3/6/18

Ο δια-νοούμενος λόγος στον δημόσιο χώρο


Από τους «Πρωτοπόρους» και τα «Νέα Γράμματα», μέχρι τις «Αναγνώσεις» και τα διαδικτυακά sites

Στέφανος Ρόκος- Αντιόπη Πανταζή, Το κέντημα Ι: Le merveilleux tableau d’Edvard Munch à Paris, 2012-2015, χειροποίητο κέντημα: χρωματιστές κλωστές και οργάντζα σε ύφασμα, 146 x 110 εκ., από την έκθεση Δύο Κεντήματα που πραγματοποιείται στην Κλωστοϋφαντουργία Μέντη του Μουσείου Μπενάκη (Πολυφήμου 6, Πετράλωνα, Αθήνα). Μέχρι 28/7  


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Ανέκαθεν ο δημόσιος λόγος, προφορικός, έντυπος, και τώρα πια τηλεοπτικός και ηλεκτρονικός, στη μεγαλύτερη έκτασή του καλύπτεται από τα θέματα της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας, μαζί με τα λεγόμενα κοινωνικά θέματα. Οι κοινωνίες όμως δεν πορεύονται ως απλά παρακολουθήματα της εκάστοτε επικαιρότητας, αλλά με βάση διαρκέστερες παραμέτρους που τις συνέχουν. Ο πυρήνας αυτής της συνοχής δημιουργείται από τον δια-νοούμενο λόγο, που αναπτύσσεται μέσα στην περιοχή που ορίζουν και περιγράφουν τα Γράμματα, οι Τέχνες και οι Ιδέες. Κανένα πολιτικό ρεύμα, κανένα πολιτικό αφήγημα, κανένα πολιτισμικό μόρφωμα δεν ευδοκίμησε, χωρίς επαρκή ερείσματα σε αυτήν την περιοχή.
Υπάρχουν βέβαια οι ειδικευμένες εστίες παραγωγής λόγου στα επιμέρους πεδία, όπως για παράδειγμα τα λογοτεχνικά ή επιστημονικά περιοδικά και τα πανεπιστημιακά τμήματα, τα ίδια τα καλλιτεχνικά και επιστημονικά έργα. Δεν αποτελούν όμως παρά πρωτογενείς διεργασίες και εκφάνσεις, όσο σημαντικές κι αν είναι. Γιατί δεν παράγουν αυτομάτως αισθητική και ιδεολογία, δεν αποκτούν κοινωνική λειτουργικότητα, παρά μόνο μέσα από μια σύνθετη διαδικασία, που υποδέχεται όλες αυτές τις εκφάνσεις, μετατρέποντας τη συνύπαρξή τους, τον διάλογό τους, την αλληλεπίδρασή τους, σε εστίες του δημόσιου λόγου.
***
Από τη στιγμή που η νεοελληνική κοινωνία εισέρχεται οριστικά στην αστική εποχή, ήτοι κυριαρχείται από τις αντιθέσεις και τα διλήμματά της (μετά το 1922), στις δύο βασικές πλευρές της πολιτικής ζωής, την αριστερά και την αστική πλευρά, δημιουργούνται τέτοιες εστίες, που επιχειρούν να δημιουργήσουν τις αισθητικές και ιδεολογικές αναφορές που θα συνέχουν είτε τη μία είτε την άλλη πολιτική προοπτική, συνοψίζοντας τη δυναμική που προκύπτει από τα επιμέρους πεδία. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, αυτή η δυναμική εκφράζεται χαρακτηριστικότερα στα περιοδικά «Πρωτοπόροι», στο χώρο της αριστεράς, και «Τα νέα γράμματα», στον αστικό χώρο.

Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αναρωτηθεί, τι σημασία είχαν αυτά τα δύο περιοδικά για την εποχή τους, αφού ξέρουμε πως πουλούσαν ελάχιστα αντίτυπα, ενώ η κοινωνία ασχολείτο με άλλα θέματα, άλλα γούστα είχε, ακούγοντας Αττίκ και Βέμπο, ενώ η δεκαετία του 1930 σημαδεύτηκε από μείζονα πολιτικά γεγονότα, όπως π.χ. η δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Η απάντηση είναι πως η αστική κυριαρχία φτιάχτηκε ακριβώς από το περιοδικό «Τα νέα γράμματα». Και μάλιστα διαρκεί μέχρι τις μέρες μας, αυτούσια και απαράλλαχτη στον λόγο της και στα προτάγματά της. Με απόλυτη συνείδηση του ρόλου τους, μια δράκα άγνωστων νεαρών (Σεφέρης, Καραντώνης, Θεοτοκάς κλπ), δημιουργούν τον πυρήνα αυτής της εστίας, Γραμμάτων, Τεχνών και Ιδεών, απ’ όπου προκύπτει το ιδεολογικό σχήμα που συνέχει μέχρι σήμερα την νεοελληνική κοινωνία, ήτοι η μακρυγιαννική εθνική αφήγηση, καθώς και η συμβατή με αυτήν αισθητική. Η επίσημη γλώσσα σήμερα, η αντίληψη που κυριαρχεί στην εκπαίδευση, και σε μια σειρά από παραμέτρους της δημόσιας ζωής, ακολουθούν κατά γράμμα το πρόγραμμα εκείνου του περιοδικού. Γιατί εξέφρασε με επάρκεια το ιστορικό αίτημα άρθρωσης ενός αισθητικού και ιδεολογικού λόγου συνεκτικού, που να μπορεί να αποτελέσει τον πυρήνα που ηγεμονικά θα συνέχει τον ευρύτερο δημόσιο λόγο.
Το ίδιο επιχειρήθηκε να γίνει και στον χώρο της αριστεράς, όμως επνίγη εν τη γενέσει του: σύντομα το περιοδικό «Πρωτοπόροι» έδωσε τη θέση του στους ζαχαριαδικούς «Νέους πρωτοπόρους», χάνοντας έτσι αυτό το μεγάλο ιδεολογικό και αισθητικό στοίχημα. Γιατί οι εστίες παραγωγής αισθητικής και ιδεολογίας δεν οργανώνονται από τα πάνω, κατά παραγγελία, αλλά σε απόσταση από την εξουσία του χώρου τους, με αυτονομία από τους μηχανισμούς του.
Τα πολιτικά αποτελέσματα αυτού του χαμένου στοιχήματος φάνηκαν στη δεκαετία του 1940, όπου η αριστερά, διά της ήδη παρωχημένης παλαμικής ιδεολογίας της και αισθητικής της, επιχείρησε, πολιτικά, ακόμα και στρατιωτικά, να αρθρώσει ένα αντίπαλο δέος, αλλά δεν τα κατάφερε, και δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει, γιατί αισθητικά και ιδεολογικά ηγεμόνευε ο λόγος της άλλης πλευράς. Αυτή η αριστερά ήταν παρωχημένη, γιατί π.χ. την ίδια στιγμή σε όλη την πολιορκημένη Πετρούπολη τα μεγάφωνα μετέδιδαν την 7η συμφωνία του Σοστακόβιτς, ενώ τα συμμαχικά αεροπλάνα έριχναν με αλεξίπτωτα στην κατεχόμενη Γαλλία χιλιάδες αντίτυπα της ποιητικής συλλογής του σουρεαλιστή Πωλ Ελυάρ, Ποίηση και αλήθεια, όπου περιλαμβάνεται και το γνωστό ποίημα «Ελευθερία»... (Η καθ΄ ημάς κομματική αριστερά, μέχρι και το 1950, μέσα στην άγνοιά της κατάγγελλε τον Σεφέρη ως ...σουρεαλιστή, για να βουλιάξει, στη συνέχεια, ανυποψίαστη, στον μακρυγιαννισμό του).
Αυτοί ήταν ακριβώς οι όροι της πολιτισμικής υστέρησης της αριστεράς, που δεν μπορούσε να την υπερκεράσει κανένας ακτιβισμός, ακόμα και ο πιο ηρωικός. Αυτός είναι και ο λόγος που σήμερα όλη εκείνη η προσπάθεια της αριστεράς δυσφημείται με τόση ευκολία, γιατί δεν είχε να προτείνει μια διαφορετική εθνική αφήγηση, αλλά ούτε κι ένα διαφορετικό κοσμοείδωλο (το οποίο βέβαια δημιουργείται στη βάση των αισθητικών προταγμάτων). Ο παλαμικός δεκαπεντασύλλαβος, δηλαδή αυτός ο «ρυθμός του κόσμου», αντιστοιχούσε σε μια κοινωνία «αστικοτσιφλικάδικη», που έδυε, ενώ ο σεφερικός «ελεύθερος στίχος» στην αναδυόμενη αστική πραγματικότητα. Έτσι, σήμερα, εκείνο το αντίπαλο δέος που προσπάθησε να φτιάξει η αριστερά εύκολα λοιδορείται ως ανερμάτιστος βολονταρισμός. Και επειδή ιδεολογικά αυτό το επιχείρημα είναι ακαταμάχητο, έχει αλυσιδωτές συνέπειες, ακόμα και πολιτικές.
***
Η ίδια ανάγκη και αναγκαιότητα, μεταπολεμικά, βρίσκει έκφραση, αντίστοιχα, στα περιοδικά «Επιθεώρηση τέχνης» και «Εποχές». Το πρώτο δημιουργεί τις προϋποθέσεις του ρεύματος της αντιδογματικής αριστεράς, ενώ το δεύτερο συνέχει τον κεντρώο χώρο. Μεταπολιτευτικά, αυτή η ανάγκη εκφράστηκε στο περιοδικό «Ο Πολίτης», ενώ δεν έχουμε κάτι αντίστοιχο στον αστικό χώρο, αφού η ιδεολογική απονομιμοποίηση της αστικής παράταξης λόγω της δικτατορίας δεν επέτρεψε τη δημιουργία αντίστοιχων πνευματικών εστιών, παρά μόνο επιμέρους εκφράσεις, όπως είναι κάποιες σελίδες του «Βήματος» και της «Καθημερινής».
Το γεγονός ότι ο «Πολίτης», κοινωνικά, δηλαδή αριθμητικά, ήταν ένα περιθωριακό περιοδικό, που είχε μια επιλεκτική αναφορά στον, αντίστοιχα, περιθωριακό πολιτικό χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, δεν έχει καμία σημασία. Ο χώρος του πολυπληθέστερου ΚΚΕ δεν συγκρότησε τίποτα ανάλογο, παρά τις άπειρες από τα πάνω προσπάθειές του, είτε με έντυπα είτε με συνομαδώσεις καλλιτεχνών και συγγραφέων. Το δε πολιτικό αποτέλεσμα είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε από τον χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, όχι απλά γιατί έγιναν οι κατάλληλοι πολιτικοί χειρισμοί την κατάλληλη στιγμή, σύμφωνα με την λογική της τρέχουσας πολιτικολογίας, αλλά γιατί δεν θα μπορούσε να προκύψει από τον χώρο του ΚΚΕ, του οποίου η ιδεολογία και η αισθητική δεν αντιστοιχούν σε σημερινές ανάγκες και ζητήσεις. Όταν η κοινωνία «κοίταξε» προς τα αριστερά, εδώ βρήκε έναν λόγο και μια κουλτούρα που της «πήγαινε».
***
Με το πέρασμα της τυπογραφίας από τη λινοτυπία στην offset, και την είσοδο στην ψηφιακή εποχή, οι σελίδες των εφημερίδων αυξήθηκαν εντυπωσιακά, απορροφώντας τα πολιτικά και καλλιτεχνικά περιοδικά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, είναι η εποχή που οι περισσότερες εφημερίδες διαθέτουν σοβαρά ένθετα Γραμμάτων, Τεχνών και Ιδεών, που δημιουργούν αισθητικά και ιδεολογικά προτάγματα, σε αυτή ή στην άλλη κατεύθυνση. Πρόκειται για μια διαδικασία ραγδαίου εξευρωπαϊσμού της νεοελληνικής κοινωνίας, αφού ο μέσος αναγνώστης έχει πια εύκολη πρόσβαση στις πνευματικές και ιδεολογικές διεργασίες, τόσο στις εγχώριες όσο και στις διεθνείς. Στην «Αυγή», αυτή η ανάγκη και αναγκαιότητα μιας εστίας παραγωγής αισθητικής και ιδεολογίας εκφράζεται μέσα από τις σελίδες των «Ενθεμάτων», και, αργότερα, μέσα από τις σελίδες των «Αναγνώσεων».
Η επελθούσα κρίση, καθώς και η διάχυση της πληροφορίας μέσα από τους ψηφιακούς δρόμους, ανακόπτουν αυτή τη δυναμική, με τις αντίστοιχες σελίδες των εφημερίδων είτε να συρρικνώνονται, είτε να «ελαφραίνουν». Πρόκειται για μια ακόμη όψη της κρίσης, γιατί αποτυπώνει τη γενικότερη τάση απλούστευσης και έκπτωσης του δημόσιου λόγου, στο επίπεδο της τρέχουσας επικαιρότητας, της ατάκας, της αμετροέπειας, της απαξίωσης του επιχειρήματος, που με τη σειρά του αποτυπώνει το στρατηγικό αδιέξοδο της νεοελληνικής κοινωνίας. Αυτό το φαινόμενο αποτυπώνεται εμφανώς στο στρατηγικό αδιέξοδο τόσο του δεξιού όσο και του κεντρώου χώρου, στην πολιτισμική τους υστέρηση, που δεν τους επιτρέπει να δημιουργήσουν ισχυρό πολιτικό ρεύμα. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική συσσωμάτωση, έχει ακόμα αποθέματα: από εδώ προκύπτει η περιλάλητη αντοχή του.
Ας αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα. Όλα τα θέματα που άπτονται της «πολιτικής φύλου», και οι αντίστοιχες νομοθετικές πρωτοβουλίες, εδράζονται σε μια εμπεδωμένη σε αυτόν τον χώρο αντίληψη, που εδράζεται σε συγκεκριμένα κείμενα, βιβλία και επεξεργασίες, όπου περίοπτη θέση κατέχει το έργο της Judith Butler. Αν δε ψάξει κανείς τη σχετική βιβλιογραφία, θα δει στις «Αναγνώσεις», πριν από μια δεκαετία, αλλεπάλληλα δημοσιεύματα για το έργο της, τα οποία ήταν σχεδόν τα μόνα στον Τύπο εκείνη την περίοδο.
Τελειώνοντας αυτή την «περιήγηση», φθάνουμε στα πολυπληθή sites, τα οποία πλέον αποτελούν μεγάλο κομμάτι του δημόσιου λόγου, όμως δεν καλύπτουν την αναγκαιότητα συνθετικών πνευματικών διαδικασιών, τουλάχιστον μέχρι τώρα (και παρά τις αξιόλογες προσπάθειες, όπως π.χ. αυτή του Χρόνου), γιατί κινούνται με τη λογική της «ειδίκευσης» σε επιμέρους πεδία. Επιπλέον, παρ’ ότι τα περισσότερα ξεκινούν με αξιώσεις ποιότητας, ο ίδιος ο χαρακτήρας του μέσου, που προσφέρει άπειρο χώρο, τα διολισθαίνει στην χαλάρωση της αναγκαίας πειθαρχίας. Αλλά και τα sites πλέον απειλούνται από τα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης», όπου κυριαρχεί η ατάκα και η έλλειψη επιχειρήματος, με αποτέλεσμα ο δημόσιος λόγος να φτωχαίνει όλο και περισσότερο.
Αν ανοίξουμε το κάδρο, θα δούμε ότι και η πασιφανής κρίση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας υπόκειται σε αυτή την εξέλιξη. Γιατί έχασε την προνομιακή σχέση της με τους ανθρώπους των Γραμμάτων, των Τεχνών, των Ιδεών, με τις διεργασίες, με τις πνευματικές εστίες που παρήγαγαν δια-νοούμενο λόγο στον δημόσιο χώρο. Αντίθετα, τα συντηρητικά κόμματα, σε όλες τις εκδοχές τους, τροφοδοτούνται από το απόθεμα και την ισχύ των κυρίαρχων αντιλήψεων, που αναπαράγονται απρόσκοπτα από τους μηχανισμούς της αγοράς, της «επικοινωνίας» και του εθνικού φαντασιακού, οι οποίοι είναι θηριώδεις. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τι ιδεολογικό και πολιτισμικό φορτίο συνόψιζε ο Βίλλυ Μπραντ ή ο Μιτεράν, και τι εκφράζει σήμερα ο Σουλτς ή ο Μακρόν. Φυσικά, ιδεολογικό και πολιτισμικό φορτίο συνεχίζει να παράγεται, όμως δεν γονιμοποείται και δεν γονιμοποιεί στο προσκήνιο του δημόσιου λόγου αλλά επιβιώνει στις παρυφές του. Έτσι έχουμε, από τη μια, το γκέτο του σοσιαλδημοκρατικού «πολιτικού προσωπικού», μέσα στους μηχανισμούς της εξουσίας, και, από την άλλη, άπειρα μικρά γκέτο πολιτιστικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων στο περιθώριο. Η απόστασή τους όλο και μεγαλώνει, και η κρίση βαθαίνει. Γιατί πλέον οι κοινωνίες δεν έχουν την παραδοσιακή δομή και συνοχή τους, αλλά αποτελούνται από άπειρες επιμέρους συσσωματώσεις. Η προσέγγιση, η συνομιλία, η ανάδειξη, η σύνθεση αυτών των επιμέρους είναι το ζητούμενο σήμερα, αντί για τον γενικευτικό, και άρα άκυρο λόγο, τον λόγο του «μέσου όρου» που εκφέρεται στον δημόσιο χώρο, και φυσικά δεν πείθει, γιατί απευθύνεται σε μια κοινωνική δομή που δεν υπάρχει πια.

***
Τι προκύπτει από αυτήν περιήγηση; Για όσους δεν θέλουν να είναι αθύρματα του καιρού, νομίζω ότι προκύπτει η διαπίστωση της αδήριτης αναγκαιότητας πνευματικών εστιών στον δημόσιο λόγο, όπου θα συνομιλούν λόγοι από διαφορετικά πεδία, γιατί μόνο έτσι παράγονται αισθητικά και ιδεολογικά προτάγματα. Αλλά προϋπόθεση είναι να συνομιλούν ως δια-νοούμενοι λόγοι, και όχι ως δημοσιογραφικοί ή πολιτιστικοί, όχι ως υποκατάστατα δια-νοούμενων λόγων. Μόνο έτσι φτιάχνονται διάρκειες –πολιτικές, ιδεολογικές, πολιτισμικές–, αντί για έωλες εντυπώσεις και συσσωματώσεις που τις σαρώνει το πρώτο αεράκι.
Δεν έχει σημασία ποια είναι η αφετηρία, η κατ’ αρχήν αναφορά του κάθε εντύπου, της κάθε διαδικασίας. Τα «Νέα γράμματα» ήταν κατά βάση ένα λογοτεχνικό περιοδικό, η «Επιθεώρηση τέχνης» ήταν αυτό που δηλώνει ο τίτλος της, ο «Πολίτης» ήταν ένα περιοδικό πολιτικών ιδεών, οι αειθαλείς «Σημειώσεις», με τον μινιμαλιστικό τίτλο τους,  ξεκίνησαν επίσης ως ένα λογοτεχνικό περιοδικό, όπως αντίστοιχα επιθεωρήσεις βιβλίου είναι κατά βάσιν τα Athens review of books και The Books' Journal, που έχουν σημαίνοντα ιδεολογικό ρόλο στην επιχειρούμενη ανασυγκρότηση του ασθμαίνοντος κεντρώου χώρου. Όλα τους όμως ορίστηκαν, και ανοίχθηκαν, στην ευρύτερη περιοχή που ορίζουν τα Γράμματα, οι Τέχνες, οι Ιδέες, δημιουργώντας έτσι μια διαδικασία γόνιμη και αναντικατάστατη. Μόνο με μια τέτοια ευρύτητα, μόνο με τη συνάρθρωση διαφορετικών λόγων το κατάφεραν αυτό, αλλιώς θα παρέμεναν στην κατηγορία των ειδικών εντύπων, χωρίς εκείνη την κρίσιμη σημασία που αξιώθηκαν.
Ο λόγος τέτοιων εντύπων και των σελίδων, αν τον δούμε ως σύνολο, είναι λόγος δοκιμιακός, άσχετα αν συντίθεται από κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, φιλοσοφικά άρθρα, βιβλιοκρισίες, σχόλια, ακόμα και λογοτεχνικά κείμενα. Δεν είναι λόγος εξειδικευμένος, ούτε βέβαια και λόγος επικαιρικός.
Όλες αυτές οι προσπάθειες, όλα αυτά τα έντυπα, στην εποχή τους κατηγορήθηκαν ως «βαριά», «ελιτίστικα» κλπ. Ιδιαίτερα στον νεοελληνικό δημόσιο χώρο, όπου η αγραμματοσύνη περισσεύει. Ποιος όμως θυμάται σήμερα τους διαπρύσιους κατηγόρους; Άλλωστε, η σημασία τέτοιων εντύπων βεβαιώνεται από τη διάρκεια και τη λειτουργικότητας των κειμένων τους, τα οποία ζουν δεύτερες και τρίτες ζωές, περιλαμβανόμενα σε βιβλία. Μια πρακτική που έχει ατονήσει μεν, αλλά συνεχίζεται ακόμη και σήμερα (π.χ., περισσότερα από είκοσι βιβλία και συλλογικοί τόμοι αποτελούνται αποκλειστικά από κείμενα δημοσιευμένα στις σελίδες των «Αναγνώσεων», ενώ πολλά άλλα περιλαμβάνονται σε βιβλία συνεργατών μας).
Επίσης, είναι γνωστό πως τα έντυπα που ανέφερα, και αρκετά ακόμη βέβαια, όπως και τα ένθετα των εφημερίδων, όχι μόνο δεν κατασκευάστηκαν από κάποιον μηχανισμό, οποιουδήποτε είδους, αλλά διεκδίκησαν την αυτονομία τους ως αυτονόητη. Άλλωστε, σε όλη την ιστορική διαδρομή οι ιδέες και οι τέχνες υπάρχουν μόνο διεκδικώντας συνεχώς την αυτονομία τους από τους κάθε λογής μηχανισμούς εξουσίας, ακόμα και από εκείνους που έχουν τις καλύτερες προθέσεις. Άλλοτε τη διεκδίκησαν με τρόπο που ενίσχυσε τη μυθολογία τους και την αίγλη τους, όπως έγινε π.χ. με την «Επιθεώρηση τέχνης», και άλλοτε σιωπηλά: ο Άγγελος Ελεφάντης παρατηρούσε, ότι για δυο δεκαετίες, δηλαδή μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, στις σελίδες της «Αυγής» δεν υπήρχε ούτε μία αναφορά στον «Πολίτη»...
Μόνο έτσι γίνεται. Διαφορετικά, χωρίς την αυτονομία τους, αυτές οι εστίες ακυρώνονται, όπως π.χ. συνέβη με τους «Πρωτοπόρους», αλλά και, πιο κοντά στις μέρες μας, με ένθετα εφημερίδων που ξεκίνησαν με πολύ υψηλές προϋποθέσεις και αξιώσεις, και κατέληξαν να «μοιάζουν» απελπιστικά με τις υπόλοιπες σελίδες των εφημερίδων τους, ως απλές σελίδες παρουσίασης. Σελίδες χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί πια την «πληροφορία» την γνωρίζουμε από τόσες άλλες πηγές. Και, σελίδες χωρίς δικό τους, «προστιθέμενο» κοινό, γιατί οι λόγιες κοινωνικές κατηγορίες έχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις, ενώ το λεγόμενο «λαϊκό κοινό» είτε αρκείται στο ίντερνετ, είτε προτιμά το «Πρώτο θέμα»...
Τέλος, μία ακόμη επισήμανση. Τέτοιου είδους πνευματικές εστίες δεν οφείλουν την ύπαρξή τους στους πρωτεργάτες τους ή ακόμα και σε όλους όσοι συμμετείχαν στις διαδικασίες τους, δεν τους «ανήκουν». Γιατί αυτές οι εστίες δεν «κατασκευάζονται». Άπειρες είναι άλλωστε οι αποτυχημένες κατασκευαστικές απόπειρες, με κορυφαίο παράδειγμα την «Αγγλοελληνική επιθεώρηση» (1945-1955), με τους ίδιους πάνω κάτω συντελεστές των «Νέων γραμμάτων», που όμως δεν κατάφερε να κάνει τίποτα το αξιόλογο. Αυτού του είδους οι πνευματικές εστίες δεν κατασκευάζονται, αλλά προκύπτουν. Ως αναγκαιότητα. Όταν βρίσκουν κάπου ένα έρεισμα, το οποίο βέβαια έχει συνείδηση αυτής της αναγκαιότητας, έλκουν μια ολόκληρη δυναμική. Και οι «Αναγνώσεις» ξεκίνησαν ως ένα ένθετο βιβλίου, και κατά βάση παραμένουν μέχρι σήμερα, αλλά ταυτόχρονα είναι κάτι πολύ περισσότερο, έλκοντας αυτή ακριβώς τη δυναμική (κάθε χρονιά συνεργάζονται στις σελίδες μας περί τους 200 συγγραφείς, καλλιτέχνες, επιστήμονες, που αποτελούν μόνο ένα μέρος ενός ευρύτερου κύκλου).
Η διαδικασία αυτή δεν έχει τέλος, γιατί η αναγκαιότητά της είναι διαρκής. Πάντα θα προκύπτουν τέτοιες εστίες, ιδιαίτερα στο χώρο της αριστεράς. Μέσα από αυτή ή την άλλη μορφή. Σε μικρότερη ή μεγαλύτερη αντίθεση με τις κυρίαρχες θεσμίσεις. Σε πείσμα όλων των καιρών, σε πείσμα όλων των εκτάσεων, όπως το λέει ο ποιητής· σε πείσμα όλων των συγκυριών και των κοντόθωρων αντιλήψεων. Γιατί μετέχουν στη διαδικασία δημιουργίας της συνείδησης της ιστορίας.
***
Δεν είμαι ούτε «αισιόδοξος» ούτε «απαισιόδοξος» (άλλωστε, αυτό το «θέμα» έχει λυθεί, στην Επιθεώρηση τέχνης φυσικά, ήδη από τη δεκαετία του 1950...). Ποια είναι λοιπόν, συμπερασματικά, η γνώμη μου για τη θέση του δια-νοούμενου λόγου στον δημόσιο χώρο σήμερα; Όταν πριν από 16 χρόνια ξεκινούσαμε τις «Αναγνώσεις», στο πρώτο φύλλο τους έγραφα ένα σημείωμα που εκκινούσε από  τους στίχους του Κ. Γ. Καρυωτάκη:
Ας υποθέσουμε ότι δεν έχουμε φτάσει/ από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής
Σήμερα, δεν θα είχα να πω κάτι άλλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: