24/6/18

Αυθεντικότητα και αξιοπρέπεια

ΤΗΣ ΜΙΝΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

Νίκος Παπαδόπουλος, Άτιτλο, 2002- 16, χώμα, μικτή τεχνική, 72 x 92 x 32 εκ.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΣ, Θαμπές ζωές, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 200

Θαμπές Ζωές : θλιβερές εκδοχές μιας πραγματικότητας στριμωγμένης σε λίγα τετραγωνικά που βλέπουν σε ακάλυπτο φυλακισμένων ψυχών. Μια πικρή γεύση αφήνουν τα περισσότερα από τα 33 κείμενα του Γιάννη Παπά, σ’ ένα βιβλίο πεζογραφημάτων που θα μπορούσε να χωριστεί σε τρεις υποενότητες (ιστορικά, κοινωνικά, ερωτικά). Καταιγισμός ευαισθησίας, θυμού και αγανάκτησης.
Τα ιστορικά έχουν την ικανότητα να μας μεταφέρουν πληροφορίες για  πρόσφατα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Πρόκειται για προσεγμένη καταγραφή μιας επώδυνης πραγματικότητας που γίνεται πιο οικεία μέσω των επιλεγμένων προς εξιστόρηση περιστατικών. Ο αριστερός γαμπρός και ο φασίστας πεθερός, η νεαρή αγωνίστρια του ΕΑΜ που εκτελείται, η μεταφερόμενη σε άλλους τόπους μαχήτρια.
Συμβάλλει ο συγγραφέας μέσω της λογοτεχνικότητας και της αμεσότητας του κειμένου να προσεγγίσουμε την ψυχολογία, τα πάθη των πρωταγωνιστών  ͘ να αντιληφθούμε το επώδυνο της θυσίας, όπως στο συγκλονιστικό «Λίγο πριν την αυγή» ή στο ανατρεπτικό ιστορικά «Χιτώνιο – ποιος θα μου δώσει πίσω τα παιδικά μου χρόνια;»
Οι ιστορικές περσόνες που διασώζει  δεν είναι πάντα άγνωστες. Ο εις εκ των δολοφόνων του Λαμπράκη, ο Γκοτζαμάνης, στο «Νύχτα με έναν τραμπούκο». Ο φοβερός Θωμάς Γκαντάρας, ο επονομαζόμενος και «μαύρος λήσταρχος». Και λόγω του πεζογραφήματος του Γιάννη Παππά «η τελευταία φωτογραφία» διασώζεται η τρομερή μορφή του αλλά και η ερμηνεία της πορείας του.

 Τα κοινωνικά πεζογραφήματά του εμπλέκονται με τα ερωτικά.  Δίνουν την αίσθηση ότι θέλεις να ανασάνεις και δεν μπορείς…ανοίγεις τα πορτοπαράθυρα …κι αέρας δεν μπαίνει… θες ουρανό και ζεις στο υπόγειο… «…νοικιάσαμε ένα μικρό σπίτι στο Κουκάκι. Ημιυπόγειο. Από την κουζίνα έβλεπες τα πόδια των ανθρώπων που περνούσαν στο πεζοδρόμιο και άκουγες τις κουβέντες τους. Όταν έβρεχε, γεμίζαμε νερά. Μέσα σε λίγα τετραγωνικά έκλεισα τη ζωή μου…» (σελ. 19, «Η Νίτσα με τ’ όνομα»).
Αποτυπώνεται ο πόνος, η σκληρότητα της ζωής, οι χαμένοι αγώνες. Περίεργοι ή μη, οι τύποι που φιγουράρουν στο βιβλίο τονίζουν την ισχύουσα κοινωνική διαφοροποίηση για το φυσιολογικό και το επιτρεπτό σε άνδρες και γυναίκες και αποτυπώνουν το πώς τη διαχειρίστηκαν προσπαθώντας «τουλάχιστον να ζήσουν ό,τι μπόρεσαν» (σελ.  23, «Η Νίτσα με τ’ όνομα»).
Δείχνει την άλλη όψη του νομίσματος για τις γυναίκες «ελαφριάς ηθικής», αλλά και τους άνδρες που ξεστράτισαν. Το πώς ένιωσαν, το γιατί λειτούργησαν προκαλώντας τον καθωσπρεπισμό, το πώς αναζήτησαν, με τα δικά τους μέτρα και σταθμά ό,τι θεώρησαν πως τους ανήκε. Το πώς τους εκμεταλλεύτηκαν και τους χρησιμοποίησαν οι αμέμπτου ηθικής συμπολίτες!. («Ακούς εκεί «παλιογυναίκα», «ο τραβεστί και το σκυλί»)
Σε άλλα πάλι, μειδιάς για το ευφυές της σύλληψης, όπως στο «Δύο απ’ όλα» ή στο «Λεμονιά, η ποιήτρια!». Θυμίζουν τα κείμενα ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.  Ηθογραφεί την ελληνική κοινωνία, καταγράφει τις αντικειμενικές συνθήκες ζωής, ερμηνεύει συμπεριφορές.
Τα κείμενά του έχουν σπιρτάδα, γρηγοράδα, αγνότητα αλλά και ατάκες αντίστοιχες εκείνων των ταινιών. Έχουν την αλήθεια και την αυθεντικότητά τους. Κατά κύριο λόγο, το πρώτιστο προσόν της γραφής του είναι η αυθεντικότητα! Έτσι καταφέρνει και αποτυπώνει τα ήθη και τις συνήθειες μιας άλλης Ελλάδας, όχι πολύ μακρινής, πολύ όμως αληθινής.
Βίωμα και μνήμη ενυπάρχουν και λειτουργούν ως κινητήριος δύναμη. Ο τόπος καταγωγής, η αγαπημένη Ήπειρος παντού. Εμφανής όμως και η αριστερή ιδεολογία του συγγραφέα, όχι μόνο στα περιστατικά και το περιεχόμενο των διηγημάτων του αλλά και στον υποσυνείδητο ή συνειδητό τρόπο που χρησιμοποιεί τη γλώσσα και τη λογοτεχνία ερμηνεύοντας τα τεκταινόμενα και προβληματίζοντας τον αναγνώστη.
Παντού υπάρχει η τοποθέτηση για τους δρώντες αλλά όχι τιμωρούμενους στην σύγχρονη Ελλάδα και η κριτική ματιά. Όχι, όλοι μαζί δεν τα φάγαμε! Με τις Θαμπές Ζωές φέγγει την πραγματικότητα της επαρχίας και των ονείρων των φτωχικών παιδικών χρόνων, ανθρώπων που τελικά δεν καταχράστηκαν παρά μόνο τη φαντασία τους για να γλυκάνουν την καθημερινότητά τους και να φωτίσουν τη σκοτεινή ζωή τους! («Πασχάλης ο καυλιάρης»)
Ο λόγος του Παππά είναι λιτός και αιχμηρός, κάποτε αριστοφανικά κυνικός.  Η απλότητα της γραφής , το χιούμορ, ο παρατακτικός λόγος, η τσεκουράτη έκφραση, η σύντομη έκταση των περισσοτέρων, όπλα του συγγραφέα.
Στα περισσότερα πεζογραφήματα του χρησιμοποιεί την τεχνική της πρωτοπρόσωπης αφήγησης ή του εσωτερικού μονολόγου και της εξομολόγησης. Η αμεσότητα επιτυγχάνεται εύκολα, με μια αίσθηση οικειότητας που αποκτιέται υποσυνείδητα ανάμεσα σε αφηγητή και αναγνώστη. Ενεστώτας και παρατατικός οι χρόνοι χρήσης του ρήματος , δίνουν την αίσθηση ενός παρόντος ενεργού και ενός παρελθόντος όχι μακρινού. Έτσι οι ζωές που παρουσιάζονται έχουν την μορφή  καταστάσεων διαρκείας: και βασάνων και νοσταλγίας!
Οι πολλοί ήρωες και οι ηρωίδες του Παππά πάσχισαν για την αξιοπρέπεια στην καθημερινότητα τους και τον τρόπο που κάλυπταν τις βασικές τους ανάγκες μέχρι την αξιοπρέπεια του παιχνιδιού, όπως καταγράφεται στη «Δερμάτινη μπάλα». Και φαίνεται εκεί με τον συγκινημένο μεσήλικα ήρωα πως ό,τι μας συνόδεψε ως όνειρο στην παιδική ηλικία, δεν μας εγκαταλείπει ούτε στην ενηλικίωση.
Στις Θαμπές ζωές οι άνθρωποι νοιάστηκαν για την μπουκιά ουρανού που όλοι επιθυμούμε! Μόχθησαν, αγωνίστηκαν και διέσωσαν την αξιοπρέπειά τους. Μια αξιοπρέπεια που δεν έχει εθνικότητα ...έχει χαρακτηριστικό γνώρισμα τον αγώνα: «Πίσω θα μας πάνε καρφωμένους, όταν κλείσουμε τα μάτια».

Η Μίνα Πετροπούλου είναι φιλόλογος - δρ Κοινωνιολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: