Οι ιστορικοί Σπύρος Ασδραχάς και
Βασίλης Κρεμμυδάς: συγκλίσεις και αποκλίσεις
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΑΘΗ
Στα τέλη του 2017 έφυγαν από τη ζωή δύο πολύ σημαντικοί ιστορικοί,
που επικεντρώθηκαν ερευνητικά στην ιστορία της περιόδου της οθωμανικής
κυριαρχίας αλλά το έργο τους εκβάλλει και στην ιστορία της επανάστασης του
1821: κατά χρονολογική ακολουθία ο Βασίλης Κρεμμυδάς (12 Νοεμβρίου 2017) και ο
Σπύρος Ασδραχάς (11 Δεκεμβρίου 2017).
Και οι δυο τους, διαμορφώθηκαν ιστοριογραφικά στα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια, σε μια περίοδο που το ενδιαφέρον για την «τουρκοκρατία»
και το Εικοσιένα κυριαρχεί τόσο στην ακαδημαϊκή έρευνα όσο και στη δημόσια
ιστορία. Η Επανάσταση και, συνακόλουθα, η προεπαναστατική περίοδος βρίσκονταν
επίσης στο επίκεντρο του ιστοριογραφικού προβληματισμού της Αριστεράς. Οι
αναλογίες που είχαν πρόσφατα εγκαθιδρυθεί μεταξύ της δύσκολης δεκαετίας του
1940 και του 1821, καθώς και η διχοτομική αντιδικία της ερμηνείας της
Επανάστασης ως εθνικής ή κοινωνικής, ευνοούσαν την κυριαρχία των
προαναφερόμενων ιστοριογραφικών πεδίων. Ήταν φυσικό, λοιπόν, οι δύο
προαναφερόμενοι, όπως και πολλοί άλλοι ιστορικοί να στραφούν στα σχετικά
αντικείμενα.
Οι πρώτες (από το 1954) μελέτες του Ασδραχά αφορούν τον κόσμο των
ενόπλων (Αντρούτσος, Σταθάδες, Σουλιώτες, Μακρυγιάννης), μιας από τις
«κινητήριες δυνάμεις» του Εικοσιένα. Με την οξυδέρκειά του και την γερή
πρόσδεση στο τεκμηριωτικό υλικό, διαμόρφωσε ένα μοντέλο ανάλυσης και ερμηνείας
των κλεφτών και αρματολών ανάλογο αυτού της πρωτόγονης εξέγερσης του Eric Hobsbawm, προ της διατύπωσής του από τον
τελευταίο.[1] Στη
συνέχεια υιοθέτησε και εισήγαγε στην ελληνική ιστοριογραφία την προβληματική
του Hobsbawm, μετατοπίζοντας έτσι το βάρος από
την εθνική ανάγνωση του κλεφταρματολισμού
στις κοινωνικές διαστάσεις του φαινομένου.[2] Μετά τη
μετάβασή του στην Γαλλία το 1965, ο Ασδραχάς επικεντρώθηκε κυρίως στην
οικονομική ιστορία του αγροτικού χώρου επί οθωμανικής και βενετικής κυριαρχίας,
αναδεικνύοντας τους μηχανισμούς αγροτικής παραγωγής και διασυνδέοντας τα
οικονομικά φαινόμενα με το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον της
εποχής. Υπέδειξε έτσι τους οικονομικούς αλλά και εξωοικονομικούς τρόπους με
τους οποίους ο μικρός αγροτικός κλήρος μετατράπηκε βαθμιαία σε τσιφλίκι, σε εν
τοις πράγμασι μεγάλη ιδιόκτητη γη, επιδεινώνοντας έτσι τα οικονομικά βάρη των
καλλιεργητών.
Πρόκειται για μετασχηματισμούς που εξελίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό
μέσω του μηχανισμού της καταχρέωσης, ανάγονται κυρίως στον 18ο αιώνα
και εκβάλλουν στην επανάσταση του 1821. Ο Ασδραχάς υπήρξε επίσης από τους
εισηγητές στην ελληνική ιστοριογραφία της ανάλυσης των κοινωνικοπολιτικών και
πολιτισμικών εξελίξεων της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου, μέσω
του αντιθετικού διπόλου παράδοσης – νεωτερικότητας, εντάσσοντας το ελληνικό
παράδειγμα στο διεθνές περιβάλλον της εποχής.
Ο Κρεμμυδάς ξεκινά την ερευνητική του σταδιοδρομία το 1955 με μια
μελέτη για μια ελληνική επίθεση εναντίον του οθωμανικού φρουρίου της Κορώνης
στα 1823. Και αυτός όμως, μετά τη μετάβασή του στην Γαλλία το 1965, στράφηκε
στην οικονομική ιστορία μελετώντας, κατά το παράδειγμα του Νίκου Σβορώνου, το
εμπόριο της Πελοποννήσου στο διάστημα 1700-1821, αλλά και γενικότερα το εμπόριο
και τη ναυτιλία των Ελλήνων στο ίδιο διάστημα. Ο Κρεμμυδάς διαπίστωσε ότι η
εμποροναυτιλιακή ανάπτυξη οδήγησε την οικονομία σε σημαντικό ποιοτικό
μετασχηματισμό, αλλάζοντας τις παραγωγικές σχέσεις και δημιουργώντας
καπιταλιστική αγορά και αστική τάξη καθ’ εαυτήν και δι’ εαυτήν.
Η τελευταία, σε επαφή με τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα, γίνεται δέκτης
των ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης και διαμορφώνει εθνική
συνείδηση. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, μια σοβαρή οικονομική κρίση
έπληξε την οικονομία των Ελλήνων: οφειλόταν στον ανταγωνισμό των φτηνότερων
–λόγω της βιομηχανικής επανάστασης και των εθνικών προστατευτικών πολιτικών–
ευρωπαϊκών προϊόντων και στην επαναδραστηριοποίηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο
εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου μετά το τέλος των ναπολεοντείων πολέμων. Η
κρίση ξεκίνησε από τη βιοτεχνία και το εμπόριο, αλλά άγγιξε πολύ ευρύτερα
κοινωνικά στρώματα και είχε ως συνέπεια την επαναστατικοποίηση των συνειδήσεων
και την επίσπευση της επανάστασης.[3]
Ο Ασδραχάς ενστερνίζεται, ως ένα τουλάχιστον βαθμό, τις απόψεις
του Κρεμμυδά σε ένα δημοσίευμά του στα 1980.[4] Γράφει
για την «εμφάνιση
ενός εμπορευματικού καπιταλισμού συνδεδεμένου με την εσωτερική και εξωτερική
αγορά»
τον 18ο αιώνα και της «τάξης των εμπόρων» που «παρουσιάζει όλα τα σημάδια μιας διαφοροποίησης
στο κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο και γίνεται δέκτης των ιδεών του
Διαφωτισμού και της εθνικής ιδεολογίας». Επίσης, γράφει ότι «ο σχηματισμός
κεφαλαίου υφίσταται τον αντίχτυπο του τέλους του ηπειρωτικού αποκλεισμού και
της παρακμής των χερσαίων επικοινωνιών μέσω Βελιγραδίου και Βοσνίας στη
διάρκεια της πρώτης εικοσαετίας του αιώνα. Τα κέρδη του ναυτεμπορίου γνωρίζουν
μια πτώση»
μεγάλη, ενώ οι «προύχοντες
δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τα χρέη, η Εκκλησία εγκλείεται μέσα σε ένα
αντιδραστικό συντηρητισμό».
Ο Κρεμμυδάς με νεότερα δημοσιεύματά του διεύρυνε και εμπλούτισε το
ερμηνευτικό του σχήμα, σύμφωνα με το οποίο η δομική αδυναμία και αδιαφορία του παραδοσιακού
οθωμανικού κράτους να εφαρμόσει προστατευτικές πολιτικές για τους υπηκόους του,
οδήγησε στην ανάγκη να συγκροτηθεί, διά της επανάστασης, νεωτερικό ελληνικό
εθνικό κράτος με εθνική αγορά και θεσμική οργάνωση της οικονομίας.[5]
Αντίθετα, σε νεότερα δημοσιεύματά του ο Ασδραχάς αποκλίνει από το
προαναφερόμενο σχήμα. Αμφισβητεί ότι οι έμποροι των μεγάλων αποστάσεων και οι
βιοτέχνες της εσωτερικής αγοράς «αποτελούν μια αστική τάξη και, κυρίως, αν οι
οικονομικοί όροι αυτής της αστικής τάξης οδηγούσαν στην επανάσταση». Θεωρεί ότι
«οι έμποροι δεν είχαν κανέναν λόγο να έχουν ανεξάρτητο κράτος […] διότι οι
έμποροι αυτοί επωφελούνταν από το υφιστάμενο σύστημα, […] δεν είχαν λόγους να
θέλουν την αλλαγή του». Αντιτίθεται «στην άποψη ότι η οικονομική συγκυρία
[δηλαδή η κρίση] συνέβαλε στην Επανάσταση του 1821». Οι έμποροι των ναυτικών
νησιών πλουτίζουν από τον ηπειρωτικό αποκλεισμό, «δεν γίνονται όμως
καπιταλιστές». Η επέκταση της μεγάλης ιδιοκτησίας δεν αλλάζει τον τρόπο
παραγωγής και δεν συγκροτεί καπιταλιστικές σχέσεις. Θεωρεί ότι η επανάσταση
οφείλεται στο σύστημα της κατάκτησης: η κατακτητική κοινωνία επικάθησε στην
κατακτημένη κοινωνία, χωρίς αξιοσημείωτη διαπερατότητα. Συνακόλουθα, η
Επανάσταση είναι απότοκη των επιδράσεων των εθνικών και επαναστατικών ιδεών της
δυτικής Ευρώπης στους έλληνες λογίους και εμπόρους που έρχονταν σε επαφή με τις
ευρωπαϊκές χώρες. «Πολιτικώς και ιδεολογικώς» η επανάσταση ήταν «εθνική με
δημοκρατική, αστική συνεπώς ιδεολογία […] όχι η επανάσταση μιας αστικής τάξης
που την οδηγούσε λόγω της οικονομικής της δυναμικής σε μια επανάσταση». «Τα
κοινωνικά και οικονομικά της εδράσματα [της Επανάστασης] ήταν πολυσύνθετα,
δυνάμει συγκλίνοντα στην εσωτερίκευση του αστικού ιδεώδους».[6]
Η διερεύνηση της ιστορίας του Εικοσιένα από τους δύο ιστορικούς υποδεικνύει
συγκλίσεις και αποκλίσεις, θεματικές και ερμηνευτικές, που εξελίσσονται και
τροποποιούνται στο πέρασμα του χρόνου. Σε μικρό βαθμό οι αποκλίσεις μπορούν να
συσχετιστούν με τις ερευνητικές αφετηρίες τους που οδηγούν στις γενικεύσεις: ο
Ασδραχάς ερεύνησε κυρίως και σε βάθος την αγροτική οικονομία, ενώ ο Κρεμμυδάς
το εμπόριο και τη ναυτιλία. Υποδεικνύουν πάντως τις μη γραμμικές διαδρομές της
ελληνικής ιστοριογραφίας.
Σε κάθε περίπτωση, η σημασία των κρίσεων για την εκδήλωση
γεγονότων διαμαρτυρίας, ταραχών και εξεγέρσεων έχει επισημανθεί στη διεθνή
ιστοριογραφία, μολονότι δεν επαρκούν για να τις ερμηνεύσουν.[7] Άλλωστε,
στην ελληνική περίπτωση, η διακρίβωση της έκτασης, του βάθους και της χωρικής
και κοινωνικής διασποράς της προεπαναστατικής οικονομικής κρίσης είναι δυσχερής
και λόγω της φύσης και της επάρκειας των υπαρχουσών πηγών. Σημαντικότερη
παράμετρος για την εκδήλωση μιας επανάστασης συνιστά η συγκρότηση και η
κυριάρχηση μιας ιδεολογίας, που μπορεί να δώσει ελπίδα και διέξοδο στις δυσαρέσκειες
των εξεγειρόμενων και συνοχή στην επαναστατική προοπτική.
Τούτο δεν σημαίνει ότι όσοι συμμετέχουν στην εξέγερση έχουν τα
ίδια κίνητρα και τους ίδιους στόχους. Οι επαναστάσεις εδράζονται σε ένα
«πολύπλεγμα» (κατά την ορολογία του Ασδραχά) κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων,
με διαφορετικές οικονομικοκοινωνικές ορίζουσες, ιδεολογίες, πολιτικά προτάγματα
και στρατηγικές. Για τούτο και οδηγούν συχνά σε εμφύλιες συγκρούσεις.
Από αυτήν την άποψη, η επανάσταση του 1821 μπορεί να διερευνηθεί
όχι μόνο ως απότοκη αλλά και ως διαμορφωτική μιας εθνικής αστικής ιδεολογίας.
Παράλληλα, η εκδήλωση της επανάστασης τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή του 1821
θα πρέπει να διερευνηθεί όχι μόνο στο πλαίσιο της κρίσης της εμπορικής
ναυτιλίας, διότι έτσι είναι δυσερμήνευτη, για παράδειγμα, η κρίσιμη για την
επιτυχία της ευρεία συμμετοχή των κλεφτών και αρματολών. Συνακόλουθα,
καθίσταται σημαντική η διερεύνηση των όρων δεκτικότητας της επαναστατικής
προοπτικής και σε άλλες κοινωνικές ομάδες, πέραν των εμπόρων και των λογίων που
έρχονταν σε επαφή με τη Δύση.[8]
Οπωσδήποτε, οι διαφορετικές προσεγγίσεις υποδεικνύουν ότι η
επανάσταση του 1821 παραμένει ένα ζήτημα ανοιχτό στην ιστορική έρευνα.
Ο Παναγιώτης Στάθης είναι ιστορικός
[1] «Γύρω από τον αρματολισμό
κατά την Τουρκοκρατία και το 21», Επιθεώρηση
Τέχνης, 7/39 (1958), σ. 107-111.
[2] Ενδεικτικά: «Από τη συγκρότηση του αρματολισμού (ένα
ακαρνανικό παράδειγμα)», Επιθεώρηση
Τέχνης, 21 (1965), 483-500.
[3] Βλ. κυρίως «Η οικονομική
κρίση στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα και οι επιπτώσεις
της στην Επανάσταση του 1821», Μνήμων,
6 (1976), 16-33.
[4] «Το ιστορικό του Αγώνα», Αυγή 25 Μαρτίου 1980.
[5] «Το οθωμανικό κράτος και η
αναγκαστική αυτονόμηση του εμπορικού», Ο
Πολίτης δεκαπενθήμερος, 40 (1997), 30-33· «Προεπαναστατικές
πραγματικότητες. Η οικονομική κρίση και η πορεία προς το Εικοσιένα», Μνήμων, 24 (2002), 71-84· Η ελληνική επανάσταση του 1821, Αθήνα, Gutenberg, 2016.
[6] «Προϋποθέσεις της
Επανάστασης του 1821» Αυγή 26 Μαρτίου
2011.
[7] Βλ. πρόχειρα Gunnar Hering, «Σχετικά με το
πρόβλημά των επαναστατικών εξεγέρσεων στις αρχές του 19ου αιώνα», Τα Ιστορικά, τχ. 24-25 (1996), 105-120.
[8] Βλ. για παράδειγμα για
τους Σουλιώτες: Βάσω Ψιμούλη, Μάρκος
Μπότσαρης, Αθήνα, Τα Νέα, 2010. Για τους κλέφτες: Panagiotis Stathis, «From klefts and
armatoloi to revolutionaries» στο Ottoman Rule and the Balkans, 1760-1850: Conflict, Transformation,
Adaptation, Ρέθυμνο, University of Crete – Department of
History and Archaeology, 2007, 167-179.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου