28/8/17

Από την σεξουαλικότητα στην δημιουργικότητα και στην επιθυμία για ζωή

ΤΗΣ ΒΕΡΑΣ ΠΑΥΛΟΥ

PATRICK GUYOMARD, Για την παιδική σεξουαλικότητα,
συλλογική μετάφραση, εκδόσεις Γαβριηλίδη
MASSIMO RECALCATI, Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου, Γονείς και παιδιά μετά την Δύση του πατέρα, μτφρ. Άννα Πλεύρη-Γιοβάνα Βεσσαλά, εκδόσεις Κέλευθος
SANDOR FERENCZI, Θάλασσα, Δοκίμιο για μια θεωρία της γενετήσιας ζωής και Σύγχυση γλωσσών ανάμεσα στους ενήλικους και στο παιδί, μτφρ. Ερη Κούρια, εκδόσεις Γαβριηλίδη

Ο Patrick Guyomard, Γάλλος ψυχαναλυτής, ιδρυτικό μέλος της Societé de Psychanalyse Freudienne (SPF) και ο Massimo Recalcati, Ιταλός ψυχαναλυτής μέλος της Ιταλικής Ένωσης Λακανικής Ψυχανάλυσης, μας φέρνουν σε επαφή με έννοιες που έχουν να κάνουν με την θεώρηση του Ζακ Λακάν, με τον δικό τους πρωτότυπο τρόπο που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που αποκαλείται «λακανισμός», ρεύμα που αναφέρεται στο Λακάν με όρους ιδεολογίας. Ο λόγος τους μεστός και πυκνός, αναδύεται μέσα από την κλινική τους εμπειρία και την προσωπική τους οπτική.
Στο πρώτο κείμενο «Το παιδικό και το σεξουαλικό», από τη συλλογή κειμένων του Patrick Guyomard την επιλογή των οποίων έκανε ο Θανάσης Χατζόπουλος και μετέφρασε ομάδα ψυχαναλυτών, ο συγγραφέας συνδέει την έννοια της επιθυμίας –η οποία στην λακανική θεώρηση δεν έχει να κάνει με την θέληση, το εγώ κλπ- με την έννοια της δημιουργικότητας στον Άγγλο ψυχαναλυτή Donald Winnicot. « Τι δίνει σε κάποιον το αίσθημα ότι η  ζωή αξίζει τον κόπο να τη ζει»; Ο Λακάν απαντά: Η επιθυμία, η οποία αποσπά από την ανάγκη. Ονομάζει επιθυμία «αυτό που δίνει όρεξη για ζωή», κάτι για το οποίο αξίζει κανείς και να πεθάνει. Για τον Winnicot η δημιουργικότητα είναι « το χρώμα που διαποτίζει την ύπαρξη» και εδράζεται στο χρώμα που διαπερνά το λόγο της μητέρας η οποία μιλά στο παιδί και δίνει βαρύτητα, αξία στις πράξεις της. Η δημιουργικότητα   ως έννοια αναφύεται σε αντίστιξη με την υποταγή στην επιθυμία του άλλου, την προσαρμογή στην εξωτερική πραγματικότητα η οποία οδηγεί στο αίσθημα ματαιότητας. Έχει να κάνει με την μοναδικότητα της ύπαρξης.
Ο Guyomard γεφυρώνει στο τρίτο κείμενο της συλλογής «Επιθυμία και δημιουργικότητα» την φαινομενικά αποκλίνουσα σκέψη των δυο στοχαστών που φλερτάρουν ο πρώτος με την επιθυμία  ως επιθυμία θανάτου, με την έλλειψη, με τον αποχωρισμό και ο δεύτερος με την ζωή, το παιχνίδι, τη σχέση, μέσα από την «αίσθηση του να είναι κανείς ζωντανός»- που δεν είναι το ίδιο με το να είναι κανείς εν ζωή-αίσθηση η οποία για τον  Winnicot «ριζώνει στα διακυβεύματα ζωής και θανάτου, που είναι τραγικά διακυβεύματα». Εκεί γεννιέται η δημιουργικότητα που δεν έχει να κάνει με το δημιούργημα αλλά με ένα διαρκές γίγνεσθαι  Πρόκειται για τον μυστικό και μοναδικό χώρο του αληθή εαυτού που μπορεί να μην «έχει τίποτα στο κέντρο» -όπως τιτλοφορείται το τέταρτο κείμενο τη συλλογής- έννοια που έρχεται να πλησιάσει το «κενό»του Λακάν, προϋπόθεση για να γεννηθεί η δημιουργία.

Η επιθυμία-δημιουργικότητα που δεν είχε ίσως  υπάρξει σε ένα μεταβατικό χώρο παιχνιδιού με την μητέρα, αναδύεται στον μεταβατικό χώρο της ανάλυσης, «αποσπώντας αυτόν  που αιτείται από την ανάγκη που τον έκανε να φτάσει εκεί».
Αντίστοιχα,  για τον Massimo Recalcati,  «η επιθυμία δεν μπορεί να συνθλιβεί πάνω στην απλή ικανοποίηση των αναγκών αλλά διαφοροποιείται από τον κτηνώδη πόθο ακριβώς επειδή ζωοδοτείται από μία υπέρβαση που την εκθέτει στο αδοκίμαστο, σε αυτό που δεν έχουμε ακόμη γνωρίσει, που δεν έχουμε ακόμη σκεφτεί, που δεν έχουμε ακόμα δει.Υπό αυτή την έννοια φέρει μέσα της μια έμπνευση που υπερβαίνει την απλή παρουσία των πραγμάτων».
Την επιθυμία αυτού του άλλου πράγματος που καθιστά την ζωή ουσιαστική την φέρει ένας πατέρας που μπορεί να μεταδώσει  το νόημα  και την  έμπνευση για την ζωή.. Ο Massimo Recalcati εισάγει τον Τηλέμαχο ως μία αντιστροφή του Οιδίποδα, απ’όπου και ο τίτλος.  Για τους σύγχρονους νέους το διακύβευμα δεν είναι η σύγκρουση με τον πατέρα ως αντίπαλο και εμπόδιο αλλά η ανεύρεση του πατέρα που έχει χαθεί μέσα στις υπερβολικά οριζόντιες σχέσεις των σύγχρονων οικογενειών. Ο Τηλέμαχος αναζητά απεγνωσμένα την επιστροφή του Οδυσσέα, ως ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, τον πατέρα ως υπόσχεση.
Σε κάτι ανάλογο αναφέρεται και ο Patrick Guyomard με αφορμή το ζήτημα της διαστροφής, στο τελευταίο κείμενο «Η διαστροφή ως φετίχ», αναφερόμενος στο κακοποιημένο παιδί, το παιδί αντικείμενο, σημαδεμένο από τα ίχνη της διπλοπροσωπίας των γονιών του που μπορεί να αποκτήσουν αξία διαστροφής: «το ουσιώδες είναι και αυτή είναι αναμφίβολα η συμβολή του Λακάν, ότι δεν υπάρχει διαστροφή χωρίς άλλον (μικρό άλλον ή μεγάλο Άλλον). Άλλον, έτερον, εκεί όπου αποκαλύπτονται, τόσο ο γυναικείος ευνουχισμός όσο και η προδοσία του ενηλίκου, η πλευρά του που είναι χωρίς πίστη, χωρίς εγγύηση και χωρίς λόγο».
Αυτή η προδοσία και η εξάχνωση του Ονόματος του Πατέρα είναι και το κεντρικό θέμα του Recalcati ο οποίος μάλιστα περιγράφει την έκπτωση αυτή με την αντιπαραβολή που κάνει της ταινίας του Νάννι Μορέτι Έχουμε Πάπα με την ταινία Παλομπέλα Ρόσα, και πάλι του Μορέτι του 1989, έτος πτώσης του τείχους στο Βερολίνο.Στην πρώτη, ο Ποντίφικας μένει άφωνος μπροστά στο πλήθος μη μπορώντας να αντέξει το συμβολικό βάρος της αποστολής του, ο λόγος του που θα ήθελε να  δηλώνει ακόμα το ύστατο νόημα του κόσμου, υποχωρεί,σβήνει, μένει σιωπηλός.Στην δεύτερη ταινία, ο γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος παθαίνει αμνησία, ανακαλώντας την αφασία του πάπα. Ποιος είμαι; Ποιοι είμαστε; Τι συνέβη; Ο ιθύνων του κόμματος δεν είναι πλέον σε θέση να υπαγορεύσει την γραμμή του κόμματος στους οπαδούς του.
Διασταυρώνεται εδώ και με τον Alain Badiou  ο οποίος μιλά για τους «γιούς χωρίς πατέρα» που αδυνατούν να ταυτιστούν αρχικά ώστε να συγκρουστούν στη συνέχεια με πατρικές μορφές, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της κατάρρευσης κρατών-εθνών,θεσμών και κομμάτων. Η επανάσταση ,η εξέγερση, η ανατροπή όπως αναφέρει ο Recalcati, περνά  μέσα από την ταύτιση αρχικά με την ιστορία. Η υπερβολική προσκόλληση αλλά και η υπερβολική απόσταση-αδιαφορία σε σχέση με τον πατέρα, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα: Αδυναμία να ιδιοποιηθεί κάποιος την ιστορία του κληρονομώντας αυτό που από πάντοτε ήταν, δίνοντας του ταυτόχρονα το δικό του περιεχόμενο. Μοιάζει να αντιπαραβάλλει στο «γίνε αυτό που θες» του ατομισμού των σύγχρονων κοινωνιών, το «γίνε αυτό που είσαι».
Για να φτάσει όμως κάποιος σε αυτό το σημείο ο δρόμος ενίοτε είναι μακρύς.Όπως αναφέρει και  ο Gyomard , θα πρέπει να έχει υπάρξει ο Άλλος για το παιδί ώστε να τον αποχωριστεί.
Στο κείμενό του «Σύγχυση γλωσσών ανάμεσα στον ενήλικο και το παιδί» ο Sandor Ferenczi επισημαίνει την ασυνεννοησία ανάμεσα στον ενήλικο και το παιδί. Βασίζεται στην διαφορά όσον αφορά την διαφορετική αίσθηση της σεξουαλικότητας. Για το παιδί έχει να κάνει με τις παιγνιώδεις φαντασιώσεις, τον μητρικό ρόλο έναντι του ενηλίκου και την τρυφερότητα στο βάθος. Για τον ενήλικο η σεξουαλικότητα έχει άλλη διάσταση πιο αισθησιακή. Η παθιασμένη αγάπη του ενήλικα για το παιδί, οι υπερβολικές τιμωρίες, δηλαδή οι ανεξέλεγκτες αντιδράσεις, κάνουν το παιδί να ταυτίζεται με τον ενήλικα, να γίνεται σοφό, ο ψυχίατρος της οικογένειας ώστε « να απολαύσει ξανά την χαμένη γαλήνη και την τρυφερότητα που απορρέει από αυτήν». Την συμπεριφορά αυτή ο Ferenczi συμπεραίνει από την κλινική του πράξη όπου αρκετοί ασθενείς δέχονται πειθήνια τις ερμηνείες του αναλυτή ως υπάκουα παιδιά. Οι ασθενείς αντιλαμβάνονται τις επιθυμίες του αναλυτή και ταυτίζονται μαζί του  ασυνείδητα, κρύβοντας ίσως πίσω από αυτό ορμές μίσους και θυμού.
Την ασυμμετρία αυτή επισημαίνει ο Patrick Guyomard στο κείμενό του «Μόνο οι λέξεις διαφέρουν» όπου αναφέρει ότι η σύγχυση αυτή δεν είναι ένα λάθος. Είναι δομική. Είναι η «επίπτωση, η συνέπεια του σεξουαλικού ως τραυματικού». Είναι ένα σημάδι του μπερδέματος του ερωτικού και της τρυφερότητας, του ανακλιτικού και του σεξουαλικού. Γεννιέται ταυτόχρονα από την ερωτικοποίηση του δεσμού τρυφερότητας και από την αναπόφευκτα τραυματική εισβολή της σεξουαλικότητας σε αυτό το δεσμό, κυρίως με την μορφή τη σεξουαλικότητας του ενήλικα. Είναι το παιδικό σεξουαλικό ως σύγχυση. Σύγχυση της παρουσίας μιας άλλης γλώσσας στη συνήθη γλώσσα. Ποιος αποπλανιέται; Ποιος αποπλανεί; Ποιος είναι ο τρυφερός; Ποιος ο παθιασμένος; 
Εναλλαγή θέσεων μέσα στην ασυμμετρία, στις οποίες εναλλάσσονται και αναλυόμενος αναλυτής. Για τον Guyomard , η σύγχυση είναι που εγκαθιστά το ερμηνεύσιμο και αποτελεί βήμα για μια «διαφοροποίηση προς εγκατάσταση, μια υποκειμενοποίηση που έρχεται να ταράξει το παιχνίδι των ταυτίσεων».
Για τον Recalcati είναι η κίνηση του κληρονομείν η οποία συνιστά υποκειμενοποίηση. «Τι μας διδάσκει το ταξίδι του Τηλέμαχου, αν όχι ότι η κληρονομιά δεν συνίσταται στην Καταγωγή, αλλά πραγματοποιείται μόνο όταν το υποκείμενο την καταστήσει δική του σε μια κίνηση προς τα εμπρός, σε μια κίνηση ανάκτησης όπως θα έλεγαν ο Φρόιντ και ο Γκαίτε;».. Δεν σημαίνει τόσο ότι λαμβάνουμε από τον Άλλον, όσο ότι χάνουμε τον Άλλον. Ο αυθεντικός κληρονόμος είναι πάντοτε ορφανός από τον Άλλον. «Όπως συμβαίνει με τον Τηλέμαχο, που κινείται προς την αναζήτηση του πατέρα χωρίς να τον έχει γνωρίσει ποτέ». Η συνάντηση έχει νόημα μόνον αναδρομικά. Αλλά θα πρέπει κάπου να υπάρχει η πίστη σε αυτό που δεν έχει ακόμη φανεί. Εδώ είναι που o Recalcati συνδέεται με τις σύγχρονες κοινωνίες όπου επικρατεί ο κατακερματισμός και η καταστροφή του Ονόματος του Πατέρα υπό το πρίσμα μιας ελευθερίας χωρίς πένθος που οδηγεί στο πουθενά.
Στην εποχή των καταρρεύσεων και του μηδενισμού η προσέγγιση που επιχειρεί ο Massimo Recalcati, του Οδυσσέα μέσα από τον Τηλέμαχο, του πατέρα μέσα από την ελπίδα του γιού ότι πάντοτε κάτι επιστρέφει από την θάλασσα, αποτελεί  υπόσχεση ζωής.

Lutz Braun, Komplott, A4, κιμωλία σε χαρτί

Δεν υπάρχουν σχόλια: