3/6/18

Φυλετικές θεωρίες

Στέφανος Ρόκος- Αντιόπη Πανταζή, Το κέντημα ΙI / Embroidery II. 2012-2015, χειροποίητο κέντημα: χρωματιστές κλωστές και οργάντζα σε ύφασμα, 146 Χ 110 εκ., από την έκθεση Δύο Κεντήματα που πραγματοποιείται στην Κλωστοϋφαντουργία Μέντη του Μουσείου Μπενάκη (Πολυφήμου 6, Πετράλωνα, Αθήνα). Μέχρι 28/7  


ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ

Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα: Προσλήψεις και χρήσεις στις επιστήμες, την πολιτική, τη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Επιστημονική επιμέλεια: Έφη Αβδελά, Δημήτρης Αρβανιτάκης, Ελίζα Άννα Δελβερούδη, Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Σωκράτης Πετμεζάς, Τάσος Σακελλαρόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ηράκλειο 2017

Το συλλογικό αυτό έργο συγκεντρώνει είκοσι κείμενα, το καθένα από τα οποία παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, αξίζει ξεχωριστή προσοχή και βοηθάει με τον δικό του τρόπο στο άνοιγμα μιας εξαιρετικά επίκαιρης συζήτησης για τις μορφές του ρατσισμού που ευδοκίμησαν Ελλάδα αλλά παρέμειναν λίγο-πολύ ανεξερεύνητες, καθώς και για τις σχέσεις των σημερινών μορφών ρατσισμού με αυτές του παρελθόντος. Τα σχόλια που ακολουθούν έχουν σκοπό να συμβάλλουν σε μια τέτοια συζήτηση.
Τα κείμενα του τόμου εντάσσονται σε τέσσερεις ενότητες. Οι τρεις πρώτες αναφέρονται σε φυλετικές θεωρίες που συγκροτούνται και κυκλοφορούν στους χώρους της επιστήμης, της πολιτικής, της λογοτεχνίας και της τέχνης του 19ου και του 20ού αιώνα. Η τέταρτη επικεντρώνεται στους δικούς μας καιρούς. Η θεματική οργάνωση του τόμου αναδεικνύει διαφοροποιήσεις οι οποίες αφορούν τόσο τον ορισμό των φυλετικών χαρακτηριστικών όσο και τις ερμηνείες τους. Η «φυλή» της ιατρικής, της βιολογίας και της φυσικής ανθρωπολογίας διαφέρει από αυτήν της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού και καμιά τους δεν ταυτίζεται με τη «φυλή» της ιστορίας της τέχνης ή της λαογραφίας. Τα κριτήρια με βάση τα οποία οι «λευκοί» διαφέρουν από τους «έγχρωμους» είναι διαφορετικά από εκείνα σύμφωνα με τα οποία οι Εβραίοι ανήκουν σε μια ιδιαίτερη φυλή και αυτά με τη σειρά τους διαφέρουν από εκείνα που διαχωρίζουν τους δικαιούχους της κληρονομιάς του Μέγα Αλέξανδρου από τους σφετεριστές. Διαφορές, όμως, υπάρχουν και ανάμεσα σε θεωρίες που κυκλοφορούν στα ίδια πλαίσια (για παράδειγμα, στην Ιατρική Σχολή Αθηνών), αφορούν τα ίδια ζητήματα (για παράδειγμα, τη σχέση ανάμεσα στη βιολογική και την κοινωνική εξέλιξη των φυλών) ή αναφέρονται στην ίδια την «ελληνική φυλή», όπως συχνά υπάρχουν αντιφάσεις στο εσωτερικό της ίδιας φυλετικής θεωρίας. Το δημοφιλές επιχείρημα ότι η υπεροχή της ελληνικής φυλής έναντι άλλων οφείλεται στις επιμειξίες μαζί τους αποτελεί λαμπρό παράδειγμα της δυνατότητας της φυλής να σημαίνει και αυτό και το αντίθετό του.

Η σταθερότητα της ιδέας ότι η ανθρωπότητα διαιρείται σε έναν πεπερασμένο αριθμό φυλών συναρτάται, λοιπόν, με τη μεταβλητότητα του πεδίου αναφοράς και του περιεχομένου της φυλής, δηλαδή με τη δυνατότητα της έννοιας να προσαρμόζεται στις διαφορές για την επιβεβαίωση, την εξήγηση και την τακτοποίηση των οποίων επιστρατεύεται. Η αστάθεια της φυλής οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη κατηγορία διαφοροποίησης συνυπάρχει και διαπλέκεται με άλλες, όπως είναι η κοινωνική τάξη, το θρήσκευμα και, στο μέτρο που αναφέρεται στο σώμα, προπαντός το φύλο. Όπως και η φυλή, το φύλο έχει χρησιμοποιηθεί συστηματικά ως κριτήριο για την ιεραρχική διαίρεση της ανθρωπότητας, συχνά, μάλιστα, και για την ανάδειξη των ομοιοτήτων που οι κατώτερες βαθμίδες μοιράζονται με τα ζώα. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι ιστορίες της αναγωγής της φυλής και του φύλου σε κριτήρια ιεράρχησης της αξίας των ανθρώπων συνδέθηκαν στενά και αλληλοενισχύθηκαν. Παρότι, στο πλαίσιο του τόμου, οι σχέσεις μεταξύ της φυλής και του φύλου δεν αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερου προβληματισμού, σχετικές πληροφορίες περιλαμβάνονται σε αρκετά κείμενα. Χαρακτηριστική, πάντως, είναι η αντίθεση ανάμεσα στις εξιδανικευμένες αναπαραστάσεις ανδρικών σωμάτων που αποτυπώνουν το μεγαλείο της φυλής και στη φιγούρα της πόρνης που ενσαρκώνει τον εφιάλτη του εκφυλισμού της.
Αναμφίβολα, επίκεντρο του τόμου αποτελεί η κατά την Έφη Αβδελά «αδιάρρηκτη σύζευξη των φυλετικών ιδεών με τον κυρίαρχο ελληνικό εθνικισμό» (σ. 38). Τόσο η ελληνική φυλή όσο και το έθνος αναπαρίστανται ως οντότητες που διαρκώς δοκιμάζονται, κινδυνεύουν να κατακερματιστούν ή και να διαλυθούν, αλλά και πάντοτε έχουν περιθώρια εξέλιξης, προόδου, βελτίωσης και λαμπρής δόξας. Γενικότερα, τόσο η φυλή όσο και το έθνος αναφέρονται σε ομαδοποιήσεις που βασίζονται στην ενδογαμία και την κοινή καταγωγή. Ενδογαμική, συνεπώς, για να μην πω αιμομικτική, είναι η ίδια η σύζευξη του ρατσισμού με τον εθνικισμό. Ωστόσο, ενώ για τον ελληνικό εθνικισμό έχουν γραφτεί πολλά, το ενδιαφέρον των ιστορικών για τη φυλή και τον ρατσισμό υπήρξε περιορισμένο. Με τα λόγια του Ευθύμιου Παπαταξιάρχη, «η φυλή παραμένει κρυμμένη πίσω από το έθνος» (σ. 48). Κατά την Ιωάννα Λαλιώτου, αυτό σημαίνει ότι οι προσεγγίσεις του έθνους και του εθνικισμού όχι μόνον δεν μπορούν να συμβάλλουν στη μελέτη του ρατσισμού αλλά χρήζουν οι ίδιες επανεξέτασης: «Η απουσία της οπτικής της αντιφυλετικής θεωρίας [...] είναι ενδεχομένως ένα σύμπτωμα της συστηματικής επιλογής να μην αποδομηθεί ριζικά ένα σημαντικό στοιχείο του εθνικού αφηγήματος: η ενσωμάτωση του ιδεολογήματος της ιστορικής υπεροχής του ευρωπαϊσμού, κεντρικό σημείο του οποίου αποτελεί η φυλετική θεώρηση του εαυτού και του κόσμου» (σ. 472).
Ποιοι είναι, όμως, οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην αφάνεια της φυλής; Από τη σκοπιά του ρατσισμού, ο φυλετικός προσδιορισμός είναι περισσότερο πρωταρχικός, καθοριστικός και ουσιώδης από τον εθνικό. Θεωρητικά μετρήσιμη, η φυλετική διαφορά τεκμηριώνεται με «σκληρά» δεδομένα, τα οποία εμπίπτουν στην επικράτεια της φύσης και στην αρμοδιότητα των επιστημόνων που διεισδύουν εντός της. Εκεί βρίσκονται τα πραγματικά αίτια της υπεροχής του οικείου έθνους, τα αποτελέσματα των οποίων εξιστορούν ιστορικοί και λαογράφοι, εξυμνούν λογοτέχνες και καλλιτέχνες και υπερασπίζονται πολιτικοί. Ως προϋπόθεση ή υπόβαθρο του έθνους, η φυλή δεν θα μπορούσε παρά να βρίσκεται πίσω ή κάτω από αυτό.
Με βάση τα συμπεράσματα των επιμέρους κειμένων, η Έφη Αβδελά παρατηρεί ότι οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της «εθνικής επιστήμης αποτελούν εκδοχές ενός ποικίλου, αλλά ήπιου φυλετισμού, στον οποίο η σημασία της βιολογίας μετριάζεται προς όφελος άλλων παραμέτρων που αποδεικνύουν την “εθνική συνέχεια”, όπως είναι η γεωγραφία, το κλίμα, ο τόπος και ο πολιτισμός» (σ. 38). Η απήχηση του «ήπιου» ρατσισμού έναντι του «επιστημονικού» είναι εύλογη, δεδομένης της αναγωγής των αρχαιολογικών ευρημάτων και των λαογραφικών επιβιωμάτων σε αδιάσειστα τεκμήρια της εθνικής συνέχειας, αλλά και της ιδιαίτερης έμφασης στις συμβολικές και πνευματικές συνιστώσες της «ελληνικότητας». Επίσης, όπως επισημαίνουν αρκετοί συγγραφείς, η απήχηση του «ήπιου» ρατσισμού οφείλεται στο γεγονός ότι η έννοια της φυλής χρησιμοποιήθηκε ως προς τις «εσωτερικές διαφορές» μεταξύ των πραγματικών «καλών» Ελλήνων και των εχθρών της πατρίδας, των εσωτερικών τους εχθρών. Έτσι, σχολιάζοντας τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται ο όρος «ράτσα» στη λογοτεχνία της δεκαετίας του 1920, η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου παρατηρεί ότι «ο λογοτέχνης χρησιμοποιούσε τον όρο όχι διότι υιοθετούσε αναγκαστικά την επιστημονική θεωρία αλλά διότι η θεωρία αυτή του πρόσφερε το υλικό για μια ρητορική της διαφορετικότητας, της υπεροχής, της ισχύος» (σ. 358).
Πόσο «σκληρές», όμως, δηλαδή πόσο «αμιγώς βιολογικές», ήταν οι θεωρίες που κυκλοφορούσαν στον επιστημονικό χώρο; Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης και η Γεωργία Κουρτέση επισημαίνουν ότι για τον γιατρό, ανθρωπολόγο και επιμελητή του Ανθρωπολογικού Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, τα κρανία που φυλάσσονταν εκεί «δεν ήταν απλώς υλικό για ιατρικές ή άλλες παρατηρήσεις. Εντάσσονταν σε μια μακρά πορεία εθνικής συνέχειας, αποτελούσαν κατάλοιπα των προγόνων, μεταβάλλονταν σε μάρτυρες και παράλληλα κειμήλια» (σ. 96). Εξ ου και το 1899 το ίδρυμα έγινε «Μουσείον Ανθρωπολογικόν και των Αρχαίων Πατρίων Λειψάνων». Θα μπορούσε, βέβαια, να θεωρήσει κανείς την άρνηση ή την αδυναμία του Στεφάνου να αντιμετωπίσει τα κρανία αποκλειστικά ως επιστημονικά τεκμήρια μέτρο της απόστασης που χώριζε τον ίδιο και την ελληνική επιστημονική σκηνή από το μοντέρνο σύμπαν όπου παράγονταν «αμιγώς βιολογικές» ή «αμιγώς επιστημονικές» φυλετικές θεωρίες. Ωστόσο, από τις αναφορές των κειμένων του τόμου στα διεθνή πρότυπα των Ελλήνων επιστημόνων της φυλής, φαίνεται ότι η «φυλετική επιστήμη» δεν ήταν πουθενά αμιγώς βιολογική. Όπως θα έλεγε ο Μπρούνο Λατούρ, οι μοντέρνοι επιστήμονες της φυλής όχι μόνον δεν ήταν μοντέρνοι αλλά και δεν θα μπορούσαν να είναι, εφόσον εξορισμού οι ίδιες οι βιολογικές συνιστώσες της φυλής συγκροτούνται με όρους κοινωνικούς και πολιτισμικούς. Οπωσδήποτε, η επίγνωση ότι οι φυλετικές διαφορές δεν ανάγονται στη φύση, στην οποία συμβάλλει ουσιαστικά ο τόμος, δεν σημαίνει ότι πρόκειται για διαφορές που εύκολα μπορούν να εξαφανιστούν, αλλά μάλλον ότι το κρίσιμο ερώτημα αφορά τα υλικά της κατασκευής τους σε συγκεκριμένα χωρικά και χρονικά πλαίσια. Εκτός από θεωρίες και αναπαραστάσεις, σ’ αυτά περιλαμβάνονται σύνορα, τείχη, σχολικά εγχειρίδια, πολεοδομικοί σχεδιασμοί, κλινικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, τεστ ευφυίας, όπλα, καθεστώτα ιδιοκτησίας και διανομής πλούτου και άλλα πολλά.

Η Αλεξάνδρα Μπακαλάκη διδάσκει Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Τμήμα Ιστορία και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: