1/7/18

Νικολάι Γκόγκολ


ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Έργο του Κώστα Τσώλη




Ο καυγάς των δύο Ιβάν

[Από το επίμετρο στο ομώνυμο διήγημα του Γκόγκολ, το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες, σε μετάφραση από τα ρωσικά του Λεωνίδα Καρατζά, από τις εκδόσεις Ερατώ, σελ. 208]

Ο Γκόγκολ ανδρώθηκε σε μια εποχή που το έργο του μεγάλου ποιητή Αλεξάντρ Πούσκιν είχε πια στρέψει τη ρωσική λογοτεχνία προς καινούριες κατευθύνσεις. Ο νεοκλασικισμός με το πομπώδες και «θεατρικό» στυλ του είχε ενταφιαστεί οριστικά. Ο Γκόγκολ επηρεάστηκε άμεσα απ’ τον ποιητή,  με τον οποίο διατηρούσε στενή φιλία, αλλά και από άλλες προσωπικότητες των γραμμάτων, όπως οι Ζουκόφσκι και Μπελίνσκι.
Σε αντίθεση με τα δοκιμιακά γραπτά του, τα οποία είναι μάλλον απογοητευτικά και απλοϊκά, τα καθαρά λογοτεχνικά του έργα χαρακτηρίζονται από μια έξοχη ικανότητα μετάπλασης της πραγματικότητας μέσα απ’ τον λόγο και από μια διαύγεια οπτικής που τον τοποθετεί στην κορυφή την πυραμίδας των ρωσικών γραμμάτων και του χαρίζει μια θέση ανάμεσα στους κλασικούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Από την άποψη της δημιουργικής φαντασίας μπορεί επάξια να σταθεί δίπλα στον Σαίξπηρ και τον Ραμπελαί, ενώ σε ό,τι αφορά στη χρήση της ρωσικής γλώσσας βρίσκεται σαφώς ένα σκαλοπάτι πιο πάνω απ’ τους Τολστόι και Πούσκιν. Η φαντασία του αναπλήρωνε κατά περίεργο τρόπο τη σωματική του καχεξία και την έλλειψη σχέσεων με το άλλο φύλο. Οι γυναίκες ήταν γι’ αυτόν μυστηριώδη και άγνωστα πλάσματα, γι’ αυτό και όσες παρουσιάζονται στα έργα του μοιάζουν περισσότερο με καρικατούρες παρά με πραγματικά ανθρώπινα όντα.

Το κυριότερο χαρακτηριστικό της γραφής του Γκόγκολ είναι η εκφραστικότητα και το πολυδύναμο του λόγου. Έγραφε όχι τόσο για να ικανοποιήσει το γούστο και την ακοή των αναγνωστών και των ακροατών του, όσο για να τέρψει το φωνητικό όργανο του αναγνώστη ή του ηθοποιού, φιλοτεχνώντας πρώιμες μορφές του γκροτέσκου. Η πρόζα του χαρακτηρίζεται από ένταση και πυκνότητα και έχει δύο συνιστώσες: τη διάχυτη ποιητικότητα και τη σκωπτική διάθεση, που φτάνει στα όρια της φάρσας. Ο Γκόγκολ ποτέ δεν έγραφε απλά. Είναι πάντοτε ή εξαιρετικά ρυθμικός ή ακραία μιμητικός, με τρόπο που πολύ εύκολα το αφηγηματικό του κείμενο μεταγράφεται δραματουργικά. Στο έργο του απηχείται η μουσικότητα και η ποικιλία του προφορικού λόγου, κι αυτό όχι μόνο στους διαλόγους ή στα θεατρικά του έργα, πράγμα που καθιστά τον λόγο του πραγματική πρόκληση για τον συνεπή μεταφραστή. Από την άποψη της μετάφρασης, είναι ίσως ο πιο δύσκολος από τους Ρώσους κλασικούς.
Το άλλο χαρακτηριστικό της ιδιοφυΐας του Γκόγκολ είναι η ιδιόμορφη οπτική του. Οι απλές καθημερινές λεπτομέρειες, που όλοι μας γνωρίζουμε και παρατηρούμε, αποκτούν μέσα απ’ τα μάτια του βαρύτητα και διαστάσεις πρωτόγνωρες, καθώς αποτελούν πύλες βαθιάς ανάγνωσης των στοιχείων ταυτότητας του κοινωνικού πλαισίου αλλά και του ψυχισμού των ηρώων του. Εκεί όμως που είναι αξεπέραστος είναι ο τρόπος που παρουσιάζει τους ανθρώπους και τις σχέσεις τους.
Οι χαρακτήρες του είναι φτιαγμένοι με τη μέθοδο του γελοιογράφου – έχουν γεωμετρική καθαρότητα και τονισμένα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Αυτές οι καρικατούρες είναι απρόσμενα πειστικές και αληθινές, καθώς εμπλουτίζονται σε καίρια σημεία από πινελιές ωμής πραγματικότητας, απτής και συγκεκριμένης μέσα από τη ρωσική γλώσσα που αποτελεί το όργανο ακριβούς αναπαράστασης του κόσμου του συγγραφέα. Έτσι κατορθώνεται η καρικατούρα συχνά να γίνεται φέρων οργανισμός πολυδιάστατου ψυχισμού.
Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι οι ιστορίες του για την καθημερινότητα της Ρωσίας χαρακτηρίζονται από έντονη υποκειμενικότητα – όχι με την έννοια της βαθυστόχαστης ανάλυσης των ψυχικών του διεργασιών, αλλά μέσω της δόμησης  των χαρακτήρων του ως εξωτερικευμένων συμβόλων της εμπειρίας του, γελοιογραφικών αναπαραστάσεων του πομπώδους και του χυδαίου, θα συνειδητοποιήσουμε ότι τα καθαρά δημιουργήματα της φαντασίας του, απηχούν και αναπαριστούν την οπτική του για τα πράγματα, όπως τα ζούσε στη δική του πραγματικότητα.
Γι’ αυτό και, πολύ πριν από τη γέννηση του κινήματος του ρεαλισμού, θεωρείται από πολλούς μελετητές εκπρόσωπός του, γιατί, ανατρέποντας ταμπού αιώνων, ασχολήθηκε με πλευρές και στοιχεία της πραγματικότητας που μέχρι τότε δεν είχαν απασχολήσει τη λογοτεχνία. Μιας πραγματικότητας που τη χαρακτηρίζει αυτό που στα ρωσικά λέγεται «πόσλοστ», δηλαδή «χυδαιότητα, ρηχότητα, μικρομυαλιά». Τόλμησε να απεικονίσει το χυδαίο και το ταπεινό στο βασίλειο του εξιδανικευμένου και του ωραίου, να ανατρέψει τα ρομαντικά ταμπού και τις αυταπάτες. Χαρακτηριστική στο έργο του είναι η απεικόνιση της χωρίς όρια αφθονίας, η οποία εκφυλίζεται σε απόλυτη κενότητα, μέσα από μια γραφή που αρχίζει σαν φάρσα για να καταλήξει σε μεταφυσικό εφιάλτη και παράνοια. «Άχαρος και μουντός αυτός ο κόσμος, κυρίες και κύριοι» είναι η τελευταία φράση του διηγήματος «Ο καυγάς των δύο Ιβάν».
Εξίσου χαρακτηριστική, ωστόσο, είναι και η χωρίς προηγούμενο, μέχρι τότε, απουσία διάκρισης μεταξύ ανθρώπων και ζώων σε θέματα συμπεριφοράς, κοινωνικής και πολιτικής ευθύνης. Όπως και της αντιμετάθεσης των μεταξύ τους ρόλων. Με αυτήν την έννοια, η γουρούνα του Ιβάν Ιβάνοβιτς προβαίνει αυτοβούλως σε απολύτως στοχευμένη ενέργεια και, μπαίνοντας στο Δικαστήριο αρπάζει, χωρίς να μπορεί να τη  σταματήσει κανείς, την αγωγή του Ιβάν Νικηφόροβιτς εναντίον του Ιβάν Ιβάνοβιτς. Αυτό που ακολουθεί, ακόμη πιο απρόσμενο και αλλόκοτο για τον κόσμο της πραγματικότητας, δεν αντιτίθεται καθόλου στον κόσμο του Γκόγκολ:
«[...] Όμως η κυβέρνηση, απ’ τη δική της τη σκοπιά, η διοίκηση το απαιτεί: διασαλεύσατε την έννομη τάξη!... Επιτρέψτε μου να σας αναφέρω ότι πρόκειται για τη δική σας καφετιά γουρούνα». [...]
«Κι εγώ ποια ευθύνη φέρω; Γιατί άνοιξε την πόρτα ο θυρωρός του Δικαστηρίου;»
«Μα, Ιβάν Ιβάνοβιτς, το δικό σας ζώο ήτανε – άρα εσείς φταίτε».
«Από καρδιάς σας ευχαριστώ για το ότι με ταυτίζετε με μια γουρούνα» [...].
Ο διάλογος ανάμεσα στον Μοίραρχο και στο αφεντικό της γουρούνας και βασικό ήρωα του διηγήματος, τον Ιβάν Ιβάνοβιτς, αποκαλύπτει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο το πόσο προηγμένη ήταν, αν μη τι άλλο, η φαντασία του συγγραφέα. Αυτό ακριβώς οδηγούσε τον Νικολάι Γκόγκολ στη σύνθεση αφηγημάτων, σχεδόν στα όρια του πολύ μεταγενέστερου σουρεαλισμού.

Λεωνίδας Καρατζάς, Λουκία Στέφου

Δεν υπάρχουν σχόλια: