ΓΙΩΡΓΟΣ
Κ. ΨΑΛΤΗΣ, Εσένα, Εκδόσεις Ίκαρος, σελ.
84
Αναφερόμενος, πριν από
εφτά περίπου χρόνια, στην ποιητική συλλογή του Γιώργου Ψάλτη Μη σκάψετε παρακαλώ εδώ είναι θαμμένος ένας
σκύλος, έκανα λόγο για ένα παλίμψηστο ερωτικό ελεγείο, συγκροτημένο από
αλλεπάλληλους συνειρμούς της μνήμης, με τη δραστική επενέργεια της συγκίνησης,
με την ακατάπαυστη, άμεση ή έμμεση, αναφορά σε όλα όσα ειπώθηκαν ή
αποσιωπήθηκαν, με την επίμονη ανασύσταση κινήσεων και στάσεων των σωμάτων και
φευγαλέων χειρονομιών, με άλλα λόγια με την καίρια συνδρομή μιας αναπτυγμένης
στο έπακρο μνημοτεχνικής.
Ερωτικό ελεγείο και
συνάμα ένθερμο ημερολόγιο μιας μάλλον κρυμμένης πίσω από τα συμφραζόμενα
ερωτικής ιστορίας, μιας πορείας και των επιμέρους σταθμών της προς τη φθορά.
Μιας πορείας επαναδιανυόμενης ποιητικά, με οδηγό τη μνήμη η οποία, με τις
αιφνίδιες εκλάμψεις της, συνέβαλλε στο πλάσιμο του εκμαγείου μιας χαμένης, οριστικά
και αμετάκλητα, ομορφιάς, αναβιωνόμενης στο παρόν της γραφής, στο πεδίο της
ποίησης, όπου ακόμα και ο θάνατος έχει μεταλλαχθεί σε ύπνο, με συνέπεια όλα να
μπορούν να ξαναϋπάρξουν στην επισφαλή επικράτεια του ονείρου και να ξαναειπωθούν
όλα όσα ειπώθηκαν σε στιγμές που η φθορά εξύφαινε το τέλος της νομιζόμενης
αιωνιότητας. Αναφερόμουν ακόμη στην αφηγηματική υφή της συλλογής, επισημαίνοντας
ότι τα ποιήματα, μολονότι αποτελούσαν αυτάρκεις θεματικές οντότητες, θα
μπορούσαν να εκληφθούν και να λειτουργήσουν και ως επιμέρους τμήματα ενός
αφηγηματικού δράματος.
Προφανέστερη είναι η αφηγηματική υφή
του περί ου ο λόγος συνθετικού ερωτικού ποιήματος του Γιώργου Ψάλτη, παρά τις
συχνές ακραιφνώς ποιητικές παρενθέσεις που διασπούν τη ροή της αφήγησης και
προσφέρουν δυνατότητες διαφυγής από το ενίοτε ασφυκτικό, δυσάρεστο κλίμα που δημιουργεί
η υπέρογκη αίσθηση της απουσίας. Προφανέστερη, για να μην πω προφανέστατη,
είναι και η πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου να εγγράψει, σχεδόν ημερολογιακά,
την ιστορία ενός έρωτα, να τον επαναβιώσει στο πεδίο της ποίησης∙ να
ιχνηλατήσει όλη την πορεία που διάνυσε από τη στιγμή της γέννησής του ως το ασαφές
σημείο της εκπνοής του, να ρυμοτομήσει την αχανή έκταση των συναισθημάτων, των
αναστολών, των φόβων και των φοβιών του, χαράζοντας άλλοτε οριζόντιες γραμμές
και άλλοτε εγκάρσιες τομές, ενδεικτικές ενός πραγματικού ή και νομιζόμενου πάθους.
Το συνθετικό ποίημα με τον
χαρακτηριστικά αφιερωματικό τίτλο Εσένα
είναι το χρονικό ενός έρωτα που γεννιέται και εκδηλώνεται αναπάντεχα, ως θαύμα,
για να υποστεί εντέλει την προδιαγεγραμμένη μοίρα όλων των θαυμάτων,
διαλυόμενος στα εξ ων συνετέθη, αφήνοντας στη θέση του διάσπαρτα οδυνηρά
κομμάτια συμβάντων και καταστάσεων καταργημένων, προορισμένων να γίνουν λεία
μιας ούτως ή άλλως αδηφάγας μνήμης.
Το πάσχον ποιητικό
υποκείμενο, που εν προκειμένω δρα και ως αφηγητής, αποστερημένο από την
παραμυθητική ψευδαίσθηση της μοναδικότητας του έρωτά του, από την αυταπάτη της
όποιας διάρκειας -για να μην πω αιωνιότητας-, ανασυνθέτει εικόνες, σκηνές και
καταστάσεις ενός σχετικά πρόσφατου παρελθόντος, με συνειδητό ή και ασυνείδητο
στόχο την άμβλυνση της επώδυνης αίσθησης του κενού και της απουσίας που
επισκιάζει το παρόν και δείχνει επεκτατικές τάσεις προς το μέλλον.
Σαν από το ένστικτο
της αυτοάμυνας κινητοποιημένος, αναζητά ερείσματα και εφόδια στην περασμένη ζωή
του, ανατρέχει στην πρώτη φορά, ανακαλεί περιόδους και περιστάσεις που θα
μπορούσαν να τον συνδράμουν και να τον διδάξουν, προκειμένου να αντεπεξέλθει με
όσο γίνεται λιγότερες απώλειες στις παρούσες συνθήκες, για να διαπιστώσει εντέλει
ότι είναι απρόσφορη η ενεργοποίηση της όποιας πείρας, ότι ο πραγματικός έρωτας
είναι «ύλη αδίδακτη». Περιορίζεται λοιπόν στις αναμενόμενες και
προδιαγεγραμμένες για την περίσταση κινήσεις και αντιδράσεις∙ ψηλαφεί εκδοχές
και εκδορές του έρωτα που τώρα τον ταλανίζει, πλάθοντας και αναπλάθοντας το
σώμα της αγαπημένης, αναδιπλώνοντας τον χρόνο, δίνοντας παροντική διάσταση σε
βιωμένες μαζί της στιγμές.
Το Εσένα είναι ένα ποίημα-ελεγείο για έναν έρωτα ξαφνικό, αιφνίδιο και
ανατρεπτικό εισβολέα στους κόλπους μιας προϋπάρχουσας ερωτικής σχέσης, γι’ αυτό
και στις διαστάσεις του εκτός των άλλων εγγράφονται ενοχές, αλλά και
βασανιστικές απορίες για τη διασάλευση της σταθερότητας των μέχρι πρότινος
νομιζόμενων σταθερών συναισθημάτων, μαζί με παλαιότερες μνήμες, σχετικές με τη
μάλλον τραυματική μύηση του ποιητικού
υποκειμένου στον έρωτα και άλλες, καταστάσεων καθοριστικών στη διαμόρφωση του
ψυχισμού του και της συναισθηματικής του αστάθειας. Κι ακόμα, είναι ένα
ποίημα-ελεγείο για έναν έρωτα που μπορεί να έχει πάψει να υπάρχει, να έχει
συμπιεστεί από ενοχές, εκλογικεύσεις και ανεπάρκειες, δεν παύει ωστόσο να υφίσταται
και να επενεργεί καταλυτικά στο παρόν της γραφής («Ατελεύτητος είναι/ […]αναπόφευκτος
είναι/ εκτάκτως αεί παρών/ ο Έρως», ομολογεί∙ κι αλλού: «Ρουφάει το μέλλον/ ο χρόνος που δίνω/ στο
παρελθόν μου»).
Το γράψιμο -η γραφή- είναι η
καταφυγή του ποιητή, το πεδίο και ο τρόπος συναρμολόγησης και συμπύκνωσης
σκόρπιων, σημαδιακών στιγμών της περασμένης ζωής του∙ ιδίως τώρα, που
αισθάνεται εκτεθειμένος στο κέντρο της δίνης του έρωτα και με πλήρη επίγνωση ομολογεί:
«όπου κορόιδευα έφτασα». Ο έρωτας
αποτελεί, εκτός των άλλων, την αφετηρία επώδυνων, στην πλειονότητά τους,
αναδρομών και επαναπροσδιορισμών μπροστά σε χάσκουσες πραγματικές ή
νομιζόμενες βεβαιότητες και τον ενισχύει
στην αγωνιώδη προσπάθειά του να σταθεί στέρεος συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε
προηγούμενους και στον τωρινό εαυτό του, ανάμεσα στον γιο που υπήρξε και στον
πατέρα που είναι.
Με λόγο δομημένο κυρίως αφηγηματικά
και με ποιητικές, σοβαρές ή παιγνιώδεις παρεκβάσεις, μετερχόμενος τρόπους
άλλοτε ρεαλιστικούς και άλλοτε υπαγορευμένους, ενισχυμένους με υλικά του ονείρου
και της ερωτικής παραφοράς, ο ποιητής σκηνογραφεί -στην καρδιά του καλοκαιριού,
σε τόπο παραθαλάσσιο- σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε μία ερωτική ιστορία ενδεχομένως
πραγματική, βιωμένη, εμπλουτισμένη
ωστόσο με στοιχεία εξιδανικευτικά τόσο των προσώπων όσο και των προθέσεών τους.
Απόδειξη η συχνά
εκδηλωνόμενη πρόθεσή του να συναισθηματοποιήσει και να προσδώσει άλλη,
βαθύτερη, υπαρξιακής υφής διάσταση, ακόμα και σε τυχαίες, επιδερμικές ερωτικές
επαφές και συνευρέσεις, ωθούμενος σ’ αυτό από μια παιδιόθεν αναπτυγμένη
υπερευαισθησία και από μια μάλλον φιλοσοφίζουσα διάθεση που τον διακατέχει
τώρα, που επανακάμπτει στο κατερειπωμένο σώμα του, που το εγκατοικεί σχεδόν
αμήχανα, σαν επιστρέφοντας ύστερα από καιρό στο εγκαταλελειμμένο σπίτι του,
φθινόπωρο πια, Σεπτέμβριο μήνα, οπότε και αισθάνεται «μαύρη κορνίζα» που
πλαισιώνει όλα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι. Με την αυλαία της ιστορίας να
κλείνει οριστικά και αμετάκλητα λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο, με τρόπο επιμελώς
σκηνογραφημένο: «Μπαίνει στον κόλπο καΐκι
με γλάρο/ έκραξε άπαξ μπροστά στο σπίτι».
Ο Κώστας
Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου