28/8/17

Μοναχική ποίηση, «στην εποχή της αφθονίας»

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ

ΜΟΡΦΙΑ ΜΑΛΛΗ, Στον δρόμο των Beat. Μια ανάγνωση της ποίησης του Λευτέρη Πούλιου, εκδόσεις Futura σελ. 256
Clary Mark, Gold Bear (Brasil), 2016,
ακρυλικό σε χαρτί, 30,5 x 21 εκ

Απολύτως θεμιτή και νόμιμη η απόπειρα της συγκριτικής φιλολόγου Μορφίας Μάλλη να αναγνώσει την ποίηση του Λευτέρη Πούλιου ως «εμβληματικού ποιητή της Γενιάς του '70 και της Αμφισβήτησης», που «διαμορφώνει υπό την επίδραση των beat τη δική του ποιητική φυσιογνωμία: λυρική, ρομαντικά επαναστατική, προφητική νέων κόσμων και τρόπων αντίληψης», πριν τελικά προσχωρήσει «σε ποικίλες εκδοχές του ανατολικού μυστικισμού, όπου με τα σκαψίματα του βίου και της γλώσσας του, μετατρέπεται σε οδοδείκτη ενός ιδιαίτερου μεταφυσικού κόσμου».
Σχολιάζοντας με το κριτικό της νυστέρι την ποιητική συλλογή του Λευτέρη Πούλιου «Ο γυμνός ομιλητής» (1977) «την οποία η κριτική κάλυψε με την απόλυτη σιωπή της από αδυναμία να κατανοήσει και να σταθμίσει τον οραματικό, αντιμοντέρνο της ρομαντισμό» παρατηρεί δικαίως η ίδια ως προς τις διαφαινόμενες επιρροές και τις προφανείς διακειμενικές αναφορές του: «Όμως, όσα ξένα αποτυπώματα κι αν αναγνωρίσουμε ανάμεσα στους στίχους, είναι τόσο καλά χωνεμένα από την αλεστική ποιητική δύναμη του Πούλιου, που στο τέλος εξαφανίζονται για να μείνει το δικό του ιδιότυπο δαιμονικό παραμιλητό […] Η δική του βίαιη εκρηκτική φωνή· ένας λόγος προφητικός που αξιοποιεί τη ρητορική και την εικονοποιία των Γραφών […] Παρόλη όμως τη φρενίτιδα της εκφοράς του, ο λόγος του δεν γίνεται ποτέ αφασικός. Οι επικοινωνιακές γέφυρες με τους ανθρώπους διατηρούνται πάντα ανοιχτές· ο ποιητής πασχίζει γι’ αυτό σχεδόν με το ίδιο του το σώμα» (σελ. 170).

Αν παρέθεσα το πιο πάνω απόσπασμα ήταν γιατί η Μορφία Ράλλη, που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962, σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Συγκριτική Φιλολογία (ΜΑ) στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (University College) κι εκκπονεί διδακτορική διατριβή με θέμα την ποίηση της γενιάς του '70», διαπιστώνει σ’ αυτό κι επισημαίνει δύο από τις τέσσερις (κατ’ εμέ) βασικές λειτουργικές ιδιαιτερότητες του Λευτέρη Πούλιου ως ποιητή: Πρώτον, είναι ποιητής-προφήτης (Poeta vates, συνεχιστής της μακράς παράδοσης των «σαλών» ποιητών ήδη από την εποχή της Ρωμαϊκής Θεωρίας της Λογοτεχνίας), δεύτερον, είναι ιερατικός-τελετουργικός ο εκφερόμενος λόγος του απαιτώντας να τον εκλάβουμε ως «θέσφατον», τρίτον, είναι έντεχνα δραματικός με έμφαση στη μη συμβατική θεατρικότητα σκηνικών-προσώπων-ζωντανών κι άψυχων και της Φύσης της ίδιας εν τέλει, και, τέταρτον, πρόκειται για ποιητικό ιδίωμα με έντονη «σωματικότητα» ως αντίδοτο της παράνοιας και των σχιζοειδών παραισθήσεων.
Οι διονυσιακοί ποιητές, οι κατεχόμενοι από «ιεράν μανίαν», οι κατέχοντες πλούσια Φαντασία, ερωτοτροπούν συχνά με το Άφατο, εμπλέκονται σε ένα διαρκές κονταροχτύπημα με το Άφατο, είναι ρομαντικοί και τραγικοί σε αυτή την απέλπιδα αναμέτρησή τους με το Άγνωστο και φυσικά υπερβαίνουν συχνά-πυκνά τα όρια ανάμεσα στο Επιστητό και στο Διορατικό-Διαισθητικό.
Αυτό το διαπιστώνει η επαρκής μελετήτρια και το διατυπώνει σε μια λακωνική φράση ανυπέρβλητης μεστότητας: «Οι στίχοι φαίνεται να οδηγούν τον ποιητή σε κάτι άρρητο, σε κάτι που υπερβαίνει τις δυνάμεις του, σε εκφραστικό αδιέξοδο…» (σελ. 161). Σωστά. Ορθότατα. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο ποιητής, όταν Ποιητής είναι, λειτουργεί σαν μάρτυρας, αυτοδύτης των μύθων. Αυτό το ηρωικό στοιχείο του υπερβατικού, εμπνευσμένου ποιητικού «εγώ» που διαλύεται για να ενωθεί με το «εμείς» κι εμπλουτίζεται βυθίζοντας τις ρίζες του βαθιά στο Συλλογικό Ασυνείδητο, το ψυχανεμίζεται και το διατυπώνει ο ίδιος ο Λευτέρης Πούλιος σε έναν εκ βαθέων διάλογό του με τον εξαίρετο ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο: «Θα πρέπει να είσαι πολύ γενναίος, ένα είδος ήρωα θα έλεγα, για να κατορθώσεις να σταθείς στα πόδια σου και να μιλήσεις στους άλλους, μέσα και ύστερα απ’ όλες αυτές τις διεργασίες» (σελ. 159). Αυτή ακριβώς η υποκειμενικότητα και το αμετάφραστο του ατομικού οράματος, όσο κι αν δεν είναι «προσωπικό» και δεν αφορά βεβαίως τον ποιητή με τη στενή ατομικιστική έννοια, οδηγεί ακριβώς σε ένα αδιαπέραστο εκφραστικό φράγμα, που είναι αδιόρατο σαν τα «Τείχη» του Καβάφη, μέσα στα οποία ο πνευματικός άνθρωπος βιώνει τη χειρότερη αιχμαλωσία αλλά και τη μέγιστη νοητική ελευθερία της αποκοπής από το ανθρώπινο είδος, χωρίς καμία υποχρέωση να είναι μπροστάρης, δάσκαλος ή πρωτοπόρος. Κι όσοι νομίζουν ότι κάτι τέτοιο οδηγεί σε μια α-πολιτική παθητική στάση ζωής, σφάλλουν, αφού και η λεγομένη “γενιά των beat” και η ελληνική «γενιά του ᾽70» βρίθουν από πολιτικές στάσεις ζωής στα όρια του αιρετικού, του περιθωριακού, του επαναστατικού, του ρηξικέλευθου…
Εύστοχη η ανάλυση της Μορφίας Μάλλη για την συσχέτιση της πνευματικής αντίδρασης των «beat» με μια αριστερή αντίδραση στην «Κοινωνία της Αφθονίας» και στη μεσοαστική αποχαύνωση του καταναλωτικού τρόπου ζωής.
Η μόνη αντίρρηση-επιφύλαξή μου είναι ότι τα μετέωρα με έντονη σκιά, όπως ο Λευτέρης Πούλιος, δεν χωράνε σε κατατάξεις, δεν αντέχουν σε κατηγοριοποιήσεις (απαραίτητες εν τούτοις για την επιστημονική-φιλολογική έρευνα). Οι «ένθεοι» ποιητές, οι «καταραμένοι», αυτοί που δεν μπορούν να σηκώσουν το άχθος του ταλέντου τους και η μοίρα τους μοιάζει με του Σίσυφου, δεν ανήκουν ούτε στον αιώνα ούτε στη «γενιά» τους μήτε σε κινήματα κι αισθητικές ροές. Είναι διαχρονικοί και υπέρ-χρονικοί, παγκόσμιοι και πανανθρώπινοι, όταν δεν αποκηρύσσουν κάθε σχέση τους με το ανθρώπινο είδος. Για του λόγου το αληθές και για να κρίνεται από μόνοι σας – ως επαρκείς συν-δημιουργοί αναγνώστες, σας παραπέμπω στο τέλος από τον «Επίλογο» της παραγνωρισμένης και θαμμένης (μέχρι τώρα) στη σιωπή ποιητικής συλλογής του Λευτέρη Πούλιου με τίτλο «Γυμνός ομιλητής» (1977).
…Ξεσκίζω μέσα μου ό,τι έχω γράψει
Παίρνω πίσω ό,τι έχω πει
Αποφεύγω το δρόμο όπου απάνθρωπες αυγές ξεσπάνε
Σέρνω τις αβύσσους μου
Ντύνομαι τις θύελλές μου
Ακολουθώ εσένα που δεν έχεις ακόμα γεννηθεί
Αϊ γεννήσου, κρατήσου ζεστός
Δεν οφείλεις να διαβάζεις ηλίθια βιβλία
Πάρε τα όπλα ενάντια στη συμβατικότητα
Εναντιώσου σε όλα
Ευλογημένοι, υμνημένοι, δοξασμένοι οι δρόμοι του ονείρου
και του αγώνα.

Στέλνω ένα καρτ-ποστάλ στο μέλλον
Γραμμένο με αίμα από τρεμάμενο χέρι
Με γραμματόσημο την πανάρχαια αυτή εποχή.
Ας παρατηρήσουμε ότι μιλάει για «αγώνα», συνώνυμο της καθημερινής επιβίωσης. Ας προσέξουμε εκείνη την προτροπή που λες και βγήκε από το λεγόμενο «θέατρο του παράλογου» και υπερβαίνει κατά πολύ τον σουρεαλισμό: «Αϊ γεννήσου, κρατήσου ζεστός»! Το «ντύνομαι τις θύελλές μου» θα μπορούσε να είχε ξεπηδήσει από το ρομαντικό κίνημα “Sturm und Drang”. Το «δεν οφείλεις να διαβάζεις ηλίθια βιβλία» θαρρείς και ξεπήδησε από τον «Μάη του ᾽68» και τα κείμενα του Μαρκούζε. Όμως εκείνες οι φουτουριστικές, οι υπερβατικές τρεις τελευταίες γραμμές, θα μπορούσαν να εκφέρονταν από έναν χρονοταξιδιώτη, εγκλωβισμένο στο ανυπόφορο «εδώ και τώρα». Υπαρξιακή δυσανεξία εκδηλώνουν «δοξασμένοι οι δρόμοι του ονείρου», οι αυγές είναι «απάνθρωπες», η αυτοκαταστροφή μια κάποια φυγή σε άλλο χωροχρονικό συνεχές, όχι όμως και συνιστώμενη λύση, «ακολουθώ εσένα που δεν έχεις γεννηθεί». Το «παράλογο» σε όλο του το μεγαλείο. Αυτή η μη ρασιοναλιστική στάση ζωής είναι και το ζητούμενο, το υπόβαθρο και η μοναχική ιδιαιτερότητα του ποιητή Λευτέρη Πούλιου.

Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: