17/9/17

Ο κύπριος ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης

ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΥΛΑΡΙΝΟΥ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΡΑΡΗΣ, Μια διπλή απόκλιση της κυπριακής διαλέκτου και του ποιητικού λόγου: Ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917), εκδόσεις Γαβριηλίδης και Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, σελ. 96

Το βιβλίο του Γιώργου Μοράρη, ευαίσθητου φιλόλογου και ποιητή, λεπταίσθητη ανάλυση τριών ποιητικών συνθέσεων – των κορυφαίων αδιαμφισβήτητα – του Βασίλη Μιχαηλίδη ήρθε στην κατάλληλη στιγμή, στο χάραμα της εκατονταετίας από τον θάνατο του κύπριου βάρδου. «Στην Ελλάδα αγνοούν το ζωντανό του έργο», γράφει ο Μοράρης, αποκαλύπτοντας τη σκοποθεσία του βιβλίου του, και έχει δίκιο, αφού δεν αξιώθηκε ο Μιχαηλίδης, ολόκληρον αιώνα από τη θανή του, να δικαιωθεί: να διαβαστεί, εννοούμε, να συγκινήσει, να γίνει μύθος και οδηγός και για το ελλαδικό κοινό, όπως οι μεγάλοι ποιητές του έθνους, ο Σολωμός πριν απ’ όλους, ο Κάλβος, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης και ο Ελύτης, για παράδειγμα, που πέρασαν αθάνατοι στην ψυχή της Ρωμιοσύνης· κακοδαιμονία για τον κύπριο υμνητή της Ρωμιοσύνης και του αθάνατου πνεύματός της, για τον οραματιστή της επανασύνδεσης της μάνας Ελλάδας με την κόρη της την Κύπρο. Ο Μιχαηλίδης δεν ευτύχησε, εκτός της γενέτειρας Κύπρου να τύχει των τιμών που του πρέπουν. Ανεράδα που «χάθηκεν ’πο’ μπρος του σγιαν άνεμος περαστικός» έγινε η Ρωμιοσύνη του και «’που τότες ξηστηκός» αναμένει την καλή την ώρα.
Με αυτή την ευκαιρία της επετείου, πράγματι το βιβλίο του Μοράρη έφτασε την κατάλληλη στιγμή, για να ευαγγελιστεί, το ελπίζουμε, μια καλύτερη τύχη για τον ποιητή. Το κυπριακό ιδίωμα αποτέλεσε ισχυρή τροχοπέδη στην πρόσληψη της ποίησης του Μιχαηλίδη στον μητροπολιτικό χώρο, η ταύτιση της ποίησής του στην Ελλάδα με τη δημοτική ποίηση, η οποία λειτούργησε στην Αθήνα ως προπύργιο (από καθαρεύοντες και δημοτικιστές) της επικράτησης της δημοτικής γλώσσας, καθιερωμένης ήδη στη λογοτεχνία όταν ο Μιχαηλίδης βρέθηκε στη μεγάλη ακμή του, η παράλειψη των ειδικών, ποιητών και φιλολόγων, να εστιάσουν επίμονα στο έργο του, όλα αυτά και άλλα, συνέτειναν σε μια ιδιότυπη περιθωριοποίηση και μόνο λίγοι, Κύπριοι κυρίως που έζησαν στον ελλαδικό χώρο,  προσπάθησαν χωρίς μεγάλα αποτελέσματα να δείξουν την αξία, πατριωτική και αισθητική, του έργου του, εδρασμένοι στα τρία κορυφαία συνθέματά του και αποσιωπώντας – αδίκως κατά τη γνώμη μας – το τεράστιο ποιητικό έργο του, το γλωσσικά πολύμορφο, στη φθίνουσα καθαρεύουσα, στη χειραφετούμενη δημοτική και στο ιδίωμα της πατρίδας του. Αλλά και το έλλειμμα λογιοσύνης, που υπήρξε προίκα των μεγάλων δημιουργών, λειτούργησε ανασταλτικά στην περίπτωση του Μιχαηλίδη, αυτοδίδακτου, όχι όμως και απαίδευτου, υπό τις τότε συνθήκες, όπως αβασάνιστα θεωρείται.

Ο Μοράρης στη σύντομη αλλά πυκνή και μεστή εισαγωγή του εντοπίζει τα εξής καίρια σημεία, οδηγούς για τον ελλαδίτη αναγνώστη, στον οποίο κυρίως απευθύνεται. Τα καταχωρίζουμε και τα σχολιάζουμε:
1. Ο λόγος του Μιχαηλίδη ιδώθηκε ως δημώδης ιδιωματικός. Ωστόσο, τίποτε δεν εμποδίζει την ανάγνωσή του και δεν είναι από τα λίγα παραδείγματα που η γλώσσα εκλήφθηκε ως εμπόδιο της κατανόησης. Θα θυμίσουμε ότι και ο Κωνστ. Θεοτόκης κατακρίθηκε για δυσνόητες και αποτρεπτικές της ανάγνωσης ιδιωματικές κορφιάτικες λέξεις. Ωστόσο, δεν εμπόδισε αυτό στην πανελλήνια αποδοχή του.
2. Στην Κύπρο απάγγελλαν ανέκαθεν στίχους του Μιχαηλίδη σε καθημερινή βάση, γαλουχήθηκαν μ’ αυτούς βρέφη – ήταν τα ηθοπλαστικά μηνύματα στους δύσκολους καιρούς, η συνέχεια της ελληνικής παράδοσης του νησιού, η κρυστάλλωση του εθνικού φρονήματος. Αν στίχοι του Ερωτόκριτου ζουν σήμερα στα χείλη του ελληνικού λαού, ως στερεότυπες έστω φράσεις, και ο Μιχαηλίδης έχει πολλούς αποφθεγματικούς στίχους, ευμνημόνευτους και ηθικοδιδακτικούς, που δεν πέρασαν όμως στο στόμα του ελλαδικού κοινού, στην προφορική δηλαδή ομιλία του έθνους.
3. Επισημαίνει ο συγγραφέας την υπέρβαση του ποιητή από το δημώδες ποιητάρικο είδος στην προσωπική ποίηση, ένα είδος μετάβασης στην εξέλιξη του ποιητικού λόγου, συμβολή μέγιστη στην κυπριακή λογοτεχνία, από το απέριττο της φύσης στην αισθητική ανανέωση της τέχνης. Ο Μιχαηλίδης δεν είναι ο λαϊκός ποιητής, αλλά ο προσωπικός ποιητής που μεταφέρει τη λαϊκή παράδοση σε ρυθμιστική φάση της κυπριακής ιδιωματικής γλώσσας, επικείμενης της ακμής της παιδείας και λογοτεχνίας του νησιού, μεταξύ τουρκοκρατίας και αγγλοκρατίας, όταν έρχεται η ώρα της συνοστέωσης του καλλιτεχνικού και γλωσσικού προσώπου της Κύπρου.
4. Ο Μοράρης αναζητεί την εσωτερική αλήθεια της ποίησης του Μιχαηλίδη στο κρίσιμο σταυροδρόμι της κρυστάλλωσης των παραπάνω χαρακτηριστικών. Αν στην Κύπρο θεωρείται εθνικός ποιητής, σ’ αυτό το σημείο θεωρούμε ότι οφείλει τον εθνισμό του, στη συνειδητοποίηση της προσωπικής δημιουργίας, με τοπικά στοιχεία, με ελληνική ταυτότητα αλλά οικουμενικές διαστάσεις και νεωτερική αισθητική.
5. Είναι προσφυής, τέλος, η επισήμανση της διπλής απόκλισης της κυπριακής διαλέκτου και συνακόλουθα του έμμετρου λόγου του ποιητή. Ο Μιχαηλίδης καινοτόμησε, εμπλουτίζοντας με νέα στοιχεία τον ποιητικό λόγο, εκφεύγοντας του στερεότυπου λαϊκού πλαισίου. Αλλά και την περιοριστική, ενίοτε μάλιστα ασφυκτική, εντοπιότητα ξεπέρασε ο ποιητής αυτός. Τα θέματά του, πατριωτικά ή ενορατικά, δραματικά ή επικά, ορμώνται από την επιχώρια πηγή, αλλά λαμβάνουν ευρείες διαστάσεις που υπερβαίνουν, χωρίς να τα νοθεύουν, τα κυπριακά δεδομένα.
Ειδικότερα, ο Μοράρης, αναφερόμενος στο κάθε ένα χωριστά από τα τρία ποιήματα, εξαίρει την αισθητική τους αρτιότητα, καθώς και την ικανότητα του δημιουργού τους να μεταδίδει στην καθημερινή ζωή και στην ιστορική πραγματικότητα πνοή μεγάλης διάρκειας χάρη στην πανανθρώπινη εμβέλεια της ποίησης. Στόχος του Μοράρη στα εισαγωγικά μικροκείμενα των τριών συνθέσεων είναι να δώσει στον ελλαδίτη αναγνώστη τα απαραίτητα ιστορικά, ερμηνευτικά και αισθητικά ερεθίσματα, ώστε να γίνει ευκολότερη η πρόσβαση στο διαλεκτικό κείμενο. Υπό άλλη σκοπιά, πρακτική αυτή, της γλωσσικής πρόσβασης, με το αναλυτικό γλωσσάρι του στο τέλος του τομιδίου, βοηθά πολύ ο συγγραφέας και με τον τρόπο αυτόν στην προσέγγιση των ποιημάτων. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει τις ρίζες των λέξεων και θα θαυμάσει τις σύνθετες από αυτές για τη λεξιπλαστική ικανότητα του κυπριακού λαού, την οποία ανακαλεί και αξιοποιεί απαράμιλλα ο Μιχαηλίδης στα τρία διαλεκτικά συνθέματά του.
Συγκεκριμένα: οραματική, ονειροδραματική, η «Ανεράδα», ερωτικής στέρησης  απόρροια, κατά τον συγγραφέα, μετάπτωση απτού ή απτών, θα λέγαμε ορθότερα, πόθων του Μιχαηλίδη σε φρούδο όραμα. Τα οραματικά της στοιχεία, η επισήμανση των συμβόλων, ο εντοπισμός του λαϊκού παράγοντα που μετατρέπεται σε ονειρική φαντασία υπερτοπικού χαρακτήρα, η διπλή ποιητική απόκλιση επισημαίνονται για να βοηθήσουν στην κατανόηση, στο βάθος του συνθέματος, και στη σημασία της αλληγορίας που κρύβει «το αδύνατο της ευδαιμονίας», όπως γράφει ο Μοράρης, εύστοχα. Συνειρμικά στο σημείο αυτό ο νους μα πηγαίνει στο Δαχτυλίδι της μάνας του Γιάννη Καμπύση, στη νεραϊδική ονειροφαντασιακή ατμόσφαιρα του διαψευσμένου οράματος.
Στη «Χιώτισσα», στην οποία ο συγγραφέας εξαίρει τη μουσικότητα που προσέδωσε στην κυπριακή λαλιά ο Μιχαηλίδης, η αφηγηματικότητα αναδεικνύει την ιστοριογραφική  πλευρά του θέματος, μεταβολίζοντάς την σε πόνο, διατυπωμένο με εξαιρετική αμεσότητα και αισθητική  ποιότητα δραματικού λυρισμού.
Τέλος, στην «Ενάτη Ιουλίου», έργο εκτενές, γι’ αυτό και δυσμεταχείριστο, ο Μιχαηλίδης καταφέρνει να αναπλάσει την ξερή ιστορικότητα σε επική ανάπαλση, που του προσπόρισε τον τίτλο του εθνικού ποιητή – σύμφωνα με τη σολωμική παρακαταθήκη: «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό». Η απειλητική συμμετοχή της φύσης – ο νους πηγαίνει αβίαστα στους Ελεύθερους πολιορκημένους του Σολωμού – (Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι εφυσούσαν – ήτουν μια νύχτα μουλλωτή, μια νύχτα μουρρωμένη) προμηνύει το κακό, η αναπαραστατική εικονοποιία, ο ήχος που αποδίδει ήθος, κατά τον συγγραφέα, μεταβάλλουν την ιστορία σε πολιτικό θέατρο κατά της ξένης κυριαρχίας, κατά της αποκτήνωσης του ανθρώπου· σε θέατρο ελευθερίας. Ο Κυπριανός μπορούσε να γλιτώσει τη σφαγή, όπως και οι Μεσολογγίτες. Η επιλογή του υπήρξε ασφαλώς εθνική, υπό την έννοια της εκπροσώπησης εκείνη τη στιγμή ολόκληρου του έθνους.
Το βιβλίο του Γ. Μοράρη αξίζει να διαβαστεί. Είναι ένα διαβατήριο, καθυστερημένο αλλά απαραίτητο, για τη δικαίωση του Μιχαηλίδη, τη γνωριμία της πατριωτικής ποίησής του, πέρα από τα όρια του βασανισμένου νησιού του, στον μητροπολιτικό και τον απανταχού ελληνισμό.

Ο Θεοδόσης Πυλαρινός είναι ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής φιλολογίας του Ιόνιου Πανεπιστημίου

Μίκης Ματσάκης, Πάρος, λάδι σε μουσαμά επικολλημένο σε κόντρα πλακέ, 41,7 x 51,8 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: