Για την ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου
ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗ
Καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους κι ενώ εγώ προσπαθώ να
διαβάσω τα ονόματα των αφηγητών και των λοιπών συντελεστών της ταινίας του
Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, στο μυαλό μου εγκαθίσταται ένα, εκ πρώτης όψεως,
φιλολογικό ερώτημα: ελεγείο ή εποποιία; Ελεγείο γι’ αυτούς που έδωσαν τη ζωή
τους με το όνειρο και την ελπίδα ενός καλύτερου κόσμου ή εποποιία για εκείνους
που, ακουσίως πολλές φορές, επέζησαν και μετά τον πόλεμο ρίχτηκαν στον αγώνα
για να να ξανακτίσουν τη ζωή τους και
την πατρίδα τους εκ του μηδενός, περισώζοντας ταυτόχρονα και την ατομική τους αξιοπρέπεια
από τη νέα κατάσταση πραγμάτων που αναδύθηκε από τα ερείπια;
Κι ενώ
δεν προλαβαίνω να απαντήσω στο, ουδόλως εντούτοις φιλολογικό αυτό ερώτημα, ένας
στίχος του προφητάνακτος Δαυίδ εγκαθίσταται κυρίαρχος στη σκέψη μου: πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα
κύματα σου επ’ εμέ διήλθον. Ο Δαυίδ βέβαια
απευθύνει το στίχο του στον Κύριο του και θεό του, αλλά εγώ, τώρα, τον
διαβάζω ως αναφορά στην πατρίδα μου και σ’ αυτά που μας δείχνει με τα
ντοκουμέντα που μας παρουσιάζει ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος, τις αφηγήσεις δηλαδή
όσων επέζησαν και τις φωτογραφίες που διασώθηκαν και την ιστορία τους.
Είναι λοιπόν αυτή της πατρίδας μου η σημαία; Όχι, ή
μάλλον όχι μόνο, μας λέει ο σκηνοθέτης με την ταινία του. Και μας το επιβεβαιώνουν οι δύο ποιητές μας. Για
να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή, θέλει νεκροί χιλιάδες νά ’ναι στους Τροχούς,
θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους, λέει ο Οδυσσέας Ελύτης. Και ο
Γιάννης Ρίτσος με τη δύναμη της απελπισίας, που μόνο ένας δεσμώτης μπορεί να
έχει συνεχίζει,: Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει.
Έτσι λοιπόν γίνηκαν τα πράγματα στα Βούρβουρα της
Αρκαδίας και έτσι ακριβώς γίνηκαν τα πράγματα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Ο
σκηνοθέτης με το δικαίωμα του δημιουργού αναγορεύει το μικρό χωριό του της
ορεινής πατρίδας του στην Ελλάδα της Ελλάδος, όπως ο αρχαίος ποιητής είχε
κάποτε αναγορεύσει την Αθήνα ως Ελλάδα της Ελλάδος. Βέβαια τα Βούρβουρα δεν
είναι το δαιμόνιον πτολίεθρον της αρχαιότητας. Είναι ένα πολύ μικρό χωριό και
εν σχέσει με τα γειτονικά χωριά και πολύ περισσότερο εν σχέσει με την Τρίπολη
και τη Σπάρτη, και ζει ακόμη στην εποχή της ανταλακτικής οικονομίας. Οι
κάτοικοι του πορίζονται τα πάντα από τη γη – και αυτά που χρειάζονται για την
οικογένεια τους και αυτά που πρέπει να ανταλλάξουν με τους άλλους συγχωριανούς
τους για να πάρουν αυτά που οι ίδιοι δεν έχουν ή να τα δώσουν στο μαγαζάτορα
του χωριού για να αγοράσουν τα λοιπά χρειαζούμενα. Τα βράδια φωτίζουν τα σπίτια
τους με τους αρχαίους λύχνους με το λάδι
και το φυτίλι, ενώ το μαγαζί, που είναι και το καφενείο, φωτίζεται με λάμπες
λουξ. Έχουν όμως και ένα σχολείο, μονοθέσιο, όπου το χειμώνα οι μαθητές
προσέρχονται προσκομίζοντες και τα ξύλα που χρειάζονται για τη σόμπα του
σχολειού αλλά και για τη σόμπα της δασκάλας, της κυρίας Αταλάντης. Εκεί, λίγο έξω από το χωριό, δύο χρόνια μετά τους
πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας θα οργανώσουν και τους δικούς τους
αθλητικούς αγώνες με όλα τα αθλήματα και με όλους τους κανόνες και με τη συμμετοχή
αθλητών και εκατοντάδων θεατών από τα γειτονικά χωριά.
Δεν μας λέει ο σκηνοθέτης-αφηγητής για τη στάση των
συγχωριανών του στους βαλκανικούς πολέμους ούτε για τη στάση τους στα χρόνια
του διχασμού. Εμείς εντούτοις από τον τρόπο της ζωής τους εικάζουμε ότι μάλλον
θα ήταν με το μέρος του Κωνσταντίνου, απλώς και μόνο γιατί αυτός ήταν ο
Βασιλιάς.
Οι άνθρωποι, μας λέει ο πολιός Κάρολος Μαρξ, φτιάχνουν
την ιστορία τους σε συνθήκες και περιστάσεις που δεν τις επιλέγουν οι ίδιοι,
αλλά που είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων του παρελθόντος, που τώρα ζητούν τη
βοήθεια τους για να αναδυθούν στην ιστορία. Έτσι έγινε και με τους δικούς μας
αφηγητές : Δεν επέλεξαν αυτοί να πολεμήσουν ούτε τους Ιταλούς του Μουσολίνι στην
Αλβανία, ούτε τους Γερμανούς κατακτητές του Χίτλερ στο Ρούπελ και αργότερα,
όταν θα έχει φουντώσει η Αντίσταση, στον Πάρνωνα, στον Ταΰγετο και τα άλλα βουνά και τους κάμπους. Αυτοί απλώς
αποδέχτηκαν την πρόκληση, που ήταν και ο καταλύτης που τους οδήγησε από την
προϊστορία στην ιστορία αλλά και τις
δολοπλοκίες της.
Εφεξής θα
ακολουθούν τη μοίρα της πατρίδας τους όπως όλοι οι έλληνες και στη δόξα και
στις θυσίες και στις συνέπειες. Τριάντα πέντε συγχωριανοί τους θα εκτελεστούν
από τους Γερμανούς, ενώ πολλοί, ακολουθώντας το κάλεσμα του ΕΛΑΣ, θα ενταχθούν
στις γραμμές του και αργότερα, για να αποφύγουν τις συνέπειες της ένταξής τους
αυτής, μερικοί θα καταφύγουν στον Εμφύλιο και τις συνέπειες του. Για την ένταξή
τους στον ΕΛΑΣ είχαν μετρήσει οι παραδόσεις του Μωριά. Για την ένταξη τους στον
Δημοκρατικό Στρατό αποφάσισαν οι παρακρατικές ομάδες, που μετά τη Βάρκιζα είχαν
κυριαρχήσει και στην Αρκαδία. Δεν είχαν καταλάβει ούτε βέβαια μπορούσαν να το
καταλάβουν οι άνθρώποι αυτοί, που τώρα ξανάπερναν το δρόμο για τα βουνά, ότι η
Πατρίδα τους μετά τον πόλεμο είχε προσδεθεί στο άρμα της Αγγλίας και εφεξής και
για πολλά χρόνια θα ήταν ένα απλό πιόνι
στο αδυσώπητο παιγνίδι του Ψυχρού Πολέμου. Και πολύ περισσότερο δεν είχαν καταλάβει
ότι, όποια και να ήταν η έκβαση της
εμφύλιας σύγκρουσης, θα ήταν αυτοί που εντωμεταξύ θα πλήρωναν το τίμημα. Έτσι η
Ελλάδα βρέθηκε για πολλές δεκαετίες μοιρασμένη στα δύο: Στους εθνικόφρονες και
στους εαμοβούλγαρους. Οι εαμοβούλγαροι έπρεπε να είναι στη φυλακή ή στην
εξορία, ενώ οι εθνικόφρονες για να μπορούν να παραμένουν εθνικόφρονες έπρεπε
ανά πάσαν στιγμήν να επιβεβαιώνουν την πίστη τους στην κρατούσα εθνικοφροσύνη.
Το βαρύ χαρτί όμως στα χέρια των νικητών της Βάρκιζας
και του Εμφυλίου ήταν, όπως αποδείχθηκε, αυτό που έμεινε στην Ιστορία με το όνομα «πιστοποιητικό κοινωνικών
φρονημάτων». Εφεξής, αν δεν διέθετες αυτό το χαρτί, δεν θα μπορούσες ούτε να
αναπνεύσεις. Έτσι ήταν που οι άνθρωποι
αναζήτησαν τη ζωή τους στην ανωνυμία των
μεγάλων πόλεων και στην οικοδομή, τη μόνη δουλειά που δεν σου ζητούσαν το μαγικό χαρτί. Και στις γέφυρες
και στις γραμμές του Ηλεκρικού, που έπρεπε να φτάσει τα χρόνια εκείνα στο
Μαρούσι. Κι έτσι ήταν που μερικοί αναζήτησαν κατοικία από τις αρχές της
δεκαετίας του ’50 σ’ αυτό το αρβανιτοχώρι, γιατί αυτό ήταν τα χρόνια εκείνα το
Μαρούσι. Και είναι αυτός ο λόγος που ο
σκηνοθέτης παρουσιάζει παρελαύνουσα τη σημαία τη πατρίδας μας και στα Βούρβουρα
και στο Μαρούσι. Στα Βούρβουρα ακολουθούμενη από δέκα μόνο μαθητές και στο Μαρούσι
από εκατοντάδες. Και είναι αυτός ο λόγος που παρουσιάζει τον Ηλεκτρικό –όντως
εντυπωσιακά πλάνα– να περνάει πάνω στις γραμμές, που αυτοί είχαν στρώσει και στις
γέφυρες που αυτοί είχαν χτίσει.
Θα μπορούσα με αφορμή τις αφηγήσεις και τις
ερειπωμένες φωτογραφίες του Χαραλαμπόπουλου να μιλάω επί πολύ∙ δεν θα είχε
νόημα, γιατί τα ντοκουμέντα μιλούν από
μόνα τους και γιατί τα δικά μου μάτια δεν είναι καλύτερα από τα δικά
σας. Θα υπενθυμίσω μόνο δύο αναφορές,
ενδεικτικές του κλίματος της εποχής: Έπιασε
δουλειά 50 με 60 φορές, λέει ο πρώτος αφηγητής, και ισάριθμες φορές τον
απέλυσαν. Μετείχε στις διαδηλώσεις για την Κύπρο το 1953 ο θείος Στράτος,
φοιτητής ων της Παντείου εκείνα τα χρόνια, και η Αστυνομία τον συνέλαβε και τον
παρέπεμψε μαζί με άλλους στο δικαστήριο. Το
δικαστήριο με την υποστήριξη και του Μακαρίου τον αθώωσε αλλά μόλις πέρασε την πόρτα του δικαστικού μεγάρου
η Αστυνομία τον συνέλαβε εκ νέου και αυτή τη φορά τον έστειλε στο στρατόπεδο
του Αγίου Ευστρατίου, όπου βέβαια δεν χρειαζόταν δικαστική απόφαση για να σε
στείλουν για ένα ή δύο ή περισσότερα χρόνια. Από εκεί θα φύγει στις 20-4-1957,
όχι όμως ως ελεύθερος πολίτης αλλά... ως αδειούχος εξόριστος.
Ελεγεία λοιπόν ή εποποιία; Ίσως και τα δύο θα έλεγα και,
οπωσδήποτε, ευκαιρία αναστοχασμού. Χρόνος παρών και χρόνος παρελθών συνυπάρχουν
ασφαλώς στον μελλοντικό χρόνο, θα πρόσθετα, παραλλάσσοντας το γνωστό στίχο του
Έλιοτ.
Θα έπρεπε από την αρχή να σας είχα προειδοποιήσει: Δεν
είμαι ούτε τεχνοκριτικός, ούτε πολύ περισσότερο κριτικός ή θεωρητικός του κινηματογράφου. Για όσα είπα
διεκδικώ εύσημα για την ειλικρίνεια μου αλλά όχι και για την αμεροληψία μου.
Ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης είναι ποιητής
Νίκος Παπαδόπουλος, Άτιτλο, 2018, μολύβι και μελάνι σε χαρτί, 75 x 55 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου