στον Χρήστο
Χαρτοματσίδη
Λύγιζε
κάθε τόσο η μάνα μου
σκυμμένη
πάνω απ’ την πλαστική λεκάνη
με
το ένα χέρι σταθερό και το
δεξί
ανάπηρο τουμπανιασμένο
και
πόσο κόκκινο-φωτιά θεέ μου
ανάμεσα
στο ολόλευκο αλεύρι.
Λιώνει
η μαγιά λύνονται διάφανοι μικροί λεπτοί οι κόμποι
Βροχή
γλυκάνισο, το κύμινο, τ’ αλάτι
Εγώ
από δίπλα αργά αργά ρίχνω αλεύρι
σαν
να χιονίζει μέσα στην κουζίνα
Και
πάνω που ετοίμαζα νερό στη σόμπα
γιατί
χλιαρό, λένε, το θέλουνε στο ζύμωμα
βλέπω
να πέφτουν αχνιστά τα δάκρυα στη λεκάνη
με
αναλογία σταθερή ίσα για να τα πιει το αλεύρι
εκείνα
τρέχουν
η
μάνα να ζυμώνει να ζυμώνει να ζυμώνει
εγώ
ρίχνω αλεύρι χιονισμένο στη χιονισμένη κάμαρη
οι
κόμποι λύνονται μαζί με την ψυχή της
Μετά
από χρόνια την ξαναβρήκα στην ίδια θέση
να
ζυμώνει να ζυμώνει να ζυμώνει
να
κλαίει να κλαίει να κλαίει
Ένας
σκελετός που φέγγιζε στ’ άδειο δωμάτιο
Μόνο
το χέρι της έμενε κόκκινο κατακόκκινη
φωτιά
που ζέσταινε τα δάκρυά της
σταγόνα
τη σταγόνα για να κυλά
σιγά
σιγά στην πλαστική λεκάνη
Και
κάπως έτσι έγινε άρτος ζωής αιώνιας
το
σώμα της το άγιο
Κωνσταντίνος Α.
Κρεμμύδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου