ΤΗΣ ΣΑΡΑΣ ΘΗΛΥΚΟΥ
Φωτ.: Renee Revah |
ΑΓΓΕΛΑΣ
ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ, Έρως νάρκισσος, έρως θείος: όψεις
του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 440
Παρότι δεν είναι θεολόγος η ίδια, όπως
σπεύδει να ξεκαθαρίσει, η Αγγέλα Καστρινάκη θίγει το θέμα ακριβώς στην καρδιά
του: μπορεί ο κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης, αυτός ο όσιος αλήτης κατά Λουκά Κούσουλα, να ερωτευτεί; Θέτει το βασικό
πρόβλημα των κάθε λογής ηθικιστών: ο Χριστιανισμός είναι αντιερωτικός, η
Εκκλησία μισάνθρωπη, πετά το σώμα από τη μέση και κάτω, όπως έλεγε ο Ρίτσος
στην Ισμήνη… Το ερώτημα όμως έτσι
επανέρχεται δριμύτερο: γιατί ο χριστιανός Παπαδιαμάντης ερωτεύεται στο έργο του
με πάθος και αισθησιασμό; Μήπως γιατί ο Χριστιανισμός είναι ερωτικός κατεξοχήν,
καθώς εγκαινιάζει τον πολιτισμό της
σάρκωσης, όπως τον όρισε ο Χρυσόστομος Σταμούλης, στον οποίο η σάρκωση αυτή
υπαγορεύεται από τον έρωτα του Θεού για το δημιούργημά του. Όμως ο έρωτας αυτός
είναι αδαπάνητος. Δεν ζητεί, αλλά προσφέρει. Δεν είναι ένας έρωτας που
εξαντλείται στην μέχρις αφαιμάξεως εκμετάλλευση του άλλου για να ικανοποιήσει
ένα ναρκισσιστικό εγώ. Δημιουργεί την ποιητική της θυσίας.
Ο Χριστός είναι ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, όπως την θεία ευχαριστία, την
κατεξοχήν ερωτική συνεύρεση Θεού και ανθρώπου, περιγράφει ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος. Ο Χριστός προσφέρει το σώμα του, το μοιράζει, και αυτό διαρκώς
ανανεώνεται, σε έναν έρωτα που ολοένα δυναμώνει καθώς τρέφεται από την έκπληξη
μπροστά στο μυστήριο της ζωής, την έκσταση της επαφής των δύο κόσμων που οδηγεί
τον άνθρωπο στη θέωση. [Και αν θεωρούμε τον εαυτό μας λιγοστό για κάτι τέτοιο,
ας μη βιαστούμε να οδηγηθούμε στην κενοδοξία και τα ποικίλα υποκατάστατα του
έρωτα, της τέχνης, ενίοτε, περιλαμβανομένης. Θέωση είναι και η έκσταση δύο
ερωτευμένων ανθρώπων, η κατ’ οίκον εκκλησία, που κάνει τον έναν να βλέπει στο
πρόσωπο του άλλου μια εικόνα του ίδιου του Θεού.] Πόσοι άνθρωποι είναι όμως
διατεθειμένοι να αγαπήσουν έτσι; Ο Παπαδιαμάντης, ίσως…
Αν δεν πρέπει να χρεώσουμε ηθογραφία
στον Παπαδιαμάντη (πράγμα που δεν μπορούμε όμως και ολότελα να αποφύγουμε όπως
μας είπε τελευταία και η κυρία Πόλυ Χατζημανωλάκη στο Βωβόν ξύλον) ούτε από την άλλη θα πρέπει να τον δούμε αποκλειστικά
και μόνον ως έναν εκπρόσωπο μιας ορθόδοξης χριστιανικής, στρατευμένης,
λογοτεχνίας ακόμη και αν αυτό μπορεί να μας αρέσει, και όσο καλά και αν το
κάνει ο συγγραφέας μας. Θυμάμαι, πριν από λίγα χρόνια, τον Σταύρο Ζουμπουλάκη
σε μια εκδήλωση του ιερού ναού Αγίου Φιλίππου στο Θησείο να μιλά για το Χριστόψωμο του Παπαδιαμάντη.
Στην ανάγνωσή του το διήγημα αναγόταν
σε μοντερνιστικό λογοτεχνικό δείγμα, σκοτεινό και πολυεπίπεδο –και ανεξάρτητα
από την παραδοσιακή του ερμηνευτική. Στον Στεναγμό
των πενήτων (2016) ο ίδιος
συγγραφέας αναπτύσσει αυτήν την προβληματική του. Το έργο του Παπαδιαμάντη
ασφαλώς και εμπερικλείει μέσα στο ίδιο του το σώμα (θεματική, ήρωες κλπ) την
αισθητικής τάξεως διαπόρηση του συγγραφέα πάνω στη φύση της ίδιας του της
τέχνης, μία αυτοαναφορική δηλαδή διάσταση και ακόμη, το θέμα της προτεραιότητας
ή όχι της τέχνης έναντι της ζωής. Ακόμη, το αν η τέχνη αποτελεί μέσον ή σκοπό, όπως
τέθηκε στην ιστορία της ερμηνείας του παπαδιαμαντικού έργου, αποτελεί, νομίζω,
ένα παραπλανητικό, ψευδεπίγραφο δίλημμα του συμπληρωματικού χαρακτήρα του δίπολου
κοινωνισμού και αισθητισμού.
Ο εστέτ είναι και αυτός ένας ασκητής par excellence, στρατευμένος στην ιερότητα της τέχνης
του που σκοπό έχει να στηλιτεύσει τη
χρησιμοθηρία, τη συμβατικότητα και την υποκρισία, όπως ακριβώς και ο
κοινωνιστής. Διατυπώνοντάς το σχηματικά, απλώς ο ένας προτάσσει τη μορφή και ο
άλλος το περιεχόμενο. Μπορεί όμως το ένα να σταθεί ερήμην του άλλου; Και ακόμη,
είναι το ένα αμέτοχο του άλλου; Τι χωρίζει άραγε τον κλεισμένο στον
χρυσελεφάντινο πύργο του Theophile Gautier
από τον ηθικολόγο T.S. Eliot; Τίποτε απολύτως. Και οι δύο
καταφάσκουν στην θυσία και τις ηθικές αξίες, και οι δύο απορρίπτουν το υλιστικό
πνεύμα, της εποχής του ο καθένας… Το ζήτημα είναι το ίδιο, όπως λόγου χάρη στο
ψευδοδίλημμα θρησκεία ή επιστήμη…
Στο Ολόγυρα
στη λίμνη η συγγραφέας ανατέμνει με φιλοτιμία το δίπολο έρωτας – μοναχικός
βίος καθώς θεωρεί ότι ο Παπαδιαμάντης καταφάσκει σε μια υπερθεμάτιση του
μοναχικού βίου. Μια τέτοια θεώρηση είναι μάλλον απλουστευτική όμως, δήθεν
χριστιανική. Ίσως το πραγματικό δίπολο στο στόχαστρο του συγγραφέα είναι
αισθητικής τάξεως και με όχημα τον έρωτα ανάγεται στο προαναφερθέν τέχνη – ζωή,
εξού και η διαπόρηση της κατακλείδας «Και συ; Φιλοσοφείς, ως εγώ, και ουδέν πράττεις», στην οποία, νομίζω πως, η απάντηση του συγγραφέα είναι ζωή, vita activa έναντι vita contemplativa. Ο Παπαδιαμάντης έτσι μαλώνει τρυφερά
τον αναγνώστη, ο οποίος καθίσταται και αυτός προδρομικά μέρος του τριαδικού
σχήματος που θα απασχολήσει τις αισθητικές θεωρίες του εικοστού αιώνα:
κείμενο-συγγραφέας-αναγνώστης και η μεταξύ τους διαπλοκή. Στη Νοσταλγό «αντιφάσεις» εντοπίζονται στον
Ιωάννη Χρυσόστομο, ο οποίος στο Περί
Παρθενίας «μολονότι καταδεικνύει το σφάλμα των αιρετικών που θεωρούν τον
γάμο αμαρτία, ταυτόχρονα τονίζει τις άπειρες μιζέριες της γαμήλιας συμβίωσης,
τη ζήλια, τους καβγάδες, το μίσος ακόμα ανάμεσα στους συζύγους».
Μήπως, όμως, κατεξοχήν αντιφατική δεν
είναι παρά η ίδια η ζωή, και η ανθρώπινη συμβίωση εν γένει, σε πείσμα ενός
ηθικού μανιχαϊσμού που τα θέλει όλα ή άσπρα ή μαύρα; Η συγγραφέας προτείνει
εντέλει τον Παπαδιαμάντη ως μπαρμπα-Μοναχάκη του διηγήματος, που αποζητεί στον
γάμο απλώς μιαν «ανακούφιση της μοναξιάς». Αλλά και στο Έρως-Ήρως το Όνειρο στο κύμα,
τη Φαρμακολύτρια «το θέμα είναι
το προπατορικό αμάρτημα και η Πτώση» μοτίβο που συναντάται σε όλα άλλωστε τα
διηγήματα. Η ανάλυση ωστόσο του «εφιάλτη της Πτώσης» οδηγεί σε ηθικιστικές
θεωρήσεις αυγουστίνειας ή γνωστικιστικής προέλευσης, στο δυαρχικό μοντέλο περί ενός
καλού και ενός κακού θεού και την ταύτιση του προπατορικού αμαρτήματος με τη
σεξουαλική συνεύρεση…
Ο μεγάλος μυστικός θεολόγος Διονύσιος
Αρεοπαγίτης ομιλεί για τρεις κατηγορίες ερώτων, αισθητούς, νοητούς, και αυτονόητους
ή θείους. Αυτονοήτως, νομίζω, κατανοούμε το πού κατατάσσονται τόσο ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης όσο και η μελετήτριά του κυρία Αγγέλα Καστρινάκη, η οποία
συνεχίζει άξια τη συζήτηση σχετικά με τις χριστιανικές προϋποθέσεις και τους
αντίστοιχους, πολυποίκιλους συμβολισμούς του παπαδιαμαντικού έργου.
Η Σάρα Θηλυκού είναι ποιήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου