17/6/18

Αόρατα βιβλία και συγγραφείς φαντάσματα

George Condo, Ο Βούλγαρος Τραπεζίτης, 2010, μπρούντζος, 48,3 x 26,7 x 24,1 εκ., φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν



ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Γαλήνεψε την ψυχή σου. Ίσως θα μείνεις για πάντα στην πυκνή παράταξη των φαντασμάτων – έτσι με παρηγορεί ο νεαρός μου φίλος, σχολιάζοντας όσα ψιθύριζα από μέσα μου (κάτι βέβαια πρέπει να είχε φτάσει στ’ αφτιά του), για την απουσία των βιβλίων μου στα βιβλιοπωλεία. (*)
Εγώ από την άλλη, δεν γαληνεύω την ψυχή μου, δεν μπορώ. Και σε διαβεβαιώνω ότι κάθε συγγραφέας θα σου έλεγε το ίδιο. Πώς μπορώ -θα σου έλεγε– να γαληνέψω την ψυχή μου; Αν το έκανα δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω. Για ποιο λόγο θα έπρεπε να χάνω ημέρες και νύχτες να τυραννώ την ψυχή μου, πάνω σε μια σελίδα, σε μια φράση, σε μια γραμμή, σε μια λέξη; Για ν’ ακολουθήσω τη σοφή συμβουλή σου; Όχι, και πάλι όχι, δεν γαληνεύω την ψυχή   μου. Αλλά ας δεχτούμε ότι το κάνω. Και έστω ας ισχύει για μένα. Θα έπρεπε να γαληνέψει την ψυχή του, να υποκύψει στο να μείνει, όπως εγώ, στην πυκνή παράταξη των φαντασμάτων, κι ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μόνο γιατί κι αυτή είναι εξαφανισμένη, desaparecida, και έχει καταλήξει ανύπαρκτη, μέσα στη μη ορατότητά της;
Σ’ αυτή συγκαταλέγονται πολλά βιβλία που, ειδικά οι πιο νέοι, θα έπρεπε τουλάχιστον να μπορούν να βλέπουν όταν μπαίνουν σ’ ένα βιβλιοπωλείο, για να τους έρθει η ιδέα να τα διαβάσουν και ν’ αναρωτηθούν ποιος είναι αυτός που τα έγραψε, βιβλία από τα οποία θα μπορούσαν να μάθουν κάτι: για παράδειγμα να δημιουργήσουν εκείνο τον κρίκο λογοτεχνικής και γλωσσικής μνήμης που τα συνδέει με εκείνα που προηγήθηκαν, και για να μην αισθανθούν σαν μια κηλίδα πετρελαίου που επιπλέει πάνω στη θάλασσα του παρόντος.

Υπάρχουν πολλά σημαντικά βιβλία για τα οποία ο νεαρός μου φίλος ούτε που υποψιάζεται την ύπαρξή τους και που δεν θα βρει εκτεθειμένα στην πρώτη γραμμή ενός βιβλιοπωλείου.
Τελικά είναι ο βιβλιοπώλης που καθορίζει την ορατότητα ενός βιβλίου; - με ρωτά με επιμονή ο συνομιλητής μου.
Σήμερα –του λέω- η φιγούρα του βιβλιοπώλη έχει αλλάξει και ο βιβλιοπώλης δεν μπορεί, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις,  ν’ ασχοληθεί με το να δίνει συμβουλές και να καθοδηγεί τους πελάτες όπως έκανε παλιά. Σήμερα ο βιβλιοπώλης μιλά μέσα από τη θέση που έχουν τα βιβλία στα ράφια και στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου, και από αυτή τη θέση φαίνεται η σπουδαιότητα που δίνεται στο ένα ή στο άλλο βιβλίο, σ’ εκείνη ή στην άλλη σειρά, στο ένα ή στο άλλο είδος.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι αυτή η θέση εξαρτάται, στις περισσότερες φορές, από περιπτώσεις όχι του γούστου ή από την επιθυμία του βιβλιοπώλη, αλλά, ειδικά στα μεγάλα βιβλιοπωλεία, τα σύγχρονα και καλά εξοπλισμένα, από τις πιεστικές ανάγκες της αγοράς, που κι αυτές εξαρτώνται από τη διαφήμιση, από τη γενική κουλτούρα και από την εκδοτική πίεση. Έτσι σχεδόν ποτέ δεν λαμβάνεται υπόψη η λογοτεχνική αξία ενός βιβλίου, αν και θα έπρεπε να είναι προφανές ότι η λογοτεχνική αξία ενός βιβλίου καταλήγει νικηφόρα με το πέρασμα του χρόνου, όπως αποδεικνύει η εμπορική επιτυχία του Τζόις και του Κάφκα, του Προυστ ή της Γουλφ, και τόσων άλλων σημαντικών συγγραφέων υπέροχων λογοτεχνικών βιβλίων – αλλά αυτό ισχύει ακριβώς για τις πιστοποιημένες αξίες, ή για τους κλασικούς, και όχι για αξίες που θα πρέπει επιβεβαιωθούν.
Σήμερα το τοπίο που κυριαρχεί σε ένα οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο χαρακτηρίζεται από τα βιβλία της επικαιρότητας, μετά από τα best seller της στιγμής, και ύστερα από τα βιβλία των δημοσιογράφων που γνωρίζουν τα πάντα, των αναλυτών της κάθε άποψης, των σκεπτόμενων τραγουδιστών, των «πεφωτισμένων» πολιτικών, των ηθικολόγων κωμικών, των ηθοποιών του μονόλογου, των τηλεοπτικών προσωπικοτήτων.
Όλα αυτά τα βιβλία όχι μόνο επιπλέουν και καθιστούν αόρατα τα βιβλία των συγγραφέων, αλλά τα περιθωριοποιούν. Το μήνυμά τους είναι: ο καθένας μπορεί να γίνει συγγραφέας, και το διαπιστώνει και η θέση τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Για να γίνει κάποιος συγγραφέας δεν είναι αναγκαίο να τυραννιέται πάνω σε μια σελίδα, σε μια φράση, σε μια γραμμή, όπως θέλουν να σας κάνουν να πιστεύετε. Φτάνει να πάρεις χαρτί και μολύβι, και ν’ αρχίσεις να γράφεις. Αλλά αν είναι έτσι, αν κάθε βιβλιοπωλείο πρέπει να εμφανίζεται σαν ο χώρος όπου απομυθοποιείται η λογοτεχνία, δεν θα άξιζε τον κόπο να ανοίξουμε εξειδικευμένα βιβλιοπωλεία που εκθέτουν και καθιστούν ορατά μόνο τα βιβλία των συγγραφέων;
Νομίζω ότι τα παραπάνω αποτελούν έναν λογικό τρόπο να παρουσιάζεις τα πράγματα σε μια κοινωνία όπου αυτό που φαίνεται  μετρά περισσότερο από αυτό που είναι, και ακριβώς γι’ αυτό η ορατότητα γίνεται η ψυχή του εμπορίου, ακόμη και στο εμπόριο των βιβλίων. Πρέπει να ξεκινήσουμε από την προϋπόθεση ότι  όποιος μπαίνει σ’ ένα βιβλιοπωλείο και ξέρει ήδη ποιο βιβλίο ν’ αγοράσει είναι κάτι το διαφορετικό από εκείνον που διαμορφώνει την άποψη ποιο βιβλίο ν’ αγοράσει, αφού πρώτα παρατηρήσει και περιεργαστεί τα ράφια.
Αυτός ο τύπος αγοραστή, μπορεί να είναι και ένας μορφωμένος άνθρωπος, αλλά προτιμά να περιφέρεται ανάμεσα στις προθήκες και να οδηγείται από τις προκλήσεις, από τις προσκλήσεις ή από τις εκθειάσεις που έρχονται από τα εκτεθειμένα βιβλία∙ άρα η τοποθέτηση των συγκεκριμένων βιβλίων είναι εξαιρετικά σημαντική. Η ορατότητα στα βιβλιοπωλεία είναι ένας έμμεσος τρόπος διαφήμισης που λειτουργεί δωρεάν για ορισμένα βιβλία, για ορισμένες σειρές, για ορισμένους εκδότες, σε σύγκριση με άλλους, και συχνά με καλό σκοπό, με συνέπεια στη λογική της αγοράς και με το επίπεδο της υπάρχουσας κουλτούρας.
Είναι σε όλους προφανής η αλλαγή, η αναστάτωση, που επήλθε στα βιβλιοπωλεία από την υπερβολική και πιεστική ορατότητα, υπακούοντας σε μόδες και σε κοινούς τόπους, οδηγούμενοι από τους βιβλιοπώλες σ’ αυτό το ακαθόριστο μίγμα των βιβλίων επικαιρότητας και best seller του συρμού, αλλά και από την απειλητική πλημμύρα ψευτο-βιβλίων, του οποιουδήποτε και με οποιοδήποτε περιεχόμενο.  Αυτό το είδος των βιβλίων, με την προσθήκη των DVD, των ιλουστρασιόν εικόνων, των poster, και άλλων σκουπιδιών, όχι μόνο άλλαξε αισθητικά το αυστηρό πέρασμα από τα βιβλιοπωλεία μιας άλλης εποχής, αλλά αμαύρωσε ολόκληρα κομμάτια λογοτεχνικής ιστορίας τοποθετώντας τα σε περιοχές μακριά από την ορατότητα, όπως συνέβη με πολλά αξιόλογα βιβλία.

Ο Φοίβος  Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ

(*) Βλ. Αναγνώσεις της Αυγής, 11/12/2016 και 22/09/2017, «Συνομιλίες με έναν νεαρό φίλο».

Δεν υπάρχουν σχόλια: