15/7/18

Βορειοδυτικά … πάντα ξημερώνει


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ Ν. ΨΑΧΟΥ

Φωτογραφία του Κώστα Καραμολέγκου


ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΑΡΚΑΔΗΣ, Μελισσόχορτο, Μελάνι, Αθήνα 2017

Το Μελισσόχορτο της ποίησης του Γιάννη Ζαρκάδη, κουβαλώντας τις μυρωδιές της ελληνικής γης και τις πλούσιες ιδιότητες του ταπεινού βότανου που καταπραΰνει τον πόνο και την θλίψη, αξιοποιώντας τη γλώσσα των αισθήσεων των σωματικών ποιητών,  έρχεται να απαλύνει το άλγος της σύγχρονης ανθρώπινης περιπέτειας ως εξορίας από τον γενέθλιο τόπο, αλλά και ως  επώδυνης προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Παραπέμπει στις καταγωγικές αφετηρίες του ποιητικού λόγου του κλινικά ηπειρώτη[1]  ποιητή, στη βιωματική σχέση του με τη δημοτική παράδοση, υπενθυμίζοντας την παρηγορητική, με τους καβαφικούς όρους, λειτουργία της Τέχνης της Ποιήσεως.
Η ποιητική μυθολογία και η γλώσσα του, ένας πλούσιος κώδικας συμβόλων και σημείων της μορφολογίας, της χλωρίδας και της πανίδας της ηπειρωτικής πατρίδας που συνθέτoυν την αλληγορία της φύσης, κυρίαρχο χαρακτηριστικό της συλλογής, προσδιορίζουν την ευδιάκριτη ποιητική του ταυτότητα, εντάσσοντας τον στην «κομπανία μιας χερσαίας και ορεσίβιας ποιητικής, που γενάρχης της θα μπορούσε να αποκληθεί ο σημαντικότατος Εδεσσαίος ποιητής Μάρκος Μέσκος»[2] κατά τον Μ. Γκανά. Μέσω μιας γόνιμης διαλεκτικής με ομοτέχνους της ελληνικής ενδοχώρας διασώζει το ατομικό βίωμα μετέχοντας ταυτόχρονα στο συλλογικό αποτύπωμα ενός συγκεκριμένου ιστορικού χωροχρόνου, επιστρέφοντας με ευαισθησία και πολιτική συνείδηση εναργή στην πονεμένη εμφυλιακή περίοδο, μεταπλάθοντας το ιστορικό τραύμα της διαμεσολαβημένης εμπειρίας σε ποιητικό μύθο σύμφυτο της ποιητικής του ιδιότητας. Υπερασπίζεται το απωλεσθέν αίσθημα της ελληνικότητας στην εικόνα των ερημωμένων ελληνικών χωριών, αλλά και των σύγχρονων πολιτειών της βίαιης αστικοποίησης των αρχών του ‘60  και της αμφιλεγόμενης παγκοσμιοποίησης του 21ου αιώνα.

Ανανεώνει την προσέγγιση του γενέθλιου τόπου μέσω της διαλεκτικής Ιστορίας-μικροϊστορίας με ένα αμφίρροπο ζύγισμα χαρμολύπης, ποιητικού ρεαλισμού και εναργούς ιστορικής μνήμης, με αναγωγικές  προβολές  στο ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο και κυρίαρχη την ισχυρή αντίσταση σε κάθε μορφή απόσβεσής του. Με τη γλώσσα της επιστήμης της βιολογίας ως μεταγλώσσας διευρύνει τους συνδηλωτικούς ορίζοντες του ποιητικού του λόγου χρωματίζοντας τον υφολογικά, ενώ σε συνδυασμό με τα γλωσσικά χαρακτηριστικά εντοπιότητας θέτει διακριτά  όρια ιδεολογικής και αισθητικής ταυτότητας που χτίζουν γέφυρες με το παρόν και το μέλλον, προτείνοντας μια νέα σύνθεση της αυθεντικότητας. Οι έννοιες του πολιτικού και του κοινωνικού ανανεώνονται και εμπλουτίζονται δίνοντας στον υπαρξιακό αναστοχασμό και την εσωτερική αγωνία νέο βάθος μέσα από την αμοιβαία αλληλοπεριχώρησή τους. Έτσι, σε μια ενδιαφέρουσα διαλεκτική ανταπόκριση με το ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου «Πού είναι τα πουλιά;», θα συνεχίσει την διελκυστίνδα του Μ. Γκανά  από την  συλλογή Άψινθος με το σύγχρονο προβληματισμό να οξύνεται δραματικά: «Και πού να βρεις πουλιά κανονικά/ . . .Πουλιά να μην πεινάνε». Καταθέτει την έκπτωση, την υποκρισία και την ένδεια των καιρών μας, ενώ με τον ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό απόηχο κρυμμένο στην απογοήτευση  για τον εκπεσμό του ανθρώπου και την απανθρωποποίηση, θα αναζητήσει την επιστροφή στην αλήθεια και την γνησιότητα με ένα  τρόπο παράδοξο κι ανατρεπτικό: «Σε ψάχνω παντού/ άοπλος κι αθώος/έρχομαι μικρόβιό μου/καταπάνω σου/τον πυρετό μου ν΄ανεβάσεις/να μ΄αρρωστήσεις λίγο./Να μπω σε λήθαργο/ να θυμηθώ πώς είναι/ άνθρωπος να ΄σαι». Και στο Μελισσόχορτο η ποίησή του κυριαρχείται από τη συνειδητοποίηση των συντριπτικών αλλαγών που συντελούνται καταστρέφοντας ό,τι όμορφο έχει απομείνει γύρω μας και μέσα μας. Ήδη στο πρώτο ποίημα, με έντονη απολογητική διάθεση, ομολογιακό ύφος και αίσθημα συνευθύνης για μιαν απώλεια απρόσμενη κι οδυνηρή μέσα από μιαν ακολουθία ρημάτων παράδοσης( Έδωσα, μαρτύρησα, έδειξα, πρόδωσα, έσπασα)  και την κυρίαρχη ισοτοπία των πολύτιμων απωλεσθέντων της φύσης (βουνά, μαύρη ελάτη, λύκοι, πηγές, ποτάμια, αητοφωλιές, αηδόνια, σαλιγκαρότοποι, αρχαία μονοπάτια της χελώνας, γέφυρες με ζωντανούς κι εντοιχισμένους), συνθέτει την αλληγορία της σύγχρονης ήττας και την τραγικότητα του στοχαστικού ανθρώπου: « Έδωσα τα βουνά/ τη μαύρη ελάτη/ . . . / Νύχτες ολόκληρες, τις πρόδωσα/εκεί, που ξημερώνανε οι ομορφιές/ τα σήκωσα τα μάνταλα και  μπήκανε/ . . /Έσπασα, ναι το ομολογώ,/ κι άφησα να μου πάρουνε τα μέσα/ κρατώντας μάταια τον  σκοπό». Την εικόνα της επέλασης και την ορφάνια του σύγχρονου ανθρώπου θα αποδώσει και η αλληγορία  του μελισσιού, εξαιρετικά οικείο σύμβολο στην ποίηση του Ζαρκάδη, στο ποίημα με τίτλο «Το μελίσσι». Αντιπροσωπευτικό της ιδεολογικής και αισθητικής υπόστασης όλης της συλλογής, αφηγείται με έντονη δραματικότητα το  απρόσμενο φονικό ενός μελισσιού από τους μελισσοφάγους μιαν όμορφη, συνηθισμένη μέρα. Με παραστατικούς τρόπους που συχνά παραπέμπουν σε  ήχους και ρυθμούς του δημοτικού τραγουδιού, χαρακτηριστικό της ποίησης του ως φορέα της παράδοσης κι όχι ως διαμεσολαβητή, κερδίζει τη μουσικότητα και την υφολογική ποικιλία αξιοποιώντας την επανάληψη, τη μεταφορά κι άλλοτε τον στακάτο λόγο για να ξετυλίξει την ιστορία του, σαν μια σύγχρονη εκδοχή παραλογής, παντεπόπτης ποιητικός αφηγητής ενός δράματος: «Ώρες, ώρες πολλές το φονικό/δεν γύρισε κανένα./ Κόκκινα, κόκκινα τα λουλούδια βάφτηκαν/ και πήγαινε η ώρα να νυχτώσει./ Στον κήπο η μέρα έτρεμε/ η νύχτα την παρηγορούσε./ Κοκαλωμένη κι άλαλη/ μελισσοβότανο έτριβε/ τα κρύα να ζεστάνει διαμερίσματα/ τον ορφανό τον γόνο στα κελιά/ και το βουβό το μέλι να γλυκάνει».
Άλλοτε πάλι με πρωτοπρόσωπο, βιωματικό ποιητικό αφηγητή, ή με λόγο πολυφωνικό, που επιτρέπει να ακουστούν τα πρόσωπα που ζουν στα κείμενα,   μοιράζεται σε καταβυθίσεις στο παρελθόν, νοσταλγικές ή επώδυνες επιστροφές σε χώρους επικίνδυνους και σε αναστοχαστικές βυθομετρήσεις του παρόντος, πλέκοντας τες σε ένα αδιατάρακτο  χρονικό συνεχές αντίστοιχο της ζωής και της ανθρώπινης ψυχής.  Στις «Μέρες του ΄46» και «Εξήντα χρόνια μετά», ποίημα όχι τυχαία αφιερωμένο στον Χριστόφορο Μηλιώνη, συντοπίτη του πεζογράφο των δίσεκτων  χρόνων, επιστρέφει στις  μέρες του εμφυλίου για να αποτυπώσει μέσα από μικροϊστορίες το δράμα των κυνηγημένων. Η αφηγηματική λεπτομέρεια της ποιητικής μυθοπλασίας συμπυκνώνει το καθολικό δράμα των ανθρώπων. Όπως και στις προηγούμενες συλλογές συνεχίζει να επιστρέφει στο Πόποβο. Στο ομότιτλο του τόπου ποίημα τώρα πια ο Δήμο Τσιάκος και οι άλλοι δεν συχνάζουν στο καφενείο, όπως στο ποίημα «Βράδυ στο Πόποβο» της πρώτης του συλλογής του,  αφού όλα έχουν αλλάξει κάτω από τον ίδιο ουρανό και το Πόποβο είναι πλέον ένα χωριό φάντασμα «σαν ταρσανάς /που σκάλωσε πάνω στην  πλαγιά/μετά τον κατακλυσμό/ όταν τα ύδατα υποχώρησαν». Η ερήμωση και η εγκατάλειψη της ελληνικής ενδοχώρας είναι γεγονός, αλλά η ποίηση  λειτουργώντας ως θεματοφύλακας της μνήμης της ζωής της διεκδικεί τη δικαίωση. Στο Μελισσόχορτο ο χρόνος που έχει κυλήσει, ιστορικός και προσωπικός, έχει βαθύνει τα όρια της ωριμότητας και της αποδοχής του αναπόφευγου διευρύνοντας τα όρια της ψυχικής δύναμης. Αν στην Αχερουσία μνήμη: « Δεν έμπαινε στον ύπνο κι ας κοιμόταν·  δεν άντεχε τον προσηλυτισμό του χάρου» τώρα πια υπόσχεται τη στωική συμφιλίωσή μαζί του ως κατοχύρωση της ελευθερίας του: « Δεν θα τον αφήσω μόνον τον θάνατο/θα του κάνω παρέα/να χαίρεται κι αυτός/να’ χει κάποιον δικό του/ζωντανόν./ Θα  του πιάνω το χέρι/θα του κουβεντιάζω/. . ./θα του δακρύζω/θα του ονειρεύομαι/θα του αγαπάω». Στην ποίηση του Ζαρκάδη ο θάνατος αναμετριέται στη δύναμη με τον Έρωτα κατά το Σολωμικό Μόλις είν΄ έτσι δυνατός ο Έρωτας κι ο Χάρος, κι αυτό θα το αναδείξει σε μιαν ακόμα ιδιότυπη παραλογή του  όπου θα αφηγηθεί ποιητικά τη συνάντηση των δυο αδελφών, του Έρωτα και του Θανάτου, ενώ δεν θα διστάσει να ορίσει τον έρωτα σαν αντιγόνο/ σε ένα αθώο ανοσοποιητικό σύστημα, προκαλώντας τις ειδικές μας γνώσεις για την ερμηνευτική προσέγγιση.
Ο εικονοπλαστικός μηχανισμός, έλλογος και άλογος, υπηρετεί την εικαστική ποιητική αφήγηση με σύμβολα που  καταθέτουν το αμφίθυμο αίσθημα της απώλειας, αλλά και της αισιόδοξης προοπτικής που κυοφορείται στην ανατροπή που φέρνει η Άνοιξη η οποία υπάρχει μέσα σε κάθε χειμώνα και σηματοδοτεί τη δύναμη της ζωής. Την ελεγεία του ρεαλισμού πλαισιώνει ο δυναμισμός της προοπτικής και η βεβαιότητα της ελπίδας: «Δεν ήταν/ ότι δεν τον είχε προειδοποιήσει/ η άνοιξη./ Σημάδια να δουν τα μάτια σου/ όπου κρυψώνα και ραβασάκι./ . . . / Πού πήγαινε και τα ΄ριχνε τα χιόνια του/ μες στις φωτιές της επανάστασης; /Τα νυφικά, δεν τα΄δε ο αθεόφοβος/ που τα ΄χε παραγγείλει η άνοιξη/ και τα ΄ράβαν μέσα στις λαγκαδιές/ ράφτες καλαρρυτιώτες;/ τις πρόβες δεν τις είδε;/ Η άνοιξη , δεν ήθελε ποτέ να τον ξαφνιάσει». Να σημειώσω εμφατικά εδώ το πλούσιο, όχι μόνο γνωστικό, αλλά ιδεολογικό και αξιακό,  φορτίο που διασώζουν οι καλαρρυτιώτες ράφτες των νυφικών της άνοιξης και επαγωγικά η ποιητική γλώσσα του Γ. Ζαρκάδη. Στο ίδιο ποίημα, αυτονομώντας τον τελευταίο στίχο με έναν τρόπο αντιστικτικού υπομνηματισμού, ενδιαφέροντα για τη συντακτική δομή του, θα ορίσει την πληθωρική ομορφιά της Άνοιξης και με τη σημειολογία της μουσικής της Ηπείρου: «Άνοιξη, πεντατονίες της βροχής και των πουλιών πενταχρωμίες».
Ο Γ. Ζαρκάδης παραμένοντας  «Βορειοδυτικά» δεν πιστοποιεί απλώς τη συνέπεια της ποιητικής ηθικής του που στοιχειοθετείται διαλεκτικά σε όλες του τις συλλογές. Αποκαλύπτει πως ο μνησιπήμων πόνος της εποχής μας  τον συντροφεύει σταθερά γι΄ αυτό και αναγνωρίζει ότι τα Διανυκτερεύοντα Φαρμακεία/ της Πατρίδας[3] έχουν πλέον μετατραπεί σε «Οστά, σε πέτρες τρυφερές/ανάσες και λιγοθυμιές/στους κόρφους της πατρίδας» σκιάζοντας την ποίησή του με τη θλίψη του ποτέ πια. Άλλωστε είναι διαρκής, επιτακτική η παρουσία των κεκοιμημένων, μέσα από τη συναρμογή των δυο κόσμων, στη ζωή του: «Τους ακούω, από τον κάτω κόσμο/ να τραβάνε το σκοινί/απελπισμένα σήματα να στέλνουνε».
Η ποίηση του, διανυκτερεύον φαρμακείο της μνήμης, του γενέθλιου τόπου, του έρωτα και της ελπίδας, επιβεβαιώνει πως μιλώντας με παραμύθια και παραβολές η ανθρώπινη περιπέτεια γλυκαίνει λειτουργώντας κάτω κι από την ευεργετική επίδραση του Μελισσόχορτου. Με ποιητικό ρεαλισμό λυρικών αποχρώσεων υπερασπίζεται  την αυγή της ζωής μας αφού μολονότι « Δεν ξέρεις πλέον από πού/ από πού να περιμένεις το μήνυμα/ πού να στραφείς/ πού να πιστέψεις/ να γονατίσεις/ πούθε το θαύμα θα φανεί;» δεν παύει να ελπίζει γιατί όπως σαφώς δηλώνει « Καμιά έρημος/δεν θα μπορούσε να συνεχίσει/ έρημος να΄ναι./ . . ./Καμιά έρημος δεν θα μπορούσε χωρίς την όασή της» .


Όλα τα ποιητικά παραθέματα του  Γ. Ζαρκάδη είναι από το Μελισσόχορτο, Εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2017
Η Μαρία Ν. Ψάχου είναι δρ Φιλολογίας

[1] Γ. Ζαρκάδης, Αχερουσία μνήμη, Πλανόδιον, 1991, σ. 57
[2] Χ. Μπράβος, Μετά τα μυθικά, Πατάκης, 1996, σ.10
[3] Γ. Ζαρκάδης, Αχερουσία μνήμη, Πλανόδιον, 1991, σ. 11.

Δεν υπάρχουν σχόλια: