28/5/17

Σε αναζήτηση του Αβερρόη

Αντρέα ντι Μποναγιούτο, Ο Θρίαμβος του Αγ. Θωμά Ακινάτη, [επί των αιρετικών, Σαβέλλιου (Νεστόριου), Αβερρόη, Άριου] (1365-1367). Ο τελευταίος είναι με το κατεστραμμένο πρόσωπο· τους κατατρόπωσε ο Άγιος Ακινάτης, γι’ αυτό βρίσκονται στα πόδια του στην όλη τοιχογραφία· παρεκκλήσιο Cappellone degli Spagnoli, Santa Maria Novella, Φλωρεντία


ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ

Τίποτα απ’ όσα ακολουθήσουν δεν είναι πρωτότυπο (αν και τίποτα δεν έχει ειπωθεί στο παρελθόν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο). Τα περισσότερα αποτελούν, υπό μία έννοια, προϊόντα ενός ατέρμονου διαλόγου με έναν απόντα Δάσκαλο, τον οποίο, φυσικά, συστηματικά υπερερμηνεύω ή παρερμηνεύω, για να μπορέσω, ακριβώς, να γράψω.
Κάποτε, πολύ πριν τον θετικιστικό «Μεγάλο Εγκλεισμό», το πλαίσιο εντός του οποίου θα έθετα το παρόν κείμενο, θα ονομαζόταν Σχόλιο, σε αντίστιξη με τη Γλώσσα (Glossa), η οποία, κι αυτή, είναι ένα είδος σχολιασμού, γράφεται προκειμένου να εξηγηθεί διεξοδικά και να γίνει πιο κατανοητό το κείμενο ενός συγγραφέα, αλλά αυτή είναι πιο ακριβολογική και παρακολουθεί το κείμενο σχεδόν λέξη προς λέξη – ενώ το σχόλιο είναι πιο ελεύθερο και έχει λιγότερους ενδοιασμούς να απομακρυνθεί από το γράμμα του κειμένου.
Αν έκανα ένα άλμα στο χρόνο, κι αντί της Αθήνας της δεκαετίας του 2017 βρισκόμουνα στην Κόρδοβα του 12ου αιώνα, θα έδινα διαφορετικά ονόματα. Έτσι, αντί για Γλώσσα θα μιλούσα για αναλυτικό σχόλιο (σαρ), αντί για σχόλιο θα μιλούσα για ημισχόλιο (τάλκλις, media expositio, paraphrasis), ή ακόμα και για επιτομή (γιαβάμι, paraphrasis resolutissima). Οι όροι περιγράφουν παρόμοιες κινήσεις, αν και δεν συμπίπτουν απολύτως, μιας που αναφέρονται σε σχολιασμό αλλόγλωσσων κειμένων, οπότε και προκύπτει το ζήτημα της μετάφρασης. Έτσι, το μεν σαρ είναι μετάφραση, συν Γλώσσα, το τάλκλις είναι ελεύθερη παράφραση, χωρίς να ακολουθείται πιστά το πρωτότυπο, και με συχνές παραλήψεις, ενώ το γιαβάμι είναι απλή σύνοψη.
Όλα τα παραπάνω έχουν κάποια σημασία; Ίσως ναι, ίσως πάλι και όχι.

Η φιλοσοφία του Αβερρόη, σύμφωνα με τους έγκριτους μελετητές του, στερείται πρωτοτυπίας· δεν είναι καν φιλοσοφία, είναι ένα πλήθος σχολίων· όσα του καταμαρτυρήθηκαν, ανά τους αιώνες, δεν είναι παρά λόγια άλλων· ο αβερροϊσμός, η τρομερή αυτή αίρεση, δεν κατάγεται καν από τον Αβερρόη.
Ας τολμήσουν να το πουν αυτό, βέβαια, στους σπουδαστές θεολογίας του Studium των Παρισίων, που εκδιώχθηκαν ή αφανίστηκαν επί ματαίω. Ας το πουν και στον Μαρσίλιο της Πάντοβα, τον προπάτορα του Μακιαβέλλι.
Μήπως, άραγε, και η οικουμενική διάνοια δεν του ανήκει, ως σύλληψη; Ας το πουν κι αυτό στον Μαρξ του general intellect, του «Αποσπάσματος για τις Μηχανές», των Grundrisse.
Τίποτα δεν γνωρίζουμε για τον ίδιο τον Αβερρόη – αλλά αυτό το ξέραμε από καιρό. Όχι για τη ζωή του, τα παιδικά του χρόνια, τις σπουδές του, τους διωγμούς και τα ταξίδια του. Γι’ αυτά, κάτι γνωρίζουμε.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα το μεταφρασθέν απόσπασμα της Πολιτείας. Πιθανώς γράφτηκε γύρω στο 1177, έτος κατά το οποία συντάχθηκαν τα σχόλια στα Ηθικά Νικομάχεια, νοούμενα από τον Αβερρόη ως η θεωρητική πλευρά της πολιτικής επιστήμης –η Πολιτεία είναι η πρακτική της πλευρά– μιας που δεν διέθετε το χειρόγραφο των Πολιτικών.
Ελληνική μετάφραση του αποσπάσματος δεν υπάρχει. Εγώ το μετέφρασα από τα ιταλικά. Η ιταλίδα μεταφράστρια, η Maria Chiara Pievatolo, το μετέφρασε από τα αγγλικά. Ο άγγλος μεταφραστής, ο E. I. J. Rosenthal, το μετέφρασε από τα εβραϊκά: το πρωτότυπο αραβικό έχει χαθεί. Η μόνη σωζόμενη εκδοχή του προέρχεται από τον Σαμουέλ Μπεν Γιεχούντα από τη Μασσαλία. Η πιστότητα της μετάφρασης είναι αμφισβητήσιμη, μιας που ο τελευταίος έπρεπε να επινοήσει εκ του μηδενός, σχεδόν, το λεξιλόγιο της πολιτικής φιλοσοφίας.
Έχουμε ήδη χαθεί σε μια αίθουσα με πολλαπλά κάτοπτρα. Ας προσθέσουμε, όμως, ότι ούτε ο «πρώτος συγγραφέας», ο Αβερρόης, είχε μπροστά του κάποιο χειρόγραφο του Πλάτωνα. Βασίστηκε σε ένα Σχόλιο του Γαληνού, ο οποίος, μάλλον, ερμηνεύει αριστοτελικά τον Πλάτωνα.
Βρισκόμαστε ενώπιον ενός πολυτάξιδου κειμένου, λοιπόν, το οποίο αλλάζει, κυριολεκτικά, ταξιδεύοντας. Αναχωρεί από την Αθήνα, φτάνει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, γίνεται αντικείμενο σχολιασμού. Τα ίχνη του χάνονται, για μένα, αλλά σίγουρα φθάνει, μερικούς αιώνες αργότερα, στη Δαμασκό ή τη Βαγδάτη, τα ονομαστά κέντρα αντιγραφής και μετάφρασης χειρογράφων της (Ανατολικής) Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Θα διασχίσει τη Βόρεια Αφρική, ώσπου, κάποια στιγμή, θα αποβιβαστεί στην Κόρδοβα. Κατά πάσα πιθανότητα, ξαναπήρε καράβι για να πάει στη Μασσαλία – τα διά θαλάσσης ταξίδια ήταν πιο ασφαλή, την εποχή εκείνη. Το πώς έφτασε στην Αγγλία και, διά της Ιταλίας, πίσω στην Αθήνα, δεν το εξετάζω, μιας που έχουμε πια περάσει στην εποχή των ξενόγλωσσων βιβλιοπωλείων και του διαδικτύου.
Η επόμενη παράγραφος θα μπορούσε να βρίθει κοινών τόπων της εποχής. Θα έγραφα, ας πούμε: «αυτό το κείμενο θα μπορούσε να χρησιμεύσει σε κάτι, στη συζήτηση περί θανάτου του συγγραφέα». Αφελής και ανιστόρητη παρατήρηση. Ο συγγραφέας, ούτως ή άλλως, είναι μια επινόηση της νεωτερικότητας. Κάτι το οποίο αφορά περισσότερο τη διαμόρφωση της Διεθνούς των Διανοουμένων, ή την ιστορία του δικαίου (τόμος: ιδιοκτησία πνευματικών δικαιωμάτων), παρά τα αναφερόμενα πρόσωπα που όργωσαν τη Μεσόγειο για να φτάσουν στο σημείο αφετηρίας.
Ας μην τη γράψω, λοιπόν, αυτή την παράγραφο. Δεν θα το κάνω, προς τιμήν του Μπόρχες, ο οποίος μια χαρά είχε καταλάβει τι συμβαίνει εδώ, όταν έγραψε (γράφοντας ότι δεν μπορούσε να γράψει) την «Αναζήτηση του Αβερρόη»: στο τέλος χάνεται, μπροστά στο είδωλό του, μαζί με τον κόσμο του. Δεν θα το κάνω, όμως, εναντίον, τελικά, του μπορχικού διηγήματος. Διότι, σε αντίθεση με τον οριενταλισμό του, από τον οποίο, εντέχνως μεν, αλλά μόνο στο τέλος, ο Μπόρχες διαφεύγει, εδώ υπάρχει Αβερρόης. Μέσα σε μια πτύχωση του λόγου, ξεπροβάλλει.
Η προφανής απάντηση είναι η θέση της γυναίκας. «Δεν είναι απίθανο να υπάρχουν μεταξύ των γυναικών φιλόσοφες και κυβερνήτριες». Θέση παράδοξη για την εποχή που γράφει ο Αβερρόης, και για πολλούς αιώνες μετά από αυτήν. Θέση που ταιριάζει με την παράδοση του αβερροϊσμού, ο οποίος είναι ένα είδος Διαφωτισμού ante litteram, ό,τι και να λένε οι καθηγητές της σημερινής Σορβόννης. Θέση που ταιριάζει με τη ζωή του την ίδια, εκείνη του διωκόμενου, του εξόριστου, του ανθρώπου που, σύμφωνα με την παράδοση, αργότερα, θα εξαναγκαστεί σε δημόσια αποκήρυξη του έργου του.
Χάρη σε αυτήν, άλλωστε, η ιταλίδα μεταφράστρια επέλεξε να αποσπάσει τη συγκεκριμένη ενότητα από το υπόλοιπο Σχόλιο, για να προβάλλει, έτσι, «την ξεκάθαρη θέση του Αβερρόη απέναντι στο γυναικείο ζήτημα».
Δυο μιαρά ζώα, η σκύλα και η πτωματοφάγος ύαινα. Οι γυναίκες της ερήμου και των συνοριακών πόλεων – που «δεν θεωρούνται ικανές για καμιά ανθρώπινη αρετή, και συχνά μάλιστα συμβαίνει να μοιάζουν με φυτά».
Ο παρερμηνευτής του Δασκάλου δεν θα μπορούσε παρά να είναι αυτός.

Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός

Δεν υπάρχουν σχόλια: