5/3/17

Επιστροφή στην χρηστικότητα

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΥ

ΕΛΙΣΑΒΕΤ  ΑΡΣΕΝΙΟΥ, Κ.  Π.  Καβάφης,  η  αξία  της  ποίησης, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 200

Ο Καβάφης και η ποίησή του μέσα απ’ την αποδομιστική σκέψη του  περασμένου αιώνα είναι το θέμα του τελευταίου βιβλίου της Ελισάβετ Αρσενίου. Μοιραία λοιπόν οι λέξεις, οι συντάξεις και τα νοήματα δοκιμάζουν ν’ αναστρέψουν την επιτελεστικότητά τους και να στήσουν ένα σύστημα κατόπτρων για να μας παραπλανήσουν, υποδηλώνοντας έτσι ένα άφατο επέκεινα. Η δεδομένη συγγραφική άνεση και η ευρυμάθεια τής Αρσενίου οργανώνει το πρώτο μέρος μ’ έναν τέτοιο τρόπο. Ο Καβάφης που ιστορεί, η ποίηση και η ανάγνωσή της, η νεωτερικότητα των κλονισμένων ταυτοτήτων και οι θεσμικές παρεμβάσεις παγιωμένων ερμηνειών βρίσκονται εκεί για να  καταδείξουν  την  υπεροχή  της  αντικείμενης  αξίας  της  ποίησης  έναντι  της  χρηστικής.  Κι  αυτή  η  αξία  θα  εκταμιευθεί  μόνο μέσω  της σωστής ανάγνωσης, αυτής  που  απελευθερώνει  τις  λέξεις  από  τις  προσυμφωνημένες  ερμηνείες. Ωστόσο το κατοπτρικό ειδικό βάρος του πρώτου μέρους του βιβλίου συγκεντρώνεται στο ζήτημα της ανάγνωσης όταν καταλάβουμε ότι αυτή αντιμετωπίζεται όχι ως μέθοδος αλλά ως συμβάν και μάλιστα προσωπικό. Καλούμαστε έτσι ν’ αναρωτηθούμε όχι τι λέγεται σ’ αυτό το πρώτο μέρος αλλά τι συνέβη και συμβαίνει όταν το διαβάσαμε και ενόσω το διαβάζουμε.
Η αναζήτηση μιας καθαρής ερμηνείας μετά το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων αλλά και το θάνατο αυτών που μας τις υπόδειξαν δεν έχει  την πολυτέλεια της θεωρίας. Συνεπώς, η ανάγνωση δεν μπορεί να γίνει  παραδειγματική, αλλά παραμένει αναγκαστικά προσωπική, ατομική,  βιωματική, οργανική. Άλλωστε το βασικό διαμεσολαβητικό εργαλείο της Αρσενίου ως νεοελληνίστριας είναι η αναγνωστική προσέγγιση που ως αυτοπαθής πράξη, μια προσωπική κίνηση/συμβάν, πρέπει να  καταδυθεί  στο προσωπικό  παράδειγμα.

Η  επιλογή  του  Ντελέζ  στο  δεύτερο  μέρος  είναι  πολύ  εύστοχη. Ο Ντελέζ ανήκει στους λίγους στοχαστές της μετανεοτερικότητας που μετέτρεψαν την αποδόμηση σε προσωπική υπόθεση, μεταθέτοντας την αντίληψη για τη φιλοσοφία από την παραδειγματική θεωρία και θεώρηση (απότοκο της νεωτερικής μεταφυσικής) στο υποκειμενικό ενέργημα που μαθαίνει, διαβάζει και αντιλαμβάνεται ψυχοσωματικά,  κι όχι μόνο διανοητικά. Το ανίερο ντελεζιανό πάντρεμα σάρκας, σωμάτων, εκροών, εισροών και γνώσης δίνει στην Αρσενίου  κατάλληλες δόσεις αναρχισμού ώστε να αναμετρηθεί με την ανάγνωση ως σώμα/συμβάν. Θα μπορούσε να επιλέξει γι’ αυτή την προσωπική  κατάδυση  τον  Μπουρντιέ  αν  ο  τελευταίος  είχε  δείξει  περισσότερο θάρρος(;) στην απαγκίστρωσή του απ’ την αφήγηση της αναλυτικής σκέψης. Όμως η Αρσενίου (και) λόγω αναγνωστικής ιδιοσυγκρασίας δεν  ακολουθεί ούτε την καταιγιστική νομαδικότητα του Ντελέζ.  Άλλωστε  είναι  κι  αυτός  πια  νεκρός  όπως  όλοι  τους!
Τι  ακριβώς έγινε  μετά; Τα  πάντα  παγιώθηκαν  σε  σώματα  χωρίς  όργανα. Αυτό που ο Ντελέζ υπόδειξε ως ψυχαναλυτική και βιοκοινωνική δράση -αντίδραση η καβαφική προσέγγιση της Αρσενίου το ζει στην μόνιμη πια ανισορροπία του. Στον τομέα που η συγγραφέας δραστηριοποιείται, η λογοτεχνία, η ποίηση, η ανάγνωση, όλα έχουν  εγκιβωτιστεί  απ’ την απόλυτη μεταμοντέρνα αγορά και προσφέρονται  με εγχειρίδια χρήσης. Τα σώματα έχουν κυριαρχήσει πάνω στις επιθυμητικές μηχανές. Οι εκροές και εισροές έχουν σταματήσει. Και από την πληθώρα των στερεότυπων ενεργημάτων που κατοπτρικά μα σταθερά ορίζουν την αντίληψή μας, το μόνο που μπορεί να μας απεγκλωβίσει είναι το διάβασμα της ποίησης ως (ανιστορικό) συμβάν που μας εμπλέκει στις ενεργηματικές υποστάσεις μας ενώ ταυτόχρονα, και λόγω της ανιστορικότητας, μας βυθίζει όλο και βαθύτερα στην  λαγουδότρυπα του Κάρρολ. Τα υπόλοιπα είναι τομές στιλπνών επιφανειών τις οποίες η Αρσενίου εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να διαπεράσει. Ο ίδιος ο Καβάφης αναφέρεται ως υποψία. Στο εξώφυλλο βρίσκεται αποκεντρωμένος στην κάτω αριστερή γωνία ενώ το σχηματοποιημένο πρόσωπό του δεν φαίνεται ολόκληρο, υποδηλώνοντας, έτσι, άλλη μια υποψία/πτυχή: μήπως δεν είναι ο ίδιος; Παρόλο που αναλύει διεξοδικά τις λέξεις των ποιημάτων του, η ανάγνωση δεν  μπορεί  να  πάει  πίσω,  δεν μπορεί να αποδείξει ούτε και να υποδείξει αν τα ιστορικά αντισυμβάντα που περιγράφει ανήκουν στον ίδιο ή στην ποίηση, αν «ήταν μόνο λόγια». Σε περίπτωση που συμβαίνει το δεύτερο, θα πρέπει να διαπεράσουμε λέξεις και συντάξεις, φτάνοντας στην τέλεια κονιοτροποίηση της ποίησης,  ύστερα από πολλά βράδια αγρύπνιας, σαν τους Φίννεγκαν του Τζόυς. Όχι. Η προσωπική ανάγνωση ως αναλυτική/παραδειγματική κίνηση δεν μπορεί να πειράξει την ποίηση/σώμα και τις αλλεπάλληλες επικαλύψεις που έχει αυτή φορτωθεί από  κάθε λογής ειδήμονες και  θαυμαστές της -- γι’  αυτό άλλωστε είναι πια πολύ δύσκολο στις μέρες μας να  γραφτεί. μπορεί μόνο να δηλωθεί ως υπότιτλος κάτω από το εμβληματικό ονοματεπώνυμο του αλεξανδρινού ενώ πιο πάνω εμφανίζεται α-στοίχιστο το αντί-στοιχο της συγγραφέως (βλ.  πάλι  εξώφυλλο).
Προχωρώντας τη ανάγνωση του βιβλίου, σελίδα τη σελίδα όλα οργανώνονται  σε  μια  προσωπική  κίνηση ορισμού/αποκάλυψης της μύχιας επιθυμητικής μηχανής της συγγραφέως. Μετά από 106 σελίδες ελιγμών φτάνει στην προσωπική κατακλείδα: «Πώς διαβάζω ποίηση; Αναζητώ μια ενδιάμεση θέση ανάμεσα στο κειμενικό και το σωματικό. Διεισδύω στη γλώσσα και τις εικόνες του έργου με  φαινομενολογική υποψία. Αναγνωρίζω τον ειδικό ρυθμό και τη  διάθεση  του  έργου…» (οι  υπογραμμίσεις  δικές  μου). Τέλεια  ενικότητα, αποκλειστικό, μονήρες ενέργημα, επανεκκίνηση ύστερα απ’ όλους αυτούς τους κατοπτρισμούς και αντικατοπτρισμούς που  σχηματίζουν οι σκιές των θεόρατων σωμάτων, έντεχνα και με  χαρακτηριστική  άνεση οργανωμένων και  παρουσιασμένων στο βιβλίο της. Ιδού οι σκιές, ιδού τα σώματα, ιδού, απεδαφοποιήμενο, ολόκληρο το συμβάν της αλήθειας.
Μετά τον πλατωνισμό, τη νεωτερικότητα και την αποδόμηση, η Αρσενίου δεν τρομάζει από τον χαϊντεγγεριανό  χρόνο που την καθορίζει αλλά ούτε και μετεωρίζεται σε ανακαινισμένες  ντελεζιανές αναρχικότητες. Επιστρέφει σε μια προσωπική  χρηστικότητα  της ανάγνωσης. Πώς διαβάζω ποίηση;  Πώς  μπορώ  να  διαβάσω  χωρίς  αυθαιρεσία, δουλικότητα, αιρετικότητα, χωρίς να είμαι αναλυτική,  μεταφυσική, πολεμική, αντιεξουσιαστική, θεσμική; Επιθυμώ μια ευγενική, παραχωρητική, ταπεινά εγωιστική, απόμακρη, σαμανική μα πάνω απ’ όλα αποφασιστικά ενεργητική, τεθλασμένη πορεία μέσα στο δάσος των σωμάτων, που επανακινεί το προσωπικό βίωμα σε νέα  αντισυμβάντα. Η «αξία της ποίησης»  είναι  ένα  χαρακτηριστικό  δείγμα  στοχασμού «μετά το πάρτυ», ένα βιβλίο που δεν επιζητά να το ανακαλύψουμε παραδειγματικά αλλά θεραπευτικά, προσμετρώντας το ως συμβάν (τουλάχιστον εκδοτικό) στη συλλογική πια αναζήτηση του μεγάλου ζητήματος της μετα-μετανεωτερικότητας: αν, γιατί και πώς κοινωνικοποιείται η κάθε προσωπική  χρηστικότητα.

 Ο Νίκος  Κουρεμένος είναι κριτικός

Κορνήλιος Γραμμένος, Ακροβάτης, 2016, ξύλο, χρώμα, σίδηρος, 110 x 69 x 39 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: