ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ, Ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα στα
όρια του πολίτικαλ κορρέκτ, εκδ. Μανδραγόρας, σ. 87
Οι κοινές δημοσιεύσεις ποιημάτων, πεζών αλλά
και μελετών στα ίδια βιβλία δεν είναι σπάνιες, οι μελέτες μάλιστα, όταν δεν
είναι συναγωγές πολυάριθμων κειμένων, όπως στα πρακτικά ή στους τιμητικούς
τόμους, έρχονται ως εκδοτικό επιστέγασμα μιας κοινής θέσης ή γραμμής ή μιας
προηγούμενης συμφωνίας των ερευνητών για την μεθοδολογική πραγμάτευση ενός
θέματος. Ως προς τα ποιήματα όμως τα πράγματα είναι δυσκολότερα, διότι η
καθαυτό λογοτεχνική δημιουργία φέρνει μαζί της κατά τεκμήριο την διάθεση ή την
ανάγκη της μονήρους προβολής, από όπου δεν απουσιάζει κάποιος μικρός ή μεγάλος
ναρκισσισμός, –τι δικό μου τι δικό σου;– δυσκολεύοντας έτσι την συμπαράθεση.
Οπότε η εμφάνιση δυο ή και περισσότερων ποιητών σ’ ένα βιβλίο είτε παίρνει τη
μορφή μιας μικρής ανθολογίας, είτε, εξαιρετικά πιο σπάνια τη μορφή ενός
διαλόγου μεταξύ διαφορετικών ποιητικών οντοτήτων. Έναν τέτοιο διάλογο, εν μέρει
δραματικό, εν μέρει πολλοίς σατιρικό έχουμε στα Ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα των Αλέξανδρου Αραμπατζή
και Κώστα Κρεμμύδα. Η πρωτοτυπία του διαλόγου τους βρίσκεται στο ότι τον
προγραμμάτισαν, ως ιδέα κατ’ αρχάς, ως μια σύνθεση ερωταποκρίσεων ή προκλήσεων
που υποκινούν μια απάντηση, έτσι ώστε κάθε απάντηση να είναι έναυσμα μιας άλλης
ερώτησης κ.ο.κ. Αυτή η αλυσίδα του δούναι και λαβείν προϋποθέτει ασφαλώς
ορισμένα, όπως λ.χ. το ότι οι συνεργοί ποιητές έχουν προσυμφωνήσει να τηρήσουν
με τον διάλογό τους μια μορφή παιχνιδιού, και, καθώς είναι παλαιόθεν φίλοι και
ως ένα βαθμό ομονοούντες σε αρκετά, να γίνουν κατά κάποιο τρόπο όργανα της
συμπαράθεσης ή συμπαράταξης, στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε, δηλαδή ενός ελεύθερου
και ελευθεριάζοντος παιχνιδιού, αυθόρμητου και ίσως αυτοματικού –αν θυμηθούμε
τα ανάλογα εγχειρήματα των υπερρεαλιστών! Ο ένας «κόβει» κι ο άλλος «ράβει» ή
τούμπαλιν, φτιάχνοντας εν τω άμα ένα σύνθεμα πρωτότυπο και, προπάντων,
ρηξικέλευθο.
Οι έννοιες του «ρηξικέλευθου» και του
«πρωτότυπου» μάς υποδέχονται απ’ αρχής, από τον ίδιο τον τίτλο της διφυούς
ποιητικής «συζήτησης». Όντως, ο τίτλος ασεβεί εσκεμμένα προς μια παράδοση που
θέλει τους τίτλους των συλλογών να είναι βραχείς, υπαινικτικοί, και να δίνουν
με δυο-τρεις λέξεις το γενικό νόημα των ποιημάτων που ακολουθούν. Ακόμα, προς
μια συνήθεια που απαιτεί από τους τίτλους να έχουν το χάρισμα να εντυπώνονται
στην ανάγνωση και να μένουν έτσι ευκολότερα στη μνήμη. Με βάση όλα αυτά, τι
μπορούμε να συγκρατήσουμε από αυτό τον μακρύ τίτλο, που ασφαλώς είναι «πληθωρικός»
με σκοπό να προκαλέσει; Όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν, για παράδειγμα, με
ποιήματα του Δημήτρη Ποταμίτη ή με πεζά του Τάκη Θεοδωρόπουλου, ο ίδιος ο
τίτλος δεν βοηθά στην απομνημόνευση, ειδοποιεί όμως τον αναγνώστη ότι αυτά που
ακολουθούν ανταποκρίνονται σ’ ένα βλέμμα ή σ’ έναν εστιασμό αίρεσης. Αν λοιπόν
αυτή η συλλογή των Αραμπατζή και Κρεμμύδα (που θα μπορούσε να είναι μια
διαλογική παρλάτα σ’ ένα φανταστικό υπερρεαλιστικό θέατρο) διεκδικεί έναν
χαρακτήρα ανατρεπτικό, ο χαρακτήρας προδηλώνεται από τον τίτλο της. Είναι μια ποίηση
αποκλίνουσα, που θα έλεγα ότι λόγω του αυθορμητισμού της έρχεται «από τα κάτω»,
από τα συναισθήματα κι όχι από τις ιδέες, βάζοντάς μας στο προσκήνιο ενός
παιγνιώδους διαλόγου, ταγμένου στη διασάλευση, στην ανυπακοή. Ενός διαλόγου που
δείχνει εξαρχής να διαλέγει τις αιχμές του από το οπλοστάσιο της σάτιρας, γιατί
όχι και της αυτοδιακωμώδησης που είναι το υπέρτατο, ανατρεπτικό νόημα της
σάτιρας.
Όσοι τυχόν ξεφυλλίσουν τα Ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα,
θα δουν ασφαλώς ότι εξ ευωνύμων αρχίζει ο Αραμπατζής και στη δεξιά σελίδα
συνεχίζει, σαν τεθλασμένη ηχώ, ο Κρεμμύδας, απαντώντας, αναιρώντας ή
αναπτύσσοντας ακόμα περισσότερα κάποια σημεία του πρώτου. Κίνηση αποκριτική που
θα την παρομοίαζα με γάντι, ριγμένο επίτηδες για να ξεκινήσει μια αλλόκοτη μονομαχία
που θα καλύψει τις ογδόντα και πλέον σελίδες του βιβλίου. Βέβαια, αν και από
παλιά φίλοι οι δυο «μονομάχοι», από τα χρόνια ακόμα του Πανεπιστημίου,
δοκιμασμένοι έπειτα συνεργάτες, από το 1993, στα εκδοτικά του περιοδικού Μανδραγόρας, διαφέρουν κάμποσο ως προς
την ποιητική τους γραφή και νοοτροπία. Αν είναι «άσωτα» και αρκούντως
«φαντασμένα» τα διαλογικά ποιήματα ετούτης της σύνθεσης, νομίζω ότι αυτό
οφείλεται πρωτίστως στον Αραμπατζή, ο οποίος από το 1996 που άρχισε δημοσιεύει
βιβλία του, ποιημάτων ή πεζών, έχει δείξει ότι ζει και αναπνέει μέσα στην αύρα
της υπερρεαλιστικής συνέχειας, από όπου και οι συχνές του αναφορές στους μυθικούς
πρωτεργάτες του κινήματος. Όπως επίσης και στην μορφολογική παράδοση των
μακρόστιχων αφηγηματικών ποιημάτων που δημιούργησε το κίνημα των Αμερικανών beat. Έτσι, ο
Αραμπατζής εμφανίζεται στον διάλογο αυτό περισσότερο άπιστος και εκ θεμελίων
σαρκαστής απέναντι σε πολιτικά οράματα που εξέπεσαν, σε νεκραναστημένες ηθικές
ορθότητες αλλά και σε αναχρονιστικές σωτηριολογικές εξαγγελίες. Ενώ, αντιθέτως,
ο Κρεμμύδας, μολονότι είναι πνεύμα εξίσου ατίθασο, δείχνει μεγαλύτερη
περίσκεψη, επαναφέρει συνεχώς τον συνομιλητή του στην τρέχουσα πραγματικότητα,
έχοντας ως προτεινόμενο οδηγό πίστης ένα ακόμα μείγμα του δήθεν συμμετοχικού ρόλου
των μαζών στην πολιτική! Μ’ αυτή την έννοια, ο λόγος του πρώτου είναι
ασεβέστερος, ασυγκρίτως πιο αναρχίζων, ενίοτε διαλυτικός αλλά και με
διαβολεμένο κέφι, τη στιγμή που ο λόγος του Κρεμμύδα είναι, ας πούμε,
«λογιότερος», πιο συνεκτικός ως προς τη μορφή του και πιο καταγγελτικός,
σύμφωνα με την ρητορική της αριστεράς. Παράδειγμα προς τούτο, το πιο συμπαγές
στη μορφή μας το δίνει η όχι μεν συστηματική αλλά συχνά ομοιοκαταληκτούσα
ποίηση του Κρεμμύδα. Απέναντι στην άναρχη γλώσσα του Αραμπατζή η πιο συμμαζεμένη
μορφή εκείνης του Κρεμμύδα μπορεί να έχει ως πρόσχημα τις ανάγκες της σάτιρας
που εξυπηρετούνται ίσως καλύτερα από την ομοιοκαταληξία, όμως ταυτόχρονα αυτή η
επιλογή δείχνει και τη διάθεση για κάτι στερεότερο, κάτι πιο προσβάσιμο προς
τον εύληπτο κοινό λόγο. Με άλλα λόγια, τον Κρεμμύδα τον νοιάζει να παίρνει τα
πράγματα πιο σοβαρά, πιο μεθοδικά, απ’ ό,τι ο πρώτος
Βέβαια, αυτά, οι διαφορές δηλαδή μεταξύ Α.
Αραμπατζή και Κ. Κρεμμύδα, δεν σημαίνουν ότι δεν αντλούν και οι δύο τους από
τις ίδιες δεξαμενές του χιουμοριστικού, παιγνιώδους και αυτοσαρκαστικού λόγου.
Σε ορισμένα μάλιστα εκατέρωθεν σημεία των διαδοχικών τους, όχι πάντα μικρών και
οπωσδήποτε «άσωτων», δηλαδή έκλυτων ως προς το ήθος τους, ποιημάτων, ο διάλογός
τους δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο! Επιδιώκει, όπως κάθε σατιρικός λόγος που
«σέβεται» τον εαυτό του, να κάνει τον αναγνώστη του να νιώθει εύθυμα, εύχυμα
αλλά και συνάμα σε πολλές περιπτώσεις άβολα, καθώς η σάτιρα ενίοτε πλήττει και
αυτόν τον ίδιο, έχοντας, ως μια από τις βασικές της αποστολές της, να τον κάνει
να σκεφθεί. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι μια ποίηση τέτοια βασίζεται
στην προϋπόθεση πως και οι δυο ποιητές έχουν συγκλίνει σ’ ό,τι αφορά τον τρόπο
που βλέπουν τον κόσμο, τα πάνω και τα κάτω του, από τη στιγμή που βάλθηκαν να
φτιάξουν αυτή τη διαλογική σύνθεση. Τη σκέφθηκαν, νομίζω, και σαν ένα είδος
παραμορφωτικού καθρέφτη μιας ήδη παρατεταμένης εποχής, η οποία θεωρείται εδώ
και πολύν καιρό εποχή τέλους χωρίς ωστόσο να τελειώνει και τόσο εύκολα...
Gauri Gill, άποψη εγκατάστασης, Επιγραφικό Μουσείο, Αθήνα, documenta 14, φωτ.: Freddie F. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου