Το φοιτητικό κίνημα
Ρένα Παπασπύρου, Εικόνα στην ύλη, 1984-85, υλικό αποτοίχιση, επέμβαση πανί χρώμα, 186 x 103 εκ. |
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
Ό,τι συνέβη στη Γαλλία τον Μάιο του 1968, συνέβη τον επόμενο μήνα στην Τουρκία. Ομοίως με τη γαλλική περίπτωση, όπως παρατηρούσε ο Καστοριάδης, έτσι και στην τουρκική, πυρήνας της κρίσης ήταν η σπουδάζουσα νεολαία των πανεπιστημίων, καθώς και μια μικρή μερίδα, νέων κατά βάση, διδασκόντων και άλλων κατηγοριών διανοούμενων. Ο γαλλικός Μάης, και κυρίως η στιγμιαία μεταφορά και κάλυψη των γεγονότων από τον τουρκικό Τύπο, αποτέλεσε τον καταλύτη για τη μεταμόρφωση των περιστασιακών φοιτητικών διαμαρτυριών, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας, σε ένα μαζικό ξέσπασμα τον Ιούνιο. Αριστερές και δεξιές εφημερίδες, όπως η Cumhuriyet, η Milliyet και η Tercüman, αφιέρωναν πρωτοσέλιδα και μεγάλο όγκο της ύλης τους καθημερινά στο τι συνέβαινε στη Γαλλία, ενώ μεταφράζονταν συνεντεύξεις και αναλύσεις για την κατάσταση στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Όλα τα τουρκικά μέσα της περιόδου συνομολογούσαν πως ο κόσμος αντιμετώπιζε ένα νέο κύμα φοιτητικών εξεγέρσεων, οι οποίες θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστούν, τόσο αλλού όσο και στην Τουρκία, όπου οι φοιτητικές οργανώσεις, −όπως η Ομοσπονδία Συλλόγων Ιδεών, που μετονομάστηκε σε Ομοσπονδία Επαναστατικής Νεολαίας Τουρκίας (Dev-Genç)− ήταν ισχυρές και οργανωμένες.
Η κάλυψη των γεγονότων του Παρισιού δημιούργησε ταύτιση στους Τούρκους φοιτητές. Ήταν σαν να αναφέρονταν στους ίδιους, και ως τέτοια ασκούσε έμμεση πίεση στην κυβέρνηση για μεταρρυθμίσεις. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ένα αυθόρμητο μποϊκοτάζ στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, με αφορμή το πάγιο αίτημα για αλλαγή του εξεταστικού συστήματος, μετεξελίχθηκε σε μαζικό κύμα καταλήψεων σε όλη τη χώρα, μια πρακτική με εμφανείς τις γαλλικές ρίζες. Οι προσδοκίες που δημιουργήθηκαν στη νεολαία, ότι δηλαδή η κυβέρνηση και οι διοικήσεις των πανεπιστημίων θα υποκύψουν στα αιτήματά τους ώστε να αποφευχθεί ένας νέος Μάης, εκφραζόταν μέσω της δήλωσης ενός από τους επικεφαλής του κινήματος: «Η Τουρκία θα γίνει δεύτερη Γαλλία, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας». Όχι μόνο φοιτητές αλλά και δημοσιογράφοι και αρκετές διοικήσεις πανεπιστημιακών ιδρυμάτων θεωρούσαν πως μια εξέγερση γαλλικού τύπου ήταν δεδομένη. Για παράδειγμα, ο Αμπντί Ιπεκτσί της Milliyet πρότεινε την υλοποίηση των χρόνιων φοιτητικών αιτημάτων ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε πολιτική αναταραχή, ενώ διοικήσεις πανεπιστημίων προχώρησαν σε δηλώσεις με τις οποίες διαβεβαίωναν τους φοιτητές ότι θα ικανοποιούσαν τα ζητήματα υγιεινής και σίτισης των φοιτητών. Η δυναμική που δημιουργήθηκε αποκάλυπτε όχι μόνο τη δύναμη και τον ενδημικό χαρακτήρα του φοιτητικού κινήματος, αλλά, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Εμίν Αλπέρ, η νομιμοποίηση και δημοσιοποίηση των παραπόνων των φοιτητών δημιούργησε μια σημαντική ευκαιρία για τους φοιτητές να κάνουν χρήση της συλλογικής τους δράσης και να επηρεάσουν και άλλους τομείς της κοινωνίας.
Σχεδόν ταυτόχρονα παρατηρείται ένα φαινόμενο ντόμινο στον εργατικό, αγροτικό, αλλά και στον κρατικό τομέα. Πολλοί από τους εργάτες μάλιστα, απευθύνθηκαν στους φοιτητές για καθοδήγηση, ώστε και αυτοί με τη σειρά τους να εφαρμόσουν την πρακτική της κατάληψης. Πολύ σύντομα για πρώτη φορά το εργοστάσιο Ντέρμπυ καταλήφθηκε, ενώ οι καταλήψεις εξαπλώθηκαν γρήγορα και σε άλλα εργοστάσια τους επόμενους αρκετούς μήνες, οι οποίες ήταν αποτελεσματικές λόγω της καλής οργάνωσης των εργατικών συνδικάτων. Από το καλοκαίρι του 1968 μάλιστα, φοιτητές άρχισαν να επισκέπτονται χωριά και να διοργανώνουν διαμαρτυρίες μαζί με τους αγρότες. Η συμμετοχή των φοιτητών στα εργατικά και αγροτικά συλλαλητήρια ήταν υψίστης σημασίας, αφού ο ηρωικός τους ιδεαλισμός αποτελούσε πηγή έμπνευσης για όλες τις καταπιεσμένες τάξεις της χώρας. Ταυτόχρονα, επικρατούσε η άποψη πως λόγω της αποδοχής των φοιτητών από το τουρκικό κράτος, εξαιτίας του ρόλου-προστάτη που δόθηκε στη νεολαία από τον Μουσταφά Κεμάλ, θα προστατεύονταν από την αστυνομική καταστολή. Ισχύει πως, σε σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη, η αστυνομική βία ήταν σχετικά περιορισμένη. Το «μικρόβιο» της διαμαρτυρίας μεταφέρθηκε ακόμα και στους δημοσίους υπαλλήλους. Μέσα σε εβδομάδες, το κράτος είχε παραλύσει σε συνδυασμό με την εξέγερση των κρατικών υπαλλήλων, ενώ η υποστήριξη της αντιπολίτευσης και της κεμαλικής ελίτ στις εξεγερμένες μάζες βάθαινε ακόμα περισσότερο την ηγεμονική κρίση της κυβέρνησης του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, η οποία και έπαψε με το πραξικόπημα του 1971.
Η πολιτική κρίση εκφράστηκε και μέσα από τον έντονο αντιιμπεριαλισμό της εποχής, με κύριο αποδέκτη τις ΗΠΑ και τον 6ο Στόλο, ο οποίος βρισκόταν τότε στην Κωνσταντινούπολη. Αυτές οι αντιιμπεριαλιστικές/αντιαμερικανικές διαδηλώσεις ξεκίνησαν έναν κύκλο βίας στους δρόμους που στοίχησαν τη ζωή στον φοιτητή Βεντάτ Ντεμιρτζίογλου. Σύμφωνα με μαρτυρίες, δολοφονήθηκε από τις αστυνομικές αρχές όταν τον έσπρωξαν από τον δεύτερο όροφο της φοιτητικής εστίας του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης.
Τα γεγονότα του «σύντομου» καλοκαιριού όμως, όπως και οι ιδέες, αξίες και μορφές δράσης, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τα χρονολογικά όρια της μακράς δεκαετίας του 1960 παγκοσμίως. Σχηματικά, τα τουρκικά 1960s ξεκινάνε με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση της κυβέρνησης Μεντερές στα τέλη της δεκαετίας του ’50, που οδήγησε στην ανατροπή της με το πραξικόπημα της 27ης Μαΐου 1960, και τελειώνει με το πραξικόπημα της 12ης Μαρτίου 1971.
Το ’68 στην Τουρκία, όπως και οπουδήποτε αλλού άλλωστε, δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Αποτελούσε το επιστέγασμα μιας μακράς διαδικασίας με έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες να αποτελεί το «επίσημο» δόγμα του κεμαλισμού. Ο Μουσταφά Κεμάλ τόνιζε συχνά τον ηγετικό ρόλο της νεολαίας, η οποία θα προστάτευε τη χώρα από «εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς». Αν και φοιτητικές αντιδράσεις και διαδηλώσεις εντοπίζονται ήδη από τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις πρώτες δεκαετίες της Τουρκικής Δημοκρατίας, αυτές απείχαν αισθητά από τη μορφή που πήραν αργότερα, ενώ μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 ταυτίζονταν πλήρως με την κεμαλική ελίτ. Ο ρόλος του προστάτη του έθνους, μαζί με τον στρατό, που του ανατέθηκε από τον ίδιο τον Μουσταφά Κεμάλ, νομιμοποιούσε, σύμφωνα με μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του φοιτητικού κινήματος, το «δικαίωμα αντίστασης [των φοιτητών]».
Επιπλέον, το σύνταγμα του 1961 που ακολούθησε την «επανάσταση», όπως αναφερόταν το πραξικόπημα του 1960, εισήγαγε πρωτόγνωρες ελευθερίες για την τουρκική κοινωνία, ενώ επέτρεψε τη σύσταση αριστερών κομμάτων και την έκδοση αριστερών βιβλίων και περιοδικών, κατοχύρωσε το δικαίωμα σύστασης εργατικών συνδικάτων, και έδωσε σχετική αυτονομία στα πανεπιστήμια. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργούνται αριστεροί φορείς, όπως το Κόμμα Εργαζομένων Τουρκίας (Türkiye İşçi Partisi), το περιοδικό Yön (Κατεύθυνση) και η ομάδα «Εθνικής Δημοκρατικής Επανάστασης» με μαοϊκές επιρροές, όπου ηγούνταν ο Μιχρί Μπελί, ο γνωστός στην Ελλάδα Καπετάν Κεμάλ, που θα διαδραμάτιζε πολύ σημαντικό ρόλο στη φοιτητική νεολαία τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας. Αυτοί οι φορείς θα σταθούν σε μεγάλο βαθμό υπαίτιοι για τη ριζοσπαστικοποίηση του φοιτητικού κινήματος μέσω των επαναστατικών ιδεών που παρουσιάζονταν, κυρίως στο Yön, και τη γνωριμία του με τους αντιαποικιακούς αγώνες στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο. Ταυτόχρονα δε, ο κεμαλισμός επανερμηνευόταν από την Αριστερά προσδίδοντάς του αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο, αφού ο ίδιος ο Ατατούρκ διεξήγαγε «τον πρώτο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του αιώνα». Αυτοί αποτέλεσαν δύο από τους πιο σημαντικούς παράγοντες διαμόρφωσης του ιδεολογικού πλαισίου της φοιτητικής νεολαίας, η οποία, αντί για μια ευημερούσα και περήφανη Τουρκία, έβλεπε μια αδύναμη χώρα, χωρίς αυτοπεποίθηση, πλήρως εξαρτημένη από την Ουάσιγκτον.
Συνθήματα όπως «Ανεξάρτητη Τουρκία» και «Τουρκία κάτω από κανένα ζυγό» ακούστηκαν για πρώτη φορά με την κρίση στην Κύπρο το 1964, ενώ η εμπειρία της Κούβας, του Βιετνάμ και της Αφρικής γίνονταν σταδιακά γνωστές μέσω του Yön και άλλων αριστερών εκδόσεων. Ο «θείος Χο» και ο Μάο αποτελούσαν τις ηγετικές φυσιογνωμίες οι οποίες έδειχναν τον δρόμο της αντίστασης στα «αποικιακά και ημι-αποικακά» κράτη, ενώ ο Τσε και ο Φιντέλ αποτελούσαν τα επαναστατικά σύμβολα με τα οποία ταυτιζόταν η νεολαία. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος και η δεύτερη κρίση στην Κύπρο το 1967, όπως και ο αγώνας των Παλαιστινίων μετά το 1967, ήταν η αποκορύφωση της ριζοσπαστικοποίησης του αριστερού φοιτητικού κινήματος, με ηγετικά στελέχη, όπως ο Ντενίζ Γκεζμίς, να επισκέπτονται παλαιστινιακά στρατόπεδα και να δέχονται στρατιωτική εκπαίδευση.
Όλα αυτά τα στοιχεία διαμόρφωσαν το κλίμα μέσα από το οποίο το «τουρκικό ’68» εκτυλίχθηκε και όλα συνηγορούσαν στον ξεσηκωμό των «καταπιεσμένων λαών και τάξεων», ανακοινώνοντας ταυτόχρονα τη «χειραφέτηση» της κοινωνίας ως τον επικείμενο ορίζοντα της ανθρωπότητας. Το πραξικόπημα της 12ης Μαρτίου, ωστόσο, έθεσε τέλος σε αυτές τις προσπάθειες, ανοίγοντας όμως μια νέα περίοδο βίαιης ριζοσπαστικοποίησης και σύγκρουσης ανάμεσα σε αριστερές και δεξιές και ισλαμικές ομάδες.
Ο Ν. Χριστοφής είναι δρ Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Leiden. Το παρόν κείμενο είναι προδημοσίευση από το βιβλίο: Νίκος Χριστοφής - Gökhan Atılgan, Από το γαλλικό στο τουρκικό ’68: Αριστερά και φοιτητικό κίνημα, Τόπος, Αθήνα 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου