ΤΗΣ
ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ
Άποψη της έκθεσης |
ΧΡΗΣΤΟΣ
ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ, Η γη του θυμού. Γεω-μετρώντας την οργή, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 64
Στη
Γη του θυμού ο Χρήστος Χρυσόπουλος ακτινογραφεί την αταξία του αστικού
οικοσυστήματος μέσα από μια υποδειγματικής τάξης αφηγηματική δομή – και αυτό
είναι, νομίζω, ένα από τα πιο αξιοσημείωτα γνωρίσματα του έργου. Ο λόγος
μοιράζεται ανάμεσα στην περιγραφή, τον σχολιασμό και τον διάλογο, τα οποία
εναλλάσσονται ακατάπαυστα με πυκνό, κλινικά κοφτό ρυθμό. Ο αναγνώστης δεν παίρνει
ανάσα: δεν υπάρχουν κεφάλαια, ενότητες, τυπογραφικά κενά ανάμεσα στις επτά «ιστορίες»,
που ακολουθούν η μια την άλλη συνθέτοντας την «ιστορία» του Θυμού. Αν ήταν
κινηματογραφική ταινία, θα λέγαμε ότι γυρίστηκε με την απαιτητική τεχική του
μονοπλάνου. Παρά το γεγονός ότι εκπηγάζουν από ανθρώπους διαφορετικής ηλικίας,
φύλου, επαγγέλματος, κοινωνικής τάξης, οι θυμοί συγχωνεύονται για να
διοχετευτούν στον Θυμό της πόλης.
Και
άλλες φορές ο Χρυσόπουλος έχει χρησιμοποιήσει τον διάλογο (και μάλιστα με τον
τρόπο που το κάνει εδώ, δηλαδή θεατρικά, χωρίς ενδιάμεσα σχόλια) αλλά
διάσπαρτα, με φειδώ. Εδώ τον καθιστά κεντρικό μοχλό του έργου, καθώς εκτείνεται
στα δύο τρίτα της έκτασής του, με το αναστοχαστικό στοιχείο να υποχωρεί και
συγχρόνως να αναγκάζεται να αποκτήσει τη μέγιστη δυνατή πυκνότητα και ακρίβεια
προκειμένου να αξιοποιηθεί ο μικρός χώρος που του αναλογεί.
Οι
εναλλαγές ευθέoς λόγου στο βιβλίο δεν είναι πάντα διάλογοι. Υπάρχουν αρκετά ποικίλματα σε
αυτό που με πρώτη ματιά μοιάζει καταιγιστικά ενιαίο. Στην πρώτη ιστορία, για
παράδειγμα, ο Άντρας 1 και ο Άντρας 2
δεν διασταυρώνουν τα ξίφη τους αλλά απευθύνονται εναλλάξ και εξίσου
επιθετικά σε έναν μετανάστη, ο οποίος δεν απαντά, πιθανότατα από φόβο, σε καμία
από τις ερωτήσεις και τις προκλήσεις τους, και εντέλει πέφτει νεκρός από το
μαχαίρι του ενός από τους δυο. Ο θυμός εδώ γίνεται πράξη με ακραίο τρόπο.
Στη
δεύτερη ιστορία ο θυμός πιο πολυδαίδαλος. Στο οργουελικό τοπίο ενός τηλεφωνικού
κέντρου είναι όλοι θυμωμένοι: δυο γυναίκες υπάλληλοι, ο προϊστάμενος του
τμήματος και ο γενικός διευθυντής διασταυρώνονται με ποικίλους σχηματισμούς σε
μια σειρά διαλόγων. Η πέμπτη ιστορία διαθέτει ένα στοιχείο φανταστικού
ρεαλισμού: ένα ζευγάρι που καβγαδίζει ξαφνικά αλλάζει φύλο. Κάτι που θα
μπορούσε να επιφέρει ένα υπαρξιακό σοκ και ίσως να οδηγήσει σε συνενόηση,
εμφανίζεται ανίσχυρο να εκτονώσει την οργή τους· ο διαπληκτισμός συνεχίζεται
χωρίς την παραμικρή διακοπή, αυτή τη φορά ανάμεσα σε Εκείνον/στο σώμα της και
Εκείνην/στο σώμα του.
Θα
σταθώ κυρίως στην τέταρτη ιστορία, που βρίσκεται στην καρδιά του βιβλίου τόσο
δομικά όσο και ουσιαστικά. Η ζεστασιά, η μαγεία και το πικρό νόημά του
διαχέονται σε όλο το έργο και το διαποτίζουν. Πρωταγωνιστεί ένα παιδί· κάποιος,
δηλαδή, που βρίσκεται σε μια ηλικία από την οποία όλοι ξεκινήσαμε να κυοφορούμε
τα τραύματα, τους θυμούς, τα μυστικά της ύπαρξής μας. Είναι ο μόνος ήρωας του
βιβλίου που αξιώνεται μια περιγραφή της ψυχικής του ενδοχώρας: «ήσυχο»,
«καλόβολο», «εξαιρετικά ευφυής», «παρατηρητικός», μοναχικός, ζωγραφίζει
«δαιδαλώδη πλέγματα από μαύρες γραμμές». Ο Χρυσόπουλος πάει βαθύτερα στον
εσωτερικό κόσμο του ήρωά του, περιγράφοντας ένα όνειρό του που ξεκινάει εδεμικά
και εξελίσσεται εφιαλτικά, ρίχοντας τη σκιά του –μια σκιά συντέλειας– σε όλη τη
Γη του θυμού.
Παρόμοια
αισθήματα θυμού και ανάγκης για λύτρωση φαίνεται να οδηγούν το νεαρό αγόρι στην παραβατική πράξη
που οδηγεί στον διΆλογό του με τον Σύμβουλο (στον οποίο πάντως ελάχιστα
συμμετέχει): στοιβάζει χαρτιά στο παιδικό του δωμάτιο και τους βάζει φωτιά.
Βγαίνει στο μπαλκόνι και αρχίζει να πετάει τα φλογισμένα χαρτιά, αποκτώντας μια
αίγλη σχεδόν θεϊκή: «Είχε θεριέψει μέσα του μια φωτοβόλος έξαρση [...] Μια
χρυσή φεγγοβολή τον φώτιζε, ενώ τον στεφάνωνε μια αψίδα πυκνού μαύρου καπνού».
Το παιδί ζει μια κορυφαία στιγμή, εκτονώνει
καλλιτεχνικά τον θυμό του. Οι ενήλικοι που κατοικούν το υπόλοιπο βιβλίο
στερούνται την επινοητικότητα, την ευαισθησία, την πρωτοτυπία και την τόλμη
του· ο θυμός τους είναι θρασύδειλος, ίδιος ο ένας με του άλλου, ισοπεδωτικός.
Έχουν αποκοπεί τελεσίδικα από την παιδικότητα.
Ξεκινώντας
να αφηγείται την έβδομη ιστορία του ο συγγραφέας εξομολογείται ότι όταν τύχει
να εντοπίσει κάποιον να μιλάει στο κινητό του στον δρόμο τον ακολουθεί στενά:
«Ο διασκελισμός μου συντονίζεται με τον δικό του. Γινόμαστε ένα, σαν να
ακολουθούμε κάποια χορογραφία μέσα στην πόλη». Έχει ενδιαφέρον αυτή η ειρωνική
μεταφορική σύλληψη της κίνησης δυο άγνωστων μεταξύ τους διαβατών ως
χορογραφίας. Ο τελευταίος διάλογος του βιβλίου ηχεί σαν μονόλογος και παίρνει
ένα δραματικό βάθος. Καθώς δεν ακούμε τη φωνή του συνομιλητή της γυναίκας που
μιλά στο κινητό της, την παρακολουθούμε να περνάει από ποικίλες συναισθηματικές
διακυμάνσεις, οδηγούμενη από το «κι εγώ σ’ αγαπώ» στο «Στο διάολο, ρε, άντε
γαμήσου». Γιατί ένα από εκείνα που μας λέει η Γη του θυμού είναι ότι ο
θυμός συχνά ξεπηδάει αναίτια και κορυφώνεται απρόοπτα. Μας κυριαρχεί.
Πέρα
από τους συχνά εκτενείς αλλά κοφτούς διαλόγους – ο θυμός έχει τη δική του
λακωνική, συνθηματική, ασθματική γλώσσα – τα σχολιαστικά μέρη του βιβλίου είναι
κι αυτά μικροπερίοδα, στακάτα, σχεδόν τηλεγραφικά. Αφηγούνται τον θυμό με τους
ρητορικούς τρόπους του. Ο θυμός πλήττει τη συγγραφική γλώσσα, τη συρρικνώνει,
την καθιστά τελετουργική, φορέα κακών μαντάτων. Ύφος, δομή, μορφή, νόημα, καθώς
και οι κόκκινες μονοχρωματικές φωτογραφίες του άστεως που παρεμβάλλονται στο
κείμενο βρίσκονται σε πλήρη συντονισμό, αναδεικνύοντας με γυμνή αμεσότητα μια
θυμική κατάσταση που ζούμε καθημερινά χωρίς να έχουμε αντιληφθεί τις εφιαλτικές
προεκτάσεις της, τους τρόπους με τους οποίους μας διαβρώνει.
Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική
φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου