ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΥ
Marina
Abramovic και Ulay, ΑΑΑ-ΑΑΑ
|
ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΛΑΖΟΥ, Η Επιβολή του Κράτους. ο
Εμφύλιος Πόλεμος στη Λαμία 1945-1949,
εκδόσεις Ταξιδευτής, σελ. 428
Αποτελεί
επιστημολογική απαίτηση, σε μια εποχή υποκλίσεων στις επιλεκτικές γενικεύσεις νεοφιλελεύθερων
πολιτικών επιστημόνων και άτεχνα συγκαλυμμένης ιδεολογικοποίησης της ιστορικής
μεθόδου, να προσεγγίζει κανείς το ιστορικό επιστητό στη βάση του συγκεκριμένου,
της αντικειμενικής ιστορικής πραγματικότητας, και μάλιστα στις σύνθετες διαστάσεις
της ως υπόθεση των πρωταγωνιστών αλλά και των αφανών, «των από κάτω». Εκεί
φαίνονται απτά τα όρια των σχημάτων ανάγνωσης του τύπου των διαρκών και
πανταχού παρόντων «εμφυλίων πολέμων», με τα οποία κάποιοι μεταφράζουν τη
μονομερή και ολόπλευρη καταστολή που υφίσταται ένας πολιτικός αντίπαλος,
χωρίς να συνιστά καν τον άλλο πόλο του
περιώνυμου «εμφυλίου πολέμου». Σε μια χώρα όπου η Απελευθέρωση συντελέστηκε
αναίμακτα, όταν σε Ιταλία και Γαλλία ήταν χιλιάδες οι αυτοδικίες κατά των
συνεργατών των Γερμανών, που υπέστη μια απροσχημάτιστη επίθεση του βρετανικού
στρατού, τον Δεκέμβριο του 1944 και τη παρακρατική δράση που ακολούθησε, είναι
εντελώς εκτός ορίων λογικής η προσπάθεια απόδοσης της ευθύνης στην υπό
παρατεταμένη δίωξη Αριστερά. Γιατί μπορεί σύγχρονες «τάσεις» να δικαιολογούν
ακόμα και τον ναζισμό και να αρνούνται το «ολοκαύτωμα» ως υποτιθέμενο «εμφύλιο
πόλεμο» κατά του κομμουνισμού (π.χ. E. Nolte, K. Hildebrand κ.α στη Γερμανία) και να επιστρατεύουν «μαρτυρίες» της
ελληνικής εκδοχής για να δικαιώσουν ότι ο πολιτικός αντίπαλος υπέστη μια
απολύτως νόμιμη καταστολή ως αιμοσταγής κομμουνιστής, εντούτοις στο μέτρο που
χρειαζόμαστε μια ανάλυση της ιστορίας, εκτός της λογικής των πολιτικών πολώσεων
και στερεοτύπων, είμαστε υποχρεωμένοι να
υποτασσόμαστε στη βάσανο του πραγματικού.
Σε
αυτήν ακριβώς την απαίτηση εγγράφεται και το βιβλίο της Βασιλικής Λάζου, γιατί
αναλύει το φαινόμενο όχι στη βάση ενός ιδεολογικού σχήματος δικαίωσης των
νικητών, αλλά στη βάση των πραγματικών του διαστάσεων, στο πλαίσιο του
συγκεκριμένου ιστορικού επιστητού, εδώ του παραδείγματος της Λαμίας και της
Φθιώτιδας, στην εξίσου συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, την οποία διαστέλλει κατά
ένα χρόνο για να συμπεριλάβει και τον μονομερή εμφύλιο της «Λευκής
Τρομοκρατίας». Χωρίς να συγχωνεύει την περίοδο της Κατοχής με τον εμφύλιο
πόλεμο, της σύγκρουση, δηλαδή, του εθνικού με τον Δημοκρατικό Στρατό που είχε
τα δικά της χαρακτηριστικά, η Λάζου αναλύει τις τοπικές διαστάσεις αυτής της
συγκεκριμένης σύγκρουσης και μάλιστα σε μια περιοχή που από νωρίς είχε
επιβληθεί η «εθνική» πλευρά, καταδεικνύοντας και το πολιτικό μέλλον που
επιδαψίλευε για τη χώρα ο νικητής του εμφυλίου πολέμου. Και μάλιστα αυτό
γίνεται στη βάση αρχειακού πραγματολογικού υλικού και όχι ερωτήσεων μνήμης που
υποδεικνύουν την απάντηση και επιβεβαιώνουν εκ των υστέρων ειλημμένες
παραδοχές.
Στο
βιβλίο παρουσιάζεται συγκεκριμένα η περιώνυμη εξουσία του ΕΑΜ στο πολύ σύντομο
διάστημα λίγο πριν και μετά την Απελευθέρωση (χωρίς κονσερβοκούτια), εκεί
εμφανίζεται ο ρόλος του μεταπολεμικού ιμπεριαλισμού με τη μορφή της βρετανικής
διοίκησης στην περιοχή μετά τα Δεκεμβριανά, όπως και οι εγχώριες «συνεργασίες»
με τις δομές της μεταβαρκιζιανής εξουσίας, ως δράση της Εθνοφυλακής, των
παρακρατικών ομάδων των Βουρλάκη, Τσαμαδιά και Σούρλα, του «εθνικού» στρατού
και των Σωμάτων Ασφαλείας που επέβαλαν βίαια στον πληθυσμό την τιμωρία όσων
παρέδωσαν τα όπλα.
Στο
ίδιο πλαίσιο της συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας μιας επαρχιακής πόλης
παρουσιάζεται η σύγκρουση του κράτους με τον Δημοκρατικό Στρατό στις πραγματικές
της διαστάσεις, εξηγούνται τα αίτια,
φαίνονται τα όρια των δυνατοτήτων ενός συμβιβασμού που μεθοδικά απετράπη
και ποιοι ευθύνονται για αυτό. Αλλά κυρίως παρουσιάζονται στο βιβλίο οι
συνέπειες της επιβολής που συνιστούσε η αναπαραγωγή των κρατούντων κοινωνικών
σχέσεων στο πλαίσιο μιας εξαρτημένης πολιτικά χώρας. Δεν είναι μόνο η
συγκρότηση ενός εμφυλιοπολεμικού κράτους που επιβίωσε μέχρι και τη δικτατορία
των Συνταγματαρχών, δεν είναι μόνο η πολιτική καθυστέρηση που προκάλεσε η
κοινωνική και πολιτική περιθωριοποίηση του μισού περίπου τμήματος του ελληνικού
λαού, ούτε η οικονομική στασιμότητα που επέβαλαν οι διεθνείς πολιτικές
απόσπασης της εγχώριας υπεραξίας, είναι το καθεστώς ανομίας, η διαφθορά και ο
ανεξέλεγκτος πλουτισμός ομάδων που στήριξε και στηρίχθηκε στη μετεμφυλιακή
καταστολή. Σημειωτέον ότι ήταν πρακτικές που οι απολήξεις τους συμβάλουν και
στην σημερινή ελληνική «ιδιαιτερότητα».
Το
βιβλίο της Λάζου εντοπίζει και τις επιπτώσεις των συνεπειών της καταστολής
αυτής και στα έμμεσα θύματά της, τις μεγάλες, άοπλες, κατηγορίες του πληθυσμού.
Ενδεικτικό παράδειγμα οι πρόσφυγες που σχηματίστηκαν δυνάμει των μαζικών
εκκαθαρίσεων περιοχών που δρούσε ο ΔΣΕ. Στο βιβλίο καταδεικνύεται αδρά το πώς
κατέληξαν οι πρόσφυγες αυτοί στις πόλεις, που στεγάστηκαν, πώς εξασφάλισαν τα
προς το ζην, πώς υπό στρατιωτική προστασία θέριζαν ό,τι είχε απομείνει στα
χωράφια τους, ενώ η επιστροφή στα σπίτια
τους τούς ενέτασσε στην κατηγορία του «ανταρτοτρόφου» και απαγορευόταν, ακόμα
και όταν λιμοκτονούσαν. Επιπλέον, πώς αποτέλεσαν αντικείμενο στυγνής
εκμετάλλευσης, πώς η κοινωνική πρόνοια λειτούργησε ως μηχανισμός πολιτικής
ενσωμάτωσης στο εθνικό στρατόπεδο, πώς με πολιτικά κριτήρια προσφέρθηκαν
δυνατότητες επαναπατρισμού τους, πώς αναβίωσε το πελατειακό σύστημα, τι έγινε
με τις εγκαταλελειμμένες περιουσίες τους, πώς ο ΔΣΕ τις προστάτευσε μέχρι να
ηττηθεί. Επιπλέον, σε ποια επίπεδα κινήθηκαν οι αριθμοί των συμμοριόπληκτων, οι
οποίοι ήταν αποσβολωτικοί: 185.000 στη Στερεά στα 1948 και 254.000 τον Μάιο του
1949, 59.000 μόνο στη Φθιώτιδα. Αλλά και
τι έγινε με τα ορφανά του πολέμου σε μιας από τις Παιδουπόλεις, αυτή της
Λαμίας.
Αξιοσημείωτη
του βιβλίου είναι και η περιγραφή του πώς σχηματίστηκε η δημόσια ιστορία και η
μεταπολεμική κυρίαρχη ιδεολογία, πώς οι δημόσιες τελετές και οι παρελάσεις
διαμόρφωσαν την κοινή συνείδηση (μαζί με την ιστορία του ΓΕΣ, τα
απομνημονεύματα αξιωματικών, τα αναγνωστικά του δημοτικού και τα
προπαγανδιστικά φυλλάδια των σωμάτων Ασφαλείας) και πώς ο όλος μηχανισμός
στήθηκε για να αναπαραχθεί και από την Χούντα αργότερα, τότε που ο Μακαρέζος με
τα ηρώα, τα μνημεία, την οδοσήμανση, τις τελετές μνήμης άλλαξε την εμπειρία των
ανθρώπων, επισωρεύοντας ένα νέο στρώμα μαζικής μνήμης (που εξηγεί και την ανοχή
τμήματος των κατοίκων των μαρτυρικών πόλεων σε φασιστικά πολιτικά μορφώματα
σήμερα).
Τέλος,
το βιβλίο της B. Λάζου αναδεικνύει με άξονα το
παράδειγμα της Λαμίας το πώς τα Στρατοδικεία αποτέλεσαν ένα μηχανισμό
καταστολής αλλά και κατατρομοκράτησης των ανθρώπων, πώς ματαίωσαν τις δειλές
απόπειρες ειρήνευσης μέσω της σκλήρυνσης των αποφάσεών τους, πώς τροφοδότησαν
τη Μακρόνησο, πώς επιχείρησαν να
νομιμοποιήσουν τον πολιτικό κατατρεγμό της Αριστεράς. Στη Λαμία με 790
παραπομπές στα 1947, φτάσαμε τις 1483 στα 1948, όσο ο ΔΣΕ υπέβαλε προτάσεις για
παροχή αμνηστίας ώστε να σταματήσει ο εμφύλιος. Οι θανατικές καταδίκες στην
πόλη ήταν 32 το 1947, 267 το 1948 και 112 στα 1949 (συνολικά στα 1948 στην
Ελλάδα υπήρξαν 1726 θανατικές καταδίκες ανάμεσα τους 145 γυναίκες) και στα 1949 170 γυναίκες και 2110 άντρες),
χλευάζοντας στην ουσία κάθε απόπειρα καταλαγής.
Το
τι επιχειρήθηκε μέσω των Στρατοδικείων φαίνεται έκδηλά από τις αποφάσεις των
Αναθεωρητικών που ακολούθησαν σε όσους είχαν μεν καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά
δεν είχαν εκτελεστεί, λόγω βασιλικού Διατάγματος. Οι εκδικάσεις των υποθέσεων
που έγιναν μετά το 1950, υπό άλλες πολιτικές προθέσεις, έναντι ανθρώπων
που επί 750 μέρες περίμεναν καθημερινά
το θάνατό τους, κατέληξαν σε πρωτοφανής μειώσεις και εκτεταμένες αθωώσεις, και
μάλιστα σε τέτοια επίπεδα όπου σε μια τέτοια τυπική δίκη στα 1951 οι 4
καταδικαστικές σε θάνατο αποφάσεις του 1948 μετετράπησαν σε απαλλαγή, ενώ 2 πρωτόδικες ποινές ισοβίων σε
πλήρη αθώωση.
Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου