John Masters, The Sun Creates the Sea |
ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Πρόσφατα
ήλθε ξανά στην επικαιρότητα, αυτή τη φορά μέσω θεατρικής σκηνής, ο Φώτης
Κόντογλου. Ο νεαρός Κόντογλου (σ’ αυτό το κείμενο θα επιμείνω αποκλειστικά στον
Pedro
Cazas
που
εξέδωσε, με «ντελικάτο χέρι», μόλις εικοσιτετράχρονος στο Αϊβαλί, στην «Τράπεζα
του Διαόλου», πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή και πριν επισκεφθεί το Άγιον
όρος· χρησιμοποιώ το κείμενο που περιλαμβάνεται στον Ε΄ τόμο των Έργων του,
Αθήνα 41995) αρθρώνει επίσης ένα παρόμοιο σχεδίασμα κοινωνικής
οντολογίας αντλώντας από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο συνεπαφής με το υγρό
στοιχείο. Το σχεδίασμα αυτό, ως μορφή και ως περιεχόμενο, θα μπορούσε να
ανασυγκροτηθεί ως εξής:
α) Η θάλασσα,
ως συγκρουσιακή ταυτότητα, καταφάσκει τη νεότητα της πλάσης. Στο «ρημονήσι» του Ωκεανού η «φύση
είναι απλή και πρωτόγονη»: «βλέπω τα πράγματα ίσια, χωρίς η εντύπωση να βλαφτεί
απ’ ό,τι έμαθα να καταλαβαίνω ώς τώρα». Χωρίς τα επίκτητα ονόματα τα πράγματα
«πέφτουν απάνου στην ψυχή μου με το βάρος τους, άγρια κι αδιάφορα, γυμνά από τη
φιλική διάθεση, που τους δίνει στα μάτια μας η ανθρώπινη γλώσσα». Παρατώντας το
Πανεπιστήμιο της Βομβάης και καίγοντας τα βιβλία μπορείς να «κολυμπήσεις μέσα
σ’ έναν ωκεανό που δε βαφτίστηκε κανένα τέκνο της γης», όταν βέβαια ένας
«πρωτάκουστος σεισμός» ταράξει το «είναι» σου. Μ’ αυτήν την «ανάκουστη
μεταβολή» φέρνεις κοντά σου ό,τι «είναι όξω από τα πλέον τολμηρά σύνορα» των
βολεμένων στη «βουή που δίνει στον άνθρωπο της πολιτείας την ιδέα πως ζει και
πως συλλογίζεται» (σσ. 43, 74, 44, 26, 28, 63, 74, 9).
β) Η θάλασσα ευνοεί τον «αντί-κοσμο»
με τον οποίο (επι)κρίνεται ο κόσμος των «πολιτισμένων». Ο ερημονησιώτης
είναι «βασιλιάς στο νησάκι» του, μαθαίνοντας να βλέπει με το «μάτι τ’ αγριμιού,
που ζει μέσα στη μεγάλη λευτεριά του Θεού», αποδεσμεύεται από όσα βασανίζουν
τη σκέψη των «ανθρώπων της πολιτείας». Γυρίζοντας την πλάτη στα «κέντρα του
πολιτισμένου κόσμου» αναθυμάται τον Πυθαγόρα που μεταμορφώθηκε σε κόκορα νια
να εννοήσει ότι ο άνθρωπος αποτελεί το «πλέον κακομοιριασμένο απ' όλα τα
πλάσματα». Ένας ακόμη Robinson Crusoe
που τον «έπνιγε» ο κόσμος της «ανθρώπινης μικρότητας» καταφεύγει στην «άγρια
ερημιά του Ωκεανού» επαναστατώντας στους «νόμους που μας κυβερνούν», για να
βρει τη λύτρωσή του (και το «κέφι» του) από τα βάσανα που ταλαιπωρούν τη
«σακατεμένη ανθρωπότητα» (σσ. 10, 11, 32, 39, 12, 40, 21, 10, 51, 78).
γ) Η θάλασσα συντείνει στην
απελευθέρωση του αφηγηματικού λόγου και στήν άρθρωση της σιωπής. Πότε ως ημερολόγιο, που
υπομνηματίζεται με ορισμένες σημειώσεις, και πότε ως «παλίμψηστο» βιοαφηγήσεων
ο επίγονος του Defoe
(τον οποίο πάντως δεν υπολογίζει ως άφταστο πρότυπο ή «μέτρο») πραγματεύεται
«θέμα ακροβατικό» με επιμέρους «περιστατικά ολωσδιόλου αλλόκοτα, όξου απ’ τον
κύκλο της ανθρώπινης πίστης» (σσ. 12,14).
Συμπερασματικά, ο Κόντογλου σκιαγραφεί
μια εκδοχή κοινωνικής οντολογίας που προϋποθέτει τη θάλασσα ως τόπο ανάδυσης
των πραγμάτων, ως έκφραση της μεταφυσικής της ταυτότητας που υποτάσσει στους
κυματισμούς της τη σύγκρουση καλού και κακού, ως κατάφαση της νεότητας του
κόσμου, ως εφαλτήριο για το σχεδιασμό ενός αντί-κοσμου με τον οποίο
(επικρίνεται ο κόσμος των «πολιτισμένων», ως πρόκληση της κοινωνικής
ευαισθησίας που διανθίζεται με έναν τόνο χαρμολύπης και ως απελευθερωτική
δυνατότητα του αφηγηματικού λόγου που επιστρατεύει τη σιωπή και τους άπειρους
«φίλους της μοναξιάς», τους συντρόφους του ερημονησιώτη. Ο ταξιδεμένος
Μικρασιάτης χωρίς επιτήδευση (δεν χρησιμοποιεί «μπόλικα επίθετα με χουβαρτάδικο
χέρι, όπως οι Τούρκοι μάγειροι κάνουν με τα μπαχάρια») ασκεί την τέχνη του με
την πρόθεση να υπερβεί τα «στενά σύνορα της εποχής και της πατρίδας» του, έχοντας
ορθάνοιχτα τα μάτια του στην «πλούσια διακοσμητική ποικιλία του κόσμου» (σσ.
15,16). Το σχεδίασμα των τρόπων κριτικής του πολιτισμού του, με αρχιμήδειο
σημείο το ερημονήσι του ωκεανού, παραπέμπει σε μια απόπειρα υπέρβασης της
νεωτερικότητας, όπως τη στοιχειοθέτησε η αποικιακή εξάπλωση των ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Ως προδρομικός μετανεωτερικός ο νεαρός Κόντογλου ταλαντεύεται, στο πρωτόλειο
του Pedro Cazas,
ανάμεσα από τα προτάγματα
της «αρνητικής υπέρβασης» («negative Aufhebung»)
και της «θετικής υπέρβασης» («positive Aufhebung»):
μέσα από τις συμπληγάδες παρελθόντος και μέλλοντος την «αντικοινωνία» που
σκιαγραφεί, ως «μακρινή αρμονία», δεν τη χαλαλίζει στα «ψάρια του λιμανιού»...
Είναι η εποχή που ο Κόντογλου (αφού ως φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών
προσέγγισε, μέσω του Πάνου Ταγκόπουλου, το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών» και ως
εργάτης στη Γαλλία ζυμώθηκε με συνδικαλιστικές συσπειρώσεις) πρωτοστατεί στη σύσταση
της αϊβαλιώτικης ομάδας «Νέοι Ανθρωποι», με σφραγίδα που έφερε στο κέντρο της
τσεκούρι όρθιο, προλαβαίνοντας την έκδοση του οργάνου της «Πανεργατικής
Ενώσεως» Κωνσταντινούπολης Νέος Άνθρωπος (βλ. Η σοσιαλιστική σκέψη στην
Ελλάδα, τ.
Βα, σ. 427, 429).
Ο Παναγιώτης
Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του
Παν/μίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου