώνομαι με την νέα μας ύπαρξη.

Οπωσδήποτε, το ποδοβολητό σου με γυμνές  πατούσες στα σύννεφα με ησυχάζει. Όχι, όχι Κόριμ, καθόλου δεν μ’ ενοχλεί. Ίσα ίσα, ακόμα κι όταν μου διακόπτει την ησυχία ή τον ύπνο είναι καλοδεχούμενο, γιατί τι άλλο να περιμένει κανείς για να μυρίσει λίγο ύμνο χωματένιο, να πιάσει λίγο στα πεπερασμένα χέρια μας εύπλαστη την  πραγματικότητα, σαν πλαστελίνη; Είναι καλοδεχούμενο το ποδοβολητό σου το πνιχτό, γιατί μου φέρνεις πίσω το ζεστό αγρίμι που ήμασταν. Αγαπημένε μου Κόριμ, αγαπημένε…
Αναρωτιέμαι αν πρόσεξες ποτέ σε ποιο πόδι στηρίζομαι όταν σου μιλώ. Αν πρόσεξες ποτέ τις αλλαγές που παρουσιάζει η φωνή στην ταχύτητα, στη χροιά, στις λέξεις που διαλέγει, στην πυκνότητα και στη δύναμη ανάλογα με το πόδι στο οποίο στηρίζεται αυτός που μιλά. Όταν στηρίζεται στο αριστερό, συνήθως έχει μια κάπως ψυχρή απόσταση και θυμό η φωνή του. Κρυφό ή όχι. Όταν στηρίζεται στο δεξί είναι η έγνοια για τον άλλον που χρωματίζει τα λόγια του . Μάλλον δεν το πρόσεξες, ε; Θλίβομαι, Κόριμ. Να πρέπει να σου θυμίσω πως οι λεπτομέρειες κρατούν την ένωσή μας ζώσα. Από την άλλη, ευτυχώς που δεν το πρόσεξες, γλυκέ μου, αφού έχω κάτι ακόμα να σου πω. Ίσως μπορείς να φανταστείς, λοιπόν,  πως όταν στεκόμαστε στα δυο μας πόδια συνήθως σωπαίνουμε. Συνήθως, λέω, μην το παίρνεις ως απόλυτο. Συνήθως. ( Ακόμα κι όταν αμυνόμαστε, οπότε σκύβουμε και λίγο.)  Σωπαίνουμε, λοιπόν, συνήθως και μάλλον απόμερα. Μόνοι μας ή απέναντι σε κάποιον άλλον. Ατμός ανεβαίνει μέσα μας η ρέμβη. Ζούμε σε μια αμνιακή σιωπή, απόλυτη και ευάλωτη συγχρόνως. Απόλυτα θρεπτική σιωπή, εσύ το ξέρεις πολύ καλά αυτό, ε; Πώς αλλιώς θα μεταβολιζόταν μέσα σου η Ευρώπη, σχεδόν ο κόσμος όλος; Βιάστηκες λίγο, βέβαια, ίσως και όχι, αλλά ήθελα να σε τσιμπούσαν λίγο παραπάνω οι γερακίσιες κραυγές, τα τρε-τρε-τερετίσματα των πουλιών, το σφύριγμα των τρένων και των καλαμιών, η ησυχία των καναλιών, οι ξαπλωμένοι ολόγυμνοι δρόμοι του κάμπου. Είχες μια δυσανεξία σ’ αυτά, το αναγνωρίζω, αλλά δεν προσπάθησες και να τα νοστιμευτείς. Όχι, δεν θα σε κρατούσα ζωντανό μόνο μ’ αυτά. Με αδικείς. Στο βεβαιώνει ο αναστεναγμός των πάγων στα πλευρά μου. Δεν πειράζει, καλέ μου, δεν πειράζει. Να που γυρνάς πάλι και πάλι και κορφολογάς όσα στερήθηκες ή σου στέρησα. Να σε κακίζω; Θα αστειεύεσαι. Σε λατρεύω. Πόσες φορές θα σου το πω. Οπότε, ναι, θα μιλάμε ακόμα για καιρό, θέλω να πιστεύω.
Το λίκνο σου

*Γκιόρκι Κόριμ: Ήρωας του Πόλεμος και Πόλεμος του Λάσλο Κρασναχορκάι [στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις]

Δεν υπάρχουν σχόλια: