Άννα Λάσκαρη, Τhe
birds are caught again, 2017,
μέταλλο, αλουμίνιο, ρητίνη, γάζα, χαρτί,
γύψος, παραφίνη,
γυαλί, 80 x 150 x 46 εκ. (κατά προσέγγιση)
|
Bγήκε με
αργά βήματα από το νοσοκομείο και ο πρωινός ήλιος της Μασσαλίας τον χτύπησε στα
μάτια. Είχε περάσει καιρός από τότε που μπήκε στο νοσοκομείο. Μέσα στο μυαλό
του γύριζαν ακόμη τα γεγονότα, εκείνα που είχαν κοντέψει να τον οδηγήσουν στον
θάνατο. Θυμόταν αμυδρά την επίσκεψη της φίλης του, αλλά τώρα ήταν πάλι μόνος.
Θυμόταν τα λόγια της, θυμόταν το άρωμά της, αλλά τώρα έπρεπε να πορευτεί, να
βρει ένα μέρος για να μείνει, να φάει κάτι. Αυτά τα απλά, τα καθημερινά.
Είχε σκοπό
να μείνει στο λιμάνι του Νότου και μάλιστα να βρει μέρος που να βλέπει την
θάλασσα. Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να ξαναμάθει τον εαυτό του, να μάθει
πάλι να ζει χωρίς την μορφίνη του νοσοκομείου. Δεν πονούσε πια η πληγή του και
είχε υγιάνει. Κοίταξε το ράσο του. Ήταν καθαρό και σιδερωμένο. Θυμήθηκε το
χαμογελαστό πρόσωπο της νοσοκόμας που του είχε φέρει παράνομα τα τσιγάρα. Του
είχε ευχηθεί καλή τύχη. Το βλέμμα σου να γιατρέψεις, του είχε πει, αυτό σε οδηγεί
στον θάνατο, όχι το μαχαίρι.
Πλησίαζε ο
Ιούνιος και τα αρώματα των λουλουδιών τον ζάλιζαν. Έβλεπε
τα καράβια στο βάθος να πηγαίνουν και να έρχονται, σαν ψυχές χωρίς πατρίδα. Ο
ίδιος δεν είχε ούτε θρησκεία ούτε πατρίδα, γι’ αυτό αγαπούσε τα λιμάνια. Ούτε
αυτά είχαν θρησκεία και πατρίδα. είχαν μονάχα το πάθος της ζωής, την αμαρτία,
όπως περισπούδαστα λένε οι θεολόγοι. Δεν ήξερε πότε θα ξαναέγραφε. Κατά έναν
τρόπο είχε μπουκώσει. Οι λέξεις ερχόντουσαν στο μυαλό του αλλά γινόντουσαν
γραφή. Αυτή η δυσκολία είχε να κάνει μάλλον με το γεγονός ότι αισθανόταν κάπως
κουρασμένος. Πώς να συμμαζέψει τις λέξεις και να τις κάνει κείμενο; Όχι, τώρα
δεν μπορούσε. Θα έβλεπε το λευκό χαρτί μπροστά του και θα αισθανόταν
φυλακισμένος. Ήθελε να περπατήσει. Η μοναξιά δεν τον ενοχλούσε. Κατά έναν τρόπο,
τον πόνο του για την φίλη του και το παιδί τον κρατούσε σφαλιχτά μέσα του. Ο
πόνος είναι μνήμη αυτών που αγαπήσαμε, σκέφτηκε. Αν φύγει ο πόνος, τότε θα
πάψουμε να θυμόμαστε, θα πάψουμε να αγαπάμε. Θα έρθει η Λήθη. Είπε κανείς
ότι η Λήθη είναι Ευτυχία; Όποιος το είπε, ελάχιστα άγγιξε την ζωή. Στην τσέπη
του ράσου του είχε ένα γράμμα. Ένα γράμμα της αγαπημένης του φίλης. Δεν το είχε
ανοίξει, ούτε θα το άνοιγε ακόμη, δεν ήταν έτοιμος. Κάθισε να πιει έναν καφέ
και να σκεφτεί. Να υποθέσει τι έγραφε το γράμμα. Αλλά ήξερε πως αυτό ήταν ένα
παιχνίδι του μυαλού, ένα παιχνίδι αναβολής. Όπως αυτά τα παιχνίδια που παίζει
κανείς προκειμένου να αποφύγει εκείνο που έχει να κάνει, αυτό που πρέπει να
κάνει.
Ήπιε τον
καφέ του γρήγορα και προχώρησε προς την ωραία εκκλησία που έβλεπε μπροστά του.
Μπήκε μέσα και τα μάτια του ξεκουράστηκαν στο ημίφως της εκκλησίας. Έβλεπε τις
φλόγες των κεριών να χορεύουν, να κάνουν φιγούρες αέρινες. Ανέβηκε στο αναγνωστήριο
και κοίταξε απέναντι. Και πάγωσε. Απέναντι ακριβώς ήταν εκείνη. - Πίστευες ότι
θα σε άφηνα μόνο σου μόλις βγήκες από το νοσοκομείο; - Και το γράμμα; ρώτησε
εκείνος. - Ήξερα πως δεν θα το διαβάσεις. Το γράμμα έχει μόνο μία φράση, τίποτε
περισσότερο. Είναι περίπου μια άδεια κόλα. Έχει μόνο μία φράση που την ξέρεις.
Στην έχω πει και στην έχω δείξει. Αλλά σου αρέσει να είσαι ένας άπιστος Θωμάς.
Την
πλησίασε. Της έπιασε το χέρι και βγήκαν έξω από την εκκλησία. Ο ήλιος του
μεσημεριού έκανε τα μάτια τους να πονέσουν. Κοιτάχτηκαν, και ύστερα κατάλαβαν
γιατί με κάποιο περίεργο τρόπο είχαν συνδεθεί, αυτοί οι τόσο αταίριαστοι. Ο
ερημίτης σκούπισε ένα δάκρυ και άναψε τσιγάρο. Αυτό το βαρύ άφιλτρο τσιγάρο που
τον είχε επαναφέρει στη ζωή. Εκείνη του έδειξε μια φωτογραφία. Ήταν το παιδί.
Γεμάτο ζωή και ομορφιά. Ιούνης ερχόταν και σε λίγο όπως κάθε χρόνο θα χώριζαν
για κάποιο ικανό χρονικό διάστημα. Αλλά ήξεραν πως ο χρόνος δεν είχε πια
σημασία.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ
ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου