15/7/18

Ο νέος και η θάλασσα

John Masters, The Sun Creates the Sea



ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Πρόσφατα ήλθε ξανά στην επικαιρότητα, αυτή τη φορά μέσω θεατρικής σκηνής, ο Φώτης Κόντογλου. Ο νεαρός Κόντογλου (σ’ αυτό το κείμενο θα επιμείνω αποκλειστικά στον Pedro Cazas που εξέδωσε, με «ντελικάτο χέρι», μόλις εικοσιτετράχρονος στο Αϊβαλί, στην «Τράπεζα του Διαό­λου», πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή και πριν επισκεφθεί το Άγιον όρος· χρησιμοποιώ το κείμενο που περιλαμβάνεται στον Ε΄ τόμο των Έργων του, Αθήνα 41995) αρθρώνει επίσης ένα πα­ρόμοιο σχεδίασμα κοινωνικής οντολογίας αντλώντας από ένα συ­γκεκριμένο πλαίσιο συνεπαφής με το υγρό στοιχείο. Το σχεδίασμα αυτό, ως μορφή και ως περιεχόμενο, θα μπορούσε να ανασυγκρο­τηθεί ως εξής:
α) Η θάλασσα, ως συγκρουσιακή ταυτότητα, καταφάσκει τη νε­ότητα της πλάσης. Στο «ρημονήσι» του Ωκεανού η «φύση είναι απλή και πρωτόγονη»: «βλέπω τα πράγματα ίσια, χωρίς η εντύπωση να βλαφτεί απ’ ό,τι έμαθα να καταλαβαίνω ώς τώρα». Χωρίς τα επί­κτητα ονόματα τα πράγματα «πέφτουν απάνου στην ψυχή μου με το βάρος τους, άγρια κι αδιάφορα, γυμνά από τη φιλική διάθεση, που τους δίνει στα μάτια μας η ανθρώπινη γλώσσα». Παρατώντας το Πανεπιστήμιο της Βομβάης και καίγοντας τα βιβλία μπορείς να «κολυμπήσεις μέσα σ’ έναν ωκεανό που δε βαφτίστηκε κανένα τέκνο της γης», όταν βέβαια ένας «πρωτάκουστος σεισμός» ταράξει το «είναι» σου. Μ’ αυτήν την «ανάκουστη μεταβολή» φέρνεις κοντά σου ό,τι «είναι όξω από τα πλέον τολμηρά σύνορα» των βολεμένων στη «βουή που δίνει στον άνθρωπο της πολιτείας την ιδέα πως ζει και πως συλλογίζεται» (σσ. 43, 74, 44, 26, 28, 63, 74, 9).

β) Η θάλασσα ευνοεί τον «αντί-κοσμο» με τον οποίο (επι)κρί­νεται ο κόσμος των «πολιτισμένων». Ο ερημονησιώτης είναι «βασιλιάς στο νησάκι» του, μαθαίνοντας να βλέπει με το «μάτι τ’ αγριμιού, που ζει μέσα στη μεγάλη λευτεριά του Θεού», αποδε­σμεύεται από όσα βασανίζουν τη σκέψη των «ανθρώπων της πο­λιτείας». Γυρίζοντας την πλάτη στα «κέντρα του πολιτισμένου κό­σμου» αναθυμάται τον Πυθαγόρα που μεταμορφώθηκε σε κόκορα νια να εννοήσει ότι ο άνθρωπος αποτελεί το «πλέον κακομοιρια­σμένο απ' όλα τα πλάσματα». Ένας ακόμη Robinson Crusoe που τον «έπνιγε» ο κόσμος της «ανθρώπινης μικρότητας» καταφεύγει στην «άγρια ερημιά του Ωκεανού» επαναστατώντας στους «νόμους που μας κυβερνούν», για να βρει τη λύτρωσή του (και το «κέφι» του) από τα βάσανα που ταλαιπωρούν τη «σακατεμένη ανθρωπό­τητα» (σσ. 10, 11, 32, 39, 12, 40, 21, 10, 51, 78).
γ) Η  θάλασσα συντείνει στην απελευθέρωση του αφηγηματικού λόγου και στήν άρθρωση της σιωπής. Πότε ως ημερολόγιο, που υπομνηματίζεται με ορισμένες σημειώσεις, και πότε ως «παλίμψη­στο» βιοαφηγήσεων ο επίγονος του Defoe (τον οποίο πάντως δεν υπολογίζει ως άφταστο πρότυπο ή «μέτρο») πραγματεύεται «θέμα ακροβατικό» με επιμέρους «περιστατικά ολωσδιόλου αλλόκοτα, όξου απ’ τον κύκλο της ανθρώπινης πίστης» (σσ. 12,14).
Συμπερασματικά, ο Κόντογλου σκιαγραφεί μια εκδοχή κοινωνι­κής οντολογίας που προϋποθέτει τη θάλασσα ως τόπο ανάδυσης των πραγμάτων, ως έκφραση της μεταφυσικής της ταυτότητας που υπο­τάσσει στους κυματισμούς της τη σύγκρουση καλού και κακού, ως κατάφαση της νεότητας του κόσμου, ως εφαλτήριο για το σχεδια­σμό ενός αντί-κοσμου με τον οποίο (επικρίνεται ο κόσμος των «πο­λιτισμένων», ως πρόκληση της κοινωνικής ευαισθησίας που διανθί­ζεται με έναν τόνο χαρμολύπης και ως απελευθερωτική δυνατότητα του αφηγηματικού λόγου που επιστρατεύει τη σιωπή και τους άπει­ρους «φίλους της μοναξιάς», τους συντρόφους του ερημονησιώτη. Ο ταξιδεμένος Μικρασιάτης χωρίς επιτήδευση (δεν χρησιμοποιεί «μπόλικα επίθετα με χουβαρτάδικο χέρι, όπως οι Τούρκοι μάγειροι κάνουν με τα μπαχάρια») ασκεί την τέχνη του με την πρόθεση να υπερβεί τα «στενά σύνορα της εποχής και της πατρίδας» του, έχο­ντας ορθάνοιχτα τα μάτια του στην «πλούσια διακοσμητική ποικιλία του κόσμου» (σσ. 15,16). Το σχεδίασμα των τρόπων κριτικής του πολιτισμού του, με αρχιμήδειο σημείο το ερημονήσι του ωκεανού, παραπέμπει σε μια απόπειρα υπέρβασης της νεωτερικότητας, όπως τη στοιχειοθέτησε η αποικιακή εξάπλωση των ευρωπαϊκών δυνά­μεων. Ως προδρομικός μετανεωτερικός ο νεαρός Κόντογλου τα­λαντεύεται, στο πρωτόλειο του Pedro Cazas, ανάμεσα από τα προτάγματα της «αρνητικής υπέρβασης» («negative Aufhebung») και της «θετικής υπέρβασης» («positive Aufhebung»): μέσα από τις συμπληγάδες παρελθόντος και μέλλοντος την «αντικοινωνία» που σκιαγραφεί, ως «μακρινή αρμονία», δεν τη χαλαλίζει στα «ψάρια του λιμανιού»... Εί­ναι η εποχή που ο Κόντογλου (αφού ως φοιτητής της Σχολής Κα­λών Τεχνών προσέγγισε, μέσω του Πάνου Ταγκόπουλου, το «Σο­σιαλιστικό Κέντρο Αθηνών» και ως εργάτης στη Γαλλία ζυμώθηκε με συνδικαλιστικές συσπειρώσεις) πρωτοστατεί στη σύσταση της αϊβαλιώτικης ομάδας «Νέοι Ανθρωποι», με σφραγίδα που έφερε στο κέντρο της τσεκούρι όρθιο, προλαβαίνοντας την έκδοση του οργάνου της «Πανεργατικής Ενώσεως» Κωνσταντινούπολης Νέος Άνθρωπος (βλ. Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τ. Βα, σ. 427, 429).

Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: