3/6/17

Από τις «φυλακές» του Πιρανέζι στη «βιβλιοθήκη» του Μπόρχες

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ

Το λαβυρινθώδες απείκασμα του μυαλού και η ανυπαρξία του χρόνου στον εκφερόμενο λόγο

Ορμώμενος από τη μοναδική αναφορά στον ανά χείρας τόμο του ονόματος του αγαπημένου (αλλά άγνωστου στο ευρύ κοινό) χαράκτη και σχεδιαστή Giovanni Battista Piranesi (1720-1778), εκτός από τους γνωστούς Κάφκα και Μπόρχες, θα έλεγα ότι η ανάγνωση των κειμένων τού Αχ. Κυριακίδη μας οδηγεί με νήμα λεπτό αλλά ανθεκτικό στον λαβύρινθο της γραφής, στον παλίμψηστο κόσμο της ιδιόμορφης φυλακής της, που μεταμορφώνει τα γράμματα σε ζωντανά πλάσματα. Αναρωτιούνται κάποιοι πώς ένας άνθρωπος του 18ου αιώνα μπορεί να σχεδιάζει κάτι σαν τις φανταστικές φυλακές του Πιρανέζι, που θυμίζει τους μεγάλους του 20ού αιώνα και η απάντηση είναι ότι τίποτα δεν γίνεται από το μηδέν, «ουδέν εξ ουδενός», και το αυτό ισχύει για τις προσπάθειες καλλιτεχνών της πρώιμης νεοτερικότητας, που έδωσαν αφορμές στον Ρομαντισμό και κατόπιν στον Σουρρεαλισμό κ.ο.κ. Ακόμα και η μπορχεσιανή βιβλιοθήκη έχει πολύ πιο αξιόλογους προγόνους (ή πολύ πιο κοντινούς) από άλλους του 20ού αιώνα, φτάνει να σκεφτούμε το ίδιο το είδος της «βιβλιοθήκης» ή των «αναγνώσεων» και τις πολλαπλές του εκφάνσεις στην Ευρώπη: από τις φανταστικές βιβλιοθήκες των Γάλλων C. de Bergerac[1] (1619-1655) και Αββά Bordelon[2] (1653-1730), του Άγγλου J. Swift (The battle of the books, 1704), του Ισπανού Gracián y Morales (1601-1658) (Criticón, 1651-7) και των δικών μας Ν. Μαυροκορδάτου (“Περί γραμμάτων σπουδής και βιβλίων αναγνώσεως”), Αδ. Κοραή (“Ελληνική Βιβλιοθήκη” και Παπατρέχας) και Εμμ. Ροΐδη (Πάπισσα Ιωάννα).
Ο κόσμος της γλώσσας, ειδικότερα του κατά Πλάτωνα «φαρμάκου» της γραφής, ξετυλίγεται μπροστά μας ανεξάρτητος και σχεδόν αναρχικά φερόμενος έναντι της καταπιεστικής «εξωτερικής» πραγματικότητας, όπως ακριβώς κάνει και ο ακόμα πιο χαώδης κόσμος του ανθρώπινου εγκεφάλου, του μυαλού, που (με τη μνήμη αρωγό και τη φαντασία στυλοβάτη) από το άμορφο θραυσματικό ρέον υλικό δημιουργεί λαβυρίνθους κτισμένους από γράμματα και λέξεις. Είναι τα λεγόμενα «πλάσματα» του λόγου, όπως ονόμαζε ο Κοραής τα «συντάγματα» της πεζής λεκτικής μάζας μη πρακτικής απόβλεψης, τα λεγόμενα «παίγνια». Πρόκειται για περιπλάνηση όχι μόνο ή τόσο στις λεωφόρους και τα στενά της πόλης, όσο σε λαβυρίνθους του μυαλού και κειμένων της ευρύτερης γραμματειακής παράδοσης, που οι συγγραφείς επεξεργάζονται και μεταμορφώνουν την παρουσίασή τους, δηλητηριάζοντας την ψευδαίσθηση της κλασικιστικής ή ρεαλιστικής διαφάνειας του εκάστοτε κειμενικού ιστού, ανασυνθέτοντας μια άλλη πόλη, χαοτική και πιρανεζικού τύπου (με σαφείς μπαροκικές καταβολές). Έτσι, ο αναγνώστης βιώνει το ανοικειωτικό «ξένισμα» του περάσματος από το κοινότοπο και ρεαλιστικό στο σχεδόν μεταφυσικό του λόγου, κάτι που βιώνει (ανάποδα ωστόσο, δηλαδή από το μεταφυσικό στο ρεαλιστικό) και ο Απόκοπος βγαίνοντας από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση ή ο Αντρένιο στο Criticón του Gracián, που από την αθωότητα της Αναγέννησης μπαίνει στο Μπαρόκ, σαν να γεννιέται εκ νέου στον κόσμο. Όπως παρατηρεί ο αφηγητής του.

Οι Τεχνητές Αναπνοές (2003) αποτελούνται από 8 αφηγήματα (στο όριο ενός ιδιότυπου λυρισμού), από τα οποία τα μισά ακριβώς αφορούν σε μεταμυθοπλαστικά (γλωσσικής – μη υλικής υφής) παιχνίδια. Βασικός πρωταγωνιστής είναι η γλώσσα, ή μάλλον ο εκφερόμενος «λόγος» και το παρελθόν του, από τον Όμηρο και τον Βοκκάκιο (π.χ. «Ιλιγγιώδης Ραψωδία» και «Το αίμα του άλλου») ως τον Πόε και τον Κάφκα. Αλλά και στα υπόλοιπα τέσσερα κείμενα η ροή θραυσμάτων, εν είδει κινούμενων πινάκων (tableaux vivants) από στιγμιότυπα της πόλης και της ζωής των εκάστοτε ηρώων, αναπαριστά την απήχηση του εξωτερικού κόσμου στο μυαλό του ανθρώπου και τον καταλυτικό ρόλο της μνήμης στην επεξεργασία των θραυσματικών αυτών εικόνων με ένα εργαλείο πολλαπλά επισφαλές όπως η γλώσσα, ενώ η ίδια  η μνήμη με την τόσο εύθραυστη υπόστασή της (βλ. «Whodunnit» με τα πειράματα και «Η υγεία της εκπνοής» με τον γέρο) παλεύει να νικήσει τον χαμένο χρόνο, όπως ο ήρωας που, στο τέλος του «Αίματος του άλλου», συστήνεται ως Βοκκάκιος και πλανάται στον αχανή (και ανύπαρκτο χρόνο) της κειμενικής παράδοσης. Ο μόνος τρόπος να νικηθεί ο χρόνος είναι στη γραφή, όπως και στο όνειρο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ραψωδό, ο οποίος υπαγορεύει το μεγάλο έπος που θα παρουσιαστεί ως το καλύτερο μυθιστόρημα όλων των εποχών και θα γίνει αφορμή για μια αστυνομικού τύπου "περιπέτεια του βιβλίου" αυτού, για να θυμηθούμε τον Ν. Καχτίτση και άλλες περιπέτειες βιβλίων ή χειρογράφων.
Η γραφή συνδέεται με τη μνήμη και τον χρόνο, ενώ η ανάγνωση με την υπόμνηση, ενίοτε φαρμακερή ως «κείμενος» λόγος, όπως διαφαίνεται πλατωνικό τω τρόπω η κατάσταση του ήρωα στο «Ανεκδιήγητο», όπου η δεύτερη ανάγνωση θεωρείται επικίνδυνη γιατί ο ήρωας καταλαβαίνει ότι αυτό που διάβαζε την πρώτη φορά είναι άλλο από αυτό που διαβάζει τη δεύτερη. Αποκορύφωμα της ακύρωσης του χρόνου μέσω του κείμενου λόγου αποτελεί το καταληκτήριο «Nebraska», με την παράλληλη παράθεση εσωτερικών λόγων ημερολογιακού τύπου των δύο ηρώων (σαν να παρουσιάζει την ίδια ιστορία από δύο παράλληλους αφηγητές), ένα παιχνίδι με τα μάτια του αναγνώστη (πέραν των άλλων στοιχείων). Δύο παράλληλοι κόσμοι ή δύο παράλληλες απεικονίσεις του ίδιου σχεδόν κόσμου, τουλάχιστον στις κοινές τους στιγμές. Η μνήμη διαθέτει επιλεκτικές ικανότητες και μεταμορφώνει την πραγματικότητα στα «πιεστήρια της φαντασίας», που θα έλεγε και ο Ροΐδης.
Στον Καθρέφτη του τυφλού (2005) ο συγγραφέας ξεκινά με ένα κείμενο («Είσοδος κινδύνου»), στο οποίο διατηρεί αποστάσεις από τον πραγματικό κόσμο, διεισδύοντας ακόμα πιο βαθιά σε ένα μεταμυθοπλαστικό σύμπαν, με βασικούς πρωταγωνιστές τη γλώσσα και τη μνήμη, αφού προσπαθεί να επικοινωνήσει, αλλά ακούει σημαίνοντα δίχως σημαινόμενα. Όπως ο ήρωας του Κάφκα δεν θα μπει στον Πύργο, έτσι και εδώ ο ήρωας δεν θα κυκλοφορήσει ποτέ στη χώρα στην οποία προσγειώνεται και θα γυρίσει πίσω. Η μνήμη και η επαφή με τον κόσμο, μέσω αυτής και της γλώσσας, θα αποτελέσει το θέμα και του δεύτερου αφηγήματος («Tabula rasa»), όπου ο ήρωας έχει απώλεια μνήμης και πρέπει να γεμίσει το κενό με νέα πράγματα. Ο πραγματικός αναγνώστης παραπλανάται από την απατηλή αθωότητα του μονήρους τύπου στο τρίτο διήγημα και νιώθει την παράξενη αποκάλυψη του τέλους για το κοριτσάκι, να του ανατρέπει ό,τι καταλάβαινε μέσω των σκέψεων του ήρωα για τη δήθεν κοινοτοπία της ζωής του. Ο δε πλασματικός αναγνώστης του «Ars Poetica», που είναι δήθεν "επαρκής" (ο πανεπιστημιακός «κολυμβών εις τα νάματα της επιστήμης» που θα έλεγε ο Ροΐδης), αποτελεί τον σατιρικό στόχο του αφηγητή της ιστορίας, αφού ταπεινώνεται από τον δήθεν αδαή μικρό συγγραφέα. Η λαβυρινθώδης περιπλάνηση στη γραφή σταματά τον χρόνο, όπως στο πολύ μικρό ως προς το χρόνο της ιστορίας, αλλά δυσανάλογα μεγάλο στο χρόνο της αφήγησης (έκταση), διάστημα αναμονής στο φανάρι, από το πορτοκαλί στο κόκκινο και μετά στο πράσινο, του αφηγήματος «Κόντρες». Ακόμα πιο έντονο το πάγωμα του χρόνου της ζωής του φυλακισμένου στα «Ισόβια», με τη λαβυρινθώδη περιπλάνηση στη βιβλιοθήκη, και του τελευταίου με την υπερβολικά μεγάλη απάντηση σε μια μη παρατιθέμενη ερώτηση, την οποία αιτείται ο ήρωας να τεθεί εκ νέου γιατί… την ξέχασε.
Τέλος, η Κωμωδία (2010) είναι μία  «διπρόσωπη» και διμερής αφήγηση με δύο ιντερμέδια στη μέση, το ένα ως επίλογο του πρώτου και το άλλο ως πρόλογο του δεύτερου μέρους αντίστοιχα. Οι πρώτες 20 σελίδες παρουσιάζουν τη βαρετή ζωή ενός τραπεζοϋπαλλήλου με την κοινότοπη δράση της καθημερινότητάς του ως τη στιγμή που λαμβάνει το μήνυμα στον τηλεφωνητή και την κατάληξή της (σκηνή στο τμήμα), ως επίλογο και συνάμα ιντερμέδιο για τη μετάβαση στο άλλο μέρος της ιστορίας. Το δεύτερο, λοιπόν, μέρος ξεκινά με την τολμηρή πράξη του ήρωα να πάει εκεί που του έλεγε η φωνή στο τηλέφωνο, έχοντας ως εισαγωγή (και β΄ ιντερμέδιο) τη σκηνή στο εστιατόριο του αυτοκινητόδρομου. Αυτό το δεύτερο μέρος (λίγο μεγαλύτερης έκτασης σε σχέση με το πρώτο) είναι κάθε άλλο παρά κοινότοπο και προσγειωμένο στη λεπτομέρεια μιας βασανιστικής πραγματικότητας. Αντίθετα, πρόκειται για μια λαβυρινθώδη γραφή με απανωτά οράματα και αφυπνίσεις, σε σημείο που ο αναγνώστης να αγωνίζεται να ξεχωρίσει τα στοιχεία της πραγματικότητας από τη φαντασία, δίχως να υπάρχει καμία σιγουριά. Κινούμενος σε μια ειδολογικά ρευστή ταυτότητα κειμένου, αναμειγνύει την εξομολόγηση με την αυτοβιογραφία, την ιστορική αφήγηση, την αστυνομικού τύπου αφήγηση κλπ. Η γραφή του δεύτερου αυτού μέρους είναι σαν να αποτελεί το κατοπτρικό αντίθετο εκείνης του πρώτου, σαν να βρίσκεται για να την ακυρώσει, να την ανταγωνιστεί και να βάλει τον αναγνώστη στην ίδια αρένα με τον συγγραφέα, να τον αναγκάσει βίαια να κινηθεί προς την οδό της «συν-γραφής» και όχι τόσο ή μόνο της ανάγνωσης. Η κατάληξη του κειμένου με τον λοχαγό να ξεσκεπάζει τη «φάρσα» αναδεικνύει το παιγνιώδες του όλου εγχειρήματος, ήτοι την παραπλάνηση που μπορεί να υποστεί όποιος προσπαθεί να ταυτίσει (ή μπερδεύει) την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία.
Η ιστορία του παλίμψηστου κειμένου και της μεταμυθοπλαστικής (ή "ναρκισσιστικής") αφήγησης είναι πολύ «παλαιά», όπως και το παιγνιώδες της ίδιας της γλώσσας με τη ρητορική της ψιμυθίωση. Από τους παλαιότερους ειδολογικούς προσδιορισμούς του «παρέργου» και του «παιγνίου», ως την ειδολογική κατηγορία της «Βιβλιοθήκης» ή του "Florilegium” και των «Αναγνώσεων», η περιπέτεια του ανθρώπου με τη γραφή και την ανάγνωση θυμίζει την άλλη ιστορία, του «αυγού και της κότας». Ποιο είναι πρώτο και ποιο είναι δεύτερο δύσκολο να το καθορίσουμε.

Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θράκης

[1] Histoire Comique par Monsieur de Cyrano Bergerac, Contenant les Estats & Empires de la Lune. Οι δύο τόμοι εκδίδονται μετά θάνατον το 1657 και το 1662.
[2] Αββάς Laurent Bordelon (1653-1730), L'histoire des imaginations extravagantes de monsieur Oufle, servant de préservatif contre la lecture des livres qui traitent de la magie, du grimoire, des démoniaques, sorciers ... des esprits-folets, génies, phantòmes & autres revenans; des songes, de la pierre philosophale, de l'astrologie judiciaire ... Avec un très-grand nombre de notes curieuses, qui rapportent fidèlement les endroits des livres qui ont causé ces imaginations, & cui les combattent (1710)

Νίκος Κεσσανλής, Χωρίς τίτλο, μικτή τεχνική, 99 x 132 εκ

Δεν υπάρχουν σχόλια: