ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΣΩ, Αγία
Ιωάννα. Θεατρικό χρονικό, μτφρ. Γεώργιος Χ. Καλογεράκης, εκδόσεις Ηριδανός,
2017
ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΣΩ, Ο Δον
Ζουάν στην κόλαση. Μια κωμωδία και φιλοσοφία, μτφρ. Γεώργιος Χ.
Καλογεράκης, εκδόσεις Ηριδανός, 2018
Φωτογραφίες με τις μορφές της Έλλης Λαμπέτη, της Αντιγόνης Βαλάκου
και της Βάσως Μανωλίδου δελεάζουν τον φιλαναγνώστη θεατρόφιλο για τον τρόπο που
οι πρωταγωνίστριες ενσάρκωσαν (1966, 1981, 1951, αντίστοιχα) στην ελληνική
σκηνή την μορφή της Αγία Ιωάννας στο
ομώνυμο έργο (Saint Joan, 1923) του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω.
Η συμπερίληψη στην πολύτομη και χρήσιμη θεατρική σειρά των
εκδόσεων «Ηριδανός» του πιο ξεχωριστού στην εργογραφία του ιρλανδού συγγραφέα
ομότιτλου έργου καθιστά διαθέσιμη στο αναγνωστικό κοινό την έντυπη εκδοχή, σε
νέα μετάφραση από τον Γεώργιο Χ. Καλογεράκη. Το ίδιο έργο είχαν μεταφράσει ο
Δ.Σ. Δεβάρης (1937) για το «Καινούργιο Θέατρο», ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης
(1951) για το Εθνικό Θέατρο και ο Γιώργος Σεβαστίκογλου (1966) για το θίασο
Έλλης Λαμπέτη. Μετά την προ πολλού εξαντλημένη μοναδική παλαιά έκδοση
[Μπέρναρντ Σω, Αγία Ιωάννα. Θεατρικό
χρονικό, μτφρ. Δημήτρης Κωνσταντινίδης, Αθήναι: Γαλλικαί εκδόσεις Βergadi,
1951], η νέα μετάφραση έρχεται να διορθώσει παρανοήσεις και να καλύψει τις
σημερινές αναγνωστικές μας απαιτήσεις. Παρότι ο συγγραφέας υπήρξε σκηνικά δημοφιλής,
είναι περιορισμένα τα έργα από το ευρύ θεατρικό του corpus
που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα.
Έτσι η ταυτόχρονη σχεδόν έκδοση και ενός άλλου τόμου, με την
υπογραφή του ίδιου μεταφραστή, με τίτλο Ο
Δον Ζουάν στην κόλαση. Μια κωμωδία και φιλοσοφία μόνο ευπρόσδεκτη είναι στο
βαθμό, μάλιστα, που αποτελεί και προσθήκη στις προσεγγίσεις του καλλιτεχνικού
δονζουανισμού. Η αυτονομημένη τρίτη πράξη προέρχεται από το άπαξ παιγμένο
(1947) στο Εθνικό θέατρο, Άνθρωπος και
υπεράνθρωπος (1903), σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη και με πρωταγωνιστή το
Δημήτρη Χορν. Οι επιμελημένες εκδόσεις των έργων περιλαμβάνουν, σε ακριβείς αποδόσεις,
εκτενείς προλόγους (Αγία Ιωάννα, σσ.
9-91) και επιστολές του Σω (Ο Δον Ζουάν
στην κόλαση, σσ. 103-117), όπου διαβάζουμε αποκαλυπτικά σχόλια για τη
στοχοθεσία του συγγραφέα, ενώ συμπληρώνονται και με ευπρόσδεκτες, εκτενείς ή
συντομότερες, κατατοπιστικές εισαγωγές του μεταφραστή. Αν ο εκτενής πρόλογος του
πρώτου δράματος, ισάξιος σε διαύγεια, ακρίβεια και τόλμη με τα ρομαντικά και
νατουραλιστικά μανιφέστα του Ουγκό (Ερνάνης)
και του Στρίντμπεργκ (Δεσποινίς Ζιλί),
μάς παρουσιάζει το πλήρες ιδεολογικό σχήμα του Σω, στη δεύτερη έκδοση η
απομόνωση μιας ενότητας ως μεταμοντέρνας αφετηρίας επιλογή ωθεί σε διακειμενικές
αναγνώσεις του πανευρωπαϊκού μύθου.
Ο κορακοζώητος Σω (1856-1950) με το εκτενές σε όγκο κριτικό και
δραματουργικό έργο, ενισχυμένο, μάλιστα, από μια καλλιεργημένη δημόσια εικόνα
και ένα πηγαίο ταλέντο ικανό για αμφισβήτηση, κατέλαβε κεντρική θέση στην
εξέλιξη του σύγχρονου θεάτρου και διότι μετέφερε και ανέπτυξε επί σκηνής πολιτικά,
κοινωνικά και θρησκευτικά θέματα. Ακολουθώντας το μοντέλο γραφής του Νορβηγού
συγγραφέα Ίψεν, τον οποίο ο Σω θαύμαζε (βλ. και τη μελέτη Η πεμπτουσία του ιψενισμού), αποφάσισε να καταπιαστεί με τους τρόπους
που η καθημερινή ζωή των ανθρώπων επηρεάζεται από πολιτικά γεγονότα και να τους
περιγράψει με δραματουργικές μεθόδους όπου το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο διάλογο
και όχι στις εντυπωσιοθηρικές σκηνικές δράσεις. Ίσως γι’ αυτό το λόγο και
παρότι το πρώτο θεατρικό έργο του Σω που θα γνωρίσει η ελληνική σκηνή με τον
τίτλο Ο απωλεσθείς πατήρ [Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις] παίζεται από
το θίασο του Θωμά Οικονόμου ήδη στα 1907, η σκηνική πρόσληψη του Σω θα
συνδεθεί, κυρίως, με πρωταγωνιστικούς θιάσους: ενδεικτικά, Μαρίκα Κοτοπούλη και
Κυβέλη (Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν,
1932), Κοτοπούλη, (Κάντιντα, 1938), Κατερίνα Ανδρεάδη (Πυγμαλίων-1939, Ο άνθρωπος και τα όπλα-1945), Μαίρη Αρώνη (Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν, 1966 και Η μελαχρινή κυρία των σονέτων, 1977), Αλίκη Βουγιουκλάκη (Ωραία
μου κυρία-1959, Καίσαρ και Κλεοπάτρα-1962),
Κάτια Δανδουλάκη (Ο άνθρωπος και τα όπλα,
1980), Νόνικα Γαληνέα (Η εκατομμυριούχος, 2009).
Ο Σω εκτιμά ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την υπονόμευση
των παραπλανητικών κοινωνικών αξιών προϋποθέτει το αφυπνιστικό σοκ που
εκφράζεται με την υπονόμευση της γενικά αποδεκτής δραματικής φόρμας. Τα έργα
του Σω παρουσιάζονται ως ειρωνικής χροιάς ακριβείς περιγραφές της
πραγματικότητας με την αξιοποίηση σατιρικών πορτραίτων βασισμένων σε
αναγνωρίσιμους ανθρώπους. Οι δαρβινικές θεωρίες βάσει των οποίων το περιβάλλον
καθορίζει την προσωπικότητα του ατόμου και οι πολιτικές μεταβολές σε συσχετισμό
με την ανθρώπινη φύση είναι στο επίκεντρο των προβληματισμών του Σω: συγκρούσεις
μεταξύ των εθνών, ελεγκτικοί μηχανισμοί της εξουσίας, μισαλλοδοξία και επιβολή μέσω
«εγκλημάτων».
Στα έργα του Σω ριζοσπαστικές αποκαλύψεις για συγκαλυμμένες
συνεργασίες, υποψίες και συμπτώσεις, εξελίσσουν τη δράση και ικανοποιούν την
ανάγκη του κοινού για εκπλήξεις, αν και αυτά τα έργα είναι ρητά σχεδιασμένα ως
λογοτεχνικό αντίδοτο στις απλουστεύσεις του μελοδράματος. Τα πρώιμα έργα του Σω
περιγράφηκαν ως «δυσάρεστα» γιατί μέσα από ευφυείς στρατηγικές ανάγκαζαν το
κοινό να αναρωτηθεί για την ισχύ και το κύρος των προσωπικών τους πιστεύω. Έχοντας δημιουργήσει ένα μέτρο
σταθερότητας στην ένταση μεταξύ των δυο συγκρουόμενων απόψεων και επιτύχει,
παράλληλα, ένα ρήγμα στη στενόμυαλη
αντίληψη του κοινού, ο Σω αποκαλύπτει τα στρώματα υποκρισίας σε μια καπιταλιστικά
οργανωμένη κοινωνία. Αν και το διπολικό πλαίσιο καλού/κακού παραμένει ενεργό, σύμφωνα
με το δανεισμένο από τον Όσκαρ Ουάιλντ μοτίβο της «αντιστροφής», οι στερεότυποι
δραματουργικοί χαρακτήρες είτε αποδεικνύονται διαφορετικοί από την αρχική τους
εικόνα είτε αξιοποιούνται για να υπονομευθούν και να βληθούν μεμπτές κοινωνικές
συμπεριφορές.
Πέντε χρόνια πριν την αριστουργηματική ταινία του Καρλ Ντράγιερ Jeanne
d'Arc lidelse og død (1928) και
είκοσι πριν τον Κορυδαλλό (L’
Alouette) του Ζαν Ανούιγ, ο ρασιοναλιστής ιρλανδός, αναλύοντας
αξιοσημείωτα γεγονότα του βίου της χωριατοπούλας που διοίκησε έναν στρατό
ενάντια στους άγγλους και τη δίκη της για αίρεση και μαγεία, περιγράφει τη συντριβή
της κατά τη διαμάχη κράτους και εκκλησίας, αλλά και τις εκφάνσεις του εθνικισμού
και του προτεσταντισμού, με στόχο να ερμηνεύσει τις ιστορικές δυνάμεις της δεδομένης
στιγμής και τη φύση της φεουδαρχίας. Στην Αγία
Ιωάννα ο Σω εξελίσσει τις καινοτομίες του Ίψεν: στο καλοφτιαγμένο έργο
(έκθεση-σύγκρουση-ανάπτυξη-κρίση-λύση), η λύση υποκαθίσταται από την συζήτηση.
Παράλληλα ο συγγραφέας επιχειρεί να ανατρέψει προγενέστερες και πολύ
διαφορετικές θεατρικές αναπαραστάσεις της Ιωάννας: υβριστικές (Σέξπιρ),
παρωδιακές (Βολταίρος), μυθιστορηματικές (Σίλλερ, Τουέιν). Το «θεατρικό χρονικό»
του φωτίζει με δίκαιο τρόπο τόσο τους μηχανισμούς της καθολικής εκκλησίας όσο και
την υπεροπτική πεποίθηση της Ιωάννας. Απέναντι σε μια διαγραμματική πολιτική
ανάλυση, ο χαρακτηρισμένος ως περιττός και υπερδραματικός επίλογος του έργου παρουσιάζει
την Ιωάννα φτιαγμένη από την ίδια λογοτεχνική στόφα με τις θεατρικές μορφές του
Ιησού και του Σωκράτη: οι δραστηριότητες, η ηθική ανωτερότητα και η ηθική της κράση
την καθιστούν ενοχλητική για τις αρχές και την εξουσία (δεισιδαιμονία και βία).
Η προφορική ή ακόμα καλύτερα διαλεκτική εστίαση του δράματος καθιστά σαφή την
προτίμηση του συγγραφέα για ένα «θέατρο ιδεών» παρά συμβάντων, για ένα
ορθολογιστικό θέατρο, σκοπός του οποίου είναι να ενεργοποιήσει το θεατρικό
κοινό.
Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του
Πανεπιστημίου Πατρών
Έργο του Αντώνη Σταμπέλου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου