3/6/18

Διά-κρίσεις του αισθητικού

ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΡΤΙΝΟΥ

Ιωάννα Πανταζοπούλου, S.H.W. (Sweet Home Wish), 2018, ύφασμα, σχοινί, επιχρυσωμένα τάματα, από την έκθεση με τίτλο L.C.A.M.P. (Lucky Charms and Magic Potions) που πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα. Φωτ. Δημήτρης Φουτρής


ΖΑΚ ΡΑΝΣΙΕΡ, Δυσφορία στην αισθητική, Μετάφραση: Θωμάς Συμεωνίδης. Επιμέλεια: Κική Καψαμπέλη, Εκδόσεις Εκκρεμές, σελ. 184

Πάνω στο έργο τέχνης επενδύθηκαν κατά καιρούς πολλές ουτοπικές προσδοκίες. Θεωρήσεις που αντιλαμβάνονταν το έργο ως μα έγερση που επιβάλλεται στην εμπειρία με το εγγράψιμο ίχνος του ή ως μια ριζοσπαστικότητα που κομίζει το αναπαράστατο, το μη μαρτυρήσιμο. Φαινομενικά αντιθετικά νοήματα, όπως θα τα χαρακτηρίσει ο Jacques Rancière, στο έργο του Δυσφορία στην αισθητική, που φιλοτέχνησαν ένα περιβάλλον μόνωσης και υπεροχής γύρω από το έργο. Αντιλήψεις που απέδιδαν το έργο πέραν του κόσμου, στο πέραν της γλωσσικής του ετερότητας, ένα απερινόητο ίχνος μέσα στη σφαίρα του νοητού. Απέναντι στις ελιτίστικες θεωρήσεις του Jean-Francois Lyotard ή του Alain Badiou για την ριζική ετερογένεια του έργου αλλά ακόμη κι απέναντι στις διακρίσεις του Adorno για μια τέχνη που αντιστρατεύεται το αισθητικοποιημένο περιβάλλον του Καπιταλισμού, ο Rancière αναγνωρίζει δύο πρωταρχικές και επίμονες διακρίσεις μέσα στη σφαίρα των πολιτικών της αισθητικής: «Η πρώτη ταυτίζει τις μορφές της αισθητικής εμπειρίας με τις μορφές μιας άλλης ζωής. Η άλλη, αντίθετα, εγκλείει την πολιτική υπόσχεση της αισθητικής εμπειρίας στον ίδιο το διαχωρισμό της τέχνης, στην αντίσταση της μορφής της σε κάθε μετασχηματισμό σε μορφή ζωής».

Ξεχωριστά κεφάλαια της κριτικής του αφιερώνονται στις αισθητικές αντιλήψεις του Badiou και του Lyotard, που εγγράφουν το έργο στη μόνωση της γλωσσικής του αλλότητας. Ο Badiou θεωρεί το έργο τέχνης ως το συμβάν μιας αλήθειας που πραγματώνεται στη μοναδικότητά του, ανεπηρέαστο από κάθε εξωτερικό, «αισθητικό» λόγο. Μια επίμονη εσωτερικότητα, που αναλίσκεται στην υλικότητά της και πέραν κάθε εικονογραφικής αναφοράς. Μια αγωνία του «ίδιου της τέχνης» και της α-δύνατης εμπειρίας του. Ένας ιδιότυπος νεοπλατωνισμός, για τον Rancière, αν και επιχειρεί να διαφοροποιηθεί ριζικά στο πλατωνικό ζήτημα της μίμησης. Το έργο, εγγράφεται στη σκέψη του Badiou, στη συνθήκη μιας ανομοιότητας, εκτεθειμένο στη σκοτεινότητα των από-καλύψεών του. Διαγράφει την τροχιά του πάνω απ’ την αντικειμενικότητα του κόσμου, δίχως να αναφέρεται σ’ αυτή. Το έργο, έτσι, είναι μια υφαίρεση του κόσμου, αλλά και πάλι είναι έργο, μια ουσία δηλαδή, ένα εντοπίσιμο ίχνος, μια κατάφαση, μια, όπως θα πει ο Badiou, ονοματοδοσία. Αυτό το ίχνος λοιπόν, το ίχνος πάντα μιας απώλειας, που συγκροτεί μέσα σ’ αυτόν τον αφανισμό και τη μαρτυρία της υπεροχής του, την ίδια τη διάσωση της σκέψης. Ο Rancière αυτή τη διπλή κίνηση της μπαντιουανής χειρονομίας την αποδίδει σ’ αυτό που η ίδια συνειδητά αρνείται: στην μιμητική εγγραφή. Η μπαντιουανή φιλοσοφική εκ-πλήρωση του καλλιτεχνικού συμβάντος, η πρόσδεσή του στην αλήθεια, μαρτυρούν για τον Rancière, αυτή, εν τέλει, τη μίμηση της Ιδέας.
Στις αντιλήψεις του Lyotard, η τέχνη, η τέχνη του υψηλού, δεν μορφοποιεί την υλικότητα του κόσμου, αλλά την καθιερώνει, αναλαμβάνοντας τη, αναπαράστατη. Ο  Lyotard αναγνωρίζει τη «καθαρή διαφορά» του κόσμου, μια διαφορά που δεν μπορεί να προσδιοριστεί σε κανέναν πλαίσιο και σε καμιά μορφή κοινωνίας. Μια μη διαθεσιμότητα, αυτή η μη διαθεσιμότητα του υλικού κόσμου στις αισθητικές του αποκαλύψεις, που μας εισάγει σ’ αυτό που ο Lyotard θα ονομάσει ωραία: «συμβάν ενός πάθους». Μιας ριζικής δηλαδή από-γοήτευσης μπροστά στο αδιάθετο και αναπαράστατο που, κατακλυσμιαίο, μας περιβάλλει. Ένα σημειακό περιβάλλον που μας εγκαταλείπει, μπροστά στην απομακρυσμένη εγγύτητα του Πράγματος, στην απορία. Η λυοταρική αυτονομία του έργου και η ετερογένεια της γλώσσας του, δεν είναι τίποτε άλλο για τον Rancière από μια ακόμη μαρξίζουσα αντίληψη κοινωνικοπολιτικής χειραφέτησης: «η τέχνη είναι πολιτική στο μέτρο που είναι μόνο τέχνη». Το έργο γίνεται εδώ μια καθαρή τομή μέσα στη γλώσσα του κόσμου. Μια «διχογνωμία», όπως θα πει ο Rancière, ανάμεσα στο νόημα του κόσμου και στην αλήθεια του έργου, στο αισθητικό υψηλό του. Μια διχογνωμία που εκθέτει και τους όρους της «αισθητικής μεταπολιτικής» της, όπου «η αισθητική σκηνή εμφανίζεται κυριολεκτικά ως η σκηνή του ασυμφιλίωτου».
Στο σύγχρονο ορίζοντα της τέχνης εμφανίζονται παραδειγματικές αισθητικές εκφορές που επιχειρούν να εξαλείψουν τις παραπάνω διαφορές. Μικροσυμβάντα της πραγματικότητας, που αναδύονται συνειρμικά στην αναμορφωτική σκηνή της τέχνης, διασαλεύοντας τα όρια της καλλιτεχνικής διαφοράς. Μια τέτοια χαρακτηριστική καλλιτεχνική πρακτική είναι για τον Rancière η τέχνη του κολάζ των ντανταϊστών, ή τα αρχειακά έργα των σύγχρονων καλλιτεχνών, που καταλύουν, στις χειρονομίες τους αλλά και στις εικόνες τους, αυτόν τον συγκερασμό της τέχνης με τη ζωή. Η Αισθητική, είναι για τον Rancière, αυτή ακριβώς η αποκάλυψη του κόσμου στο έργο της τέχνης. Μια υπεσχημένη συμφιλίωση του υψηλού της με την εμπειρία του καθημερινού. Εκεί που εκδηλώνονται και οι μορφικές εγέρσεις του έργου αλλά και οι αισθητικές του εκδραματίσεις. Μια διευρυμένη αντίληψη πρόσληψης του κόσμου που επενδύει στην ανοικτότητα των μορφών και στην ολική τους διαθεσιμότητα. Σ’ αυτή την προοπτική όπου το έργο τέχνης δεν γίνεται πλέον αντιληπτό ως μια ανυπέρβλητη μοναδικότητα, αλλά ως μια δεξίωση του κόσμου και των αντικειμένων του. Ένα παιγνιώδες, κατ’ αντίληψη του Freud, αισθητικό βλέμμα, που συλλαμβάνει όλη την ποικιλωνυμία των καταγωγών του κι εννοιολογεί τα έργα τους, διακρίνοντάς τα και αναπλαισιώνοντάς τα, στο εύρος της αισθητικής τους εμπειρίας. Μια αισθητική αντίληψη που αναγνωρίζει τον τόπο του αισθητού ως τον τόπο μιας σύγκλισης, μιας σύγκλισης ετερόκλητων εικόνων, που συναρμόζονται και συνομολογούν το νόημα του έργου. Η τέχνη αποκαθιστά έτσι μια χαμένη ενότητα, ένα απολεσμένο δεσμό, «το ίδιο το νόημα της συμπαρουσίας των όντων και των πραγμάτων που φτιάχνει έναν κόσμο». Κι όλα αυτά μέσα στη μυστηριακή ατμόσφαιρα της τέχνης, που συναρμόζει την ετερογένεια του κόσμου στη σκηνή της συγκίνησης.
Το έργο θεωρείται έτσι μέσα σ’ αυτή την ορατότητα του κόσμου. Εκεί που εγγράφεται για τον Rancière και η πολιτική διάσταση της τέχνης, στον εν-τοπισμό του ενδιαφέροντός της και στη διάσωση της εμπειρίας της. «Δεν υπάρχει τέχνη», θα πει ο Rancière, «χωρίς μια ειδική μορφή ορατότητας και διαλογικότητας που να την ταυτοποιεί ως τέτοια. Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς έναν ορισμένο μερισμό του αισθητού που να την συνδέει με μια ορισμένη μορφή πολιτικής». Η πολιτική της σύγχρονης τέχνης εκ-δηλώνεται όσο παρεμβαίνει δραστικά στο αισθητό και το αναδιαμορφώνει μορφικά, αν κι όχι δραστικά. Αυτή η ενεργητική εκφορά του έργου, όταν καινοτομεί στο πεδίο των αντιλήψεων, διαταράσσοντας τις σχέσεις και τον ορίζοντα της προσδοκίας του. Μια αισθητική μορφή που διασύρει και διασύρεται στο πεδίο των αισθητών. «Μια ειδική εμπειρία», όπως θα πει ο Rancière, «που αναστέλλει τις συνηθισμένες συνδέσεις όχι μόνο μεταξύ εμφάνισης και πραγματικότητας, αλλά και μεταξύ μορφής και ύλης, ενεργητικότητας και παθητικότητας, νόησης και αισθητότητας». Συμβαντικές, παραδειγματικές μετατοπίσεις που δεν διασαλεύουν μόνο την κατανόηση μας αλλά και τον ορίζοντα της επιθυμίας μας. Παραδείγματα μιας άλλης κατανόησης αλλά και μιας άλλης απόλαυσης. Ο Rancière θα πει: μιας άλλης αθρωπινότητας. Προνομίες μιας «αισθητικής αυτονομίας» που δεν είναι η αυτονομία όμως του ναρκισσευόμενου έργου αλλά «η αυτονομία μιας μορφής αισθητής εμπειρίας».  
Ο Rancière συνεχώς αντιπαραβάλει την σχεσιακή αισθητική της σύγχρονης τέχνης με το ερμητικό έργο του μοντερνισμού, απ’ την άλλη όμως αναγνωρίζει και στις δύο πλευρές επιθυμίες πολιτικής χειραφέτησης. Έτσι, μια ολόκληρη σειρά εννοιολογικών διακρίσεων επιστρατεύεται για να διακρίνει διαφορές και πολιτικές σε όλο και πιο βαθιές μετατοπίσεις, ακριβώς «στην ίδια τη καρδιά της αισθητικής εμπειρίας», εκεί όπου εκδηλώνονται οι διαφορές και οι προσεγγίσεις των αντικειμένων της τέχνης, η ανοικτότητα κι η κλειστότητά τους, η εμπειρία της κοινωνίας τους, αυτή η μεταβλητή τους προσβασιμότητα. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με αισθητικές αποκρυσταλλώσεις κοινοτήτων που διανοίγουν έναν χώρο, μια δυνατότητα χώρου, πέραν της παθητικότητας των αντικειμένων αλλά και πέραν του νοήματος. «Η πολιτική της τέχνης στο αισθητικό καθεστώς της τέχνης, η μάλλον η μεταπολιτική της», υποστηρίζει ο Rancière, «έχει καθοριστεί απ’ αυτό το ιδρυτικό παράδοξο: στο καθεστώς αυτό η τέχνη είναι τέχνη μόνο στο βαθμό που είναι και μη τέχνη, κάτι άλλο από τέχνη». Μια διαστροφή που κυριαρχεί και χαρακτηρίζει τη σύγχρονη τέχνη αλλά που για τον Rancière όμως, είναι «ακατάπαυστα εν δράσει» σε κάθε έργο, σε κάθε αλήθεια έργου και σε κάθε αισθητική του καθήλωση. Η διαφορά εντοπίζεται στην εμβέλεια της απεύθυνσης και στη ριζοσπαστικότητά της. Το μοντερνίστικο έργο αναλώνεται στο περιβάλλον του ειδικού του ενδιαφέροντος, για τον Rancière, ενώ η σύγχρονη τέχνη, υπονομεύοντας την ίδια την αξιωματική της διαφορά, πραγματώνει την διευρυμένη της κοινωνική πραγματικότητα. «Δεν υπάρχει μεταμοντέρνα ρήξη», θα σημειώσει, «υπάρχει μια εξ υπαρχής αντίφαση που είναι ακατάπαυστα εν δράσει. Η μοναξιά του έργου φέρει μια υπόσχεση χειραφέτησης. Αλλά η εκπλήρωση της υπόσχεσης είναι η κατάργηση της τέχνης ως χωριστής πραγματικότητας, ο μετασχηματισμός της σε μια μορφή ζωής». Η αισθητική αυτονομία του έργου υποχωρεί μπροστά στις μορφογενέσεις της ίδιας της ζωής.
Ο Rancière μετεωρίζεται συνεχώς σε διαφορές και διακρίσεις και στη συνέχεια θολώνει τα διακριτά τους όρια αναγνωρίζοντάς κοινές προθέσεις. Ο αισθητισμός όμως του Flaubert, η καθαρή ποίηση του Mallarmé, αυτή η εσωτερικότητα της modernité, προσδοκούσαν, και συνεχίζουν να προσδοκούν, την επαλήθευσή τους στη διαφορά της ζωής, όπως ακριβώς κι η εικονοποιία της Beecroft, ή της Dijkstra, δυο αισθητικά παραδείγματα που κομίζει ο φιλόσοφος. Η ετερογένεια του έργου δύναται να προκαλέσει συμβαντικές διεγέρσεις στο πεδίο του αισθητού. Ο Κονστρουκτιβισμός και το Μπαουχάους, διαμόρφωσαν ένα ολόκληρο περιβάλλον καθημερινής εμπειρίας, εμμένοντας ταυτόχρονα στην απόκοσμη, φορμαλιστική τους εξάρτηση. Η τέχνη πάντα εκ-δηλώνεται μέσα στον κόσμο ακόμη κι όταν η γλώσσα της μοιάζει να ’ρχεται από αλλού. Απ’ αυτό το αλλού, που ’ναι και το αλλού, εν τέλει, της ίδιας της ζωής.

Ο Αποστόλης Αρτινός είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: