ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΦΑΣ, Το
τελευταίο τσιγάρο, ή ο μονόλογος του
τρυφερού λήσταρχου Ιωάννη Παπαδημητρίου εκ Δρυανίτσης εκτελεσθέντος στις
23 Ιουλίου 1924 στους στρατώνες της Κατερίνης, εκδόσεις Παρέμβαση, Κοζάνη
Το ένατο ποιητικό βιβλίο του Αντώνη Κάλφα έχει τη φόρμα του θεατρικού
μονολόγου, με παραθεματικές τεχνικές που δημιουργούν κάτι σαν κρύπτες για τη
«λαθραία» αλήθεια. Τον μονόλογο τον ακούμε να βγαίνει από το στόμα του νεαρού
ληστή Ιωάννη Παπαδημητρίου, πριν την εκτέλεσή του, στα 1924, καπνίζοντας το τελευταίο του τσιγάρο. Όμως η
δική του φωνή περικλείει και όλες τις φωνές των ληστών της ορεσίβιας εξορίας.
Στον ελάχιστο (και γι’ αυτό πολύτιμο) χρόνο τα λόγια του είναι δίκοπα·
λόγια εξομολόγησης (αφήγησης της αποφασισμένης απείθειας) και απολογισμού – η
παράδοση της ζωής μας στην συναισθηματική άπνοια. Τα τελευταία συνιστούν μια
προβολή στο παρόν και στο μέλλον για τους αναγνώστες/ακροατές του μονολόγου,
ενώ τα πρώτα είναι οι μικρές αστραπές
που ανοίγουν όψεις στο σκοτεινό παρελθόν της πόλης της Κατερίνης.
Οι δεκατέσσερις ενότητες
του μονολόγου συνθέτουν ψηφίδες μνήμης από την όψη της πόλης και από την
ιστορία της, όπως αυτές φτάνουν στο μυαλό του εξομολογούμενου, την ώρα της
αναμέτρησής του με αυτούς που στήνουν εξουσίες με το φόβο του θανάτου. Το
παρελθόν φτάνει σε μας διχασμένο, αντιφατικό και βαθιά αυταρχικό· είναι του
ληστή, που πήρε τα βουνά της ελευθερίας
και είναι του παραδειγματικού και
βίαιου θανάτου της νιότης. Το κέρδος είναι
η μνήμη του ληστή που θυμάται· θυμάται την ιστορία της πόλης σε μια σειρά από
«ριπές»: η μισή επανάσταση του 1821, το άδειασμα του τόπου με την μετανάστευση
και τις εξορίες των αντιφρονούντων, τα χθεσινά νεοκλασικά και τα σημερινά
χαμόσπιτα, «ριπές» πολλές μέσα στο κείμενο και ιδιαίτερα εκείνες που δείχνουν
πλιατσικολόγους τους επίσημα συμμάχους Ευρωπαίους.
Αλλά οι φωνές που δείχνουν το παρόν πληθαίνουν. Η φωνή του «τρυφερού» ληστή
Γιαγκούλα ακούγεται, κρίσιμα επίκαιρη, στο δικό μας τώρα: «Οι κλέφτες θα
ξοφλήσουν από τα βουνά και θα κατέβουν στις πόλεις». Σκέφτομαι ότι είναι
χαρακτηριστικό της εποχής μας, ενός «στενόκαρδου παρόντος», να ελέγχουμε τις απαντήσεις του χθες. Ο μονόλογος Το τελευταίο τσιγάρο είναι η θετική απολογία της δικής μας εποχής,
που ορθώνει ολομέτωπα τις αντιρρήσεις της στις ιδεολογικά κατευθυνόμενες απαντήσεις· είναι ο τρόπος να
βλέπουμε σήμερα τη ληστεία, γι’ αυτό και έχει γίνει θέμα της λογοτεχνίας σε
πολλά έργα, τα τελευταία χρόνια. Πόση απόσταση αλήθεια από την εικόνα για την ληστεία
του Θάνου Βλέκα (1855) του Παύλου
Καλλιγά; Ο Καλιγάς ως νομικός-δικαστής κατήγγειλε την αδυναμία του νεοελληνικού
κράτους και τη διαφθορά της αστυνομίας που καθιστούσαν αδύνατη την αντιμετώπιση
της ληστείας. Σήμερα, εποχή αναστοχασμού, τα είδωλα γκρεμίζονται. Από παντού
εγείρεται η ανάγκη να δοθούν απαντήσεις για το δρόμο που μας οδήγησε στο
«στενόκαρδο παρόν». Ειδικά η ληστεία ταυτίζεται με το αντάρτικο φαντασιακό του
αστού με μικροαστική -και ίσως αντιαστική- καταγωγή και η λογοτεχνία αναλαμβάνει
την συνηγορία της.
Ο ποιητής Αντώνης Κάλφας, ως αναγνώστης/ακροατής της αυτοβιογραφίας του
νεαρού ληστή, συχνά, μισοφαίνεται κάπου πίσω από την ρersona του Ιωάννη Παπαδημητρίου. Είναι εκείνες οι στιγμές όπου μόνο ένας
λόγιος μπορεί να φτιάχνει ρηματικές αποδόσεις για να βγούνε στις λέξεις οι
νεανικές ορμές ή τα ναυάγια πάθη της ωριμότητας. Αλλά το πιο σημαντικό είναι η
συναισθηματική διαδραστικοτητα του ποιητή, στον οποίο μεταγγίζεται το
συναίσθημα του ανθρώπου που πληρώνει την ελευθερία του με θάνατο. Τέτοιες στιγμές είναι εκείνες όπου ο χρόνος μετριέται
με τις όψεις της φύσης, όταν π.χ. νιώθεις την συγκίνηση της πρωινής ομίχλης
πάνω από οξιές και πλατάνια ή όταν σέβεσαι το ξεμοναχισμένο ξωκκλήσι είτε όταν
τρυφερές και ανυπότακτες υπάρξεις ακυρώνουν την ερημιά του τοπίου, όπως
συμβαίνει με την εικόνα που φτιάχνουν τα «ελάφια της κοντινής ερημιάς». Η
ανάγνωση του βιβλίου ευτυχώς μας δίνει
πολλές ευκαιρίες να απολαύσουμε τη γλώσσα που αντιστέκεται στην ξηρασία και την
παρακμή, την γλώσσα μιας παιδικής πυρακτωμένης φαντασίας, θρεμμένης με
«αγριοκάτσικα όνειρα» που δεν κρύβει τα «διαμπερή [της] τραύματα».
Ξεχωριστά, ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε την χαμηλόγραφη και ασπρόμαυρη
εικαστική συνοδεία του βιβλίου. Είναι μια εκ του σύνεγγυς ζωγραφική ανάγνωση,
δηλαδή, μια αναδημιουργία κειμένου του αναγνώστη ζωγράφου. Το μαύρο σχέδιο στο λευκό του βιβλίου δημιουργεί απόμακρες
σκιές, παρακολουθώντας το βιβλίο που έχει
θέμα του μια σκια και έναν ερεθισμό της μνήμη που αυτή έχει προκαλέσει: για την εξουσία που φυτρώνει στο θάνατο της
νεότητας.
George Condo, Αυτοπροσωπογραφία στο Παρίσι 1, 2017, ακρυλικό σε λινό, 65 x 54 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου