5/3/17

Κυριαρχία και αντιπροσώπευση

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Κορνήλιος Γραμμένος, Το άλογο του Μόντριαν, 2015, ξύλο, χρώμα, πλαστικός σφιγκτήρας, 25 x 55 x 12 εκ. 


EMMANUEL SIEYES, Τι είναι η Τρίτη Τάξη; Μετάφραση: Φροσύνα Στεφοπούλου, Εισαγωγή: Χρήστος Παπαστυλιανός», Παπαζήσης, σελ. 159

Το κυρίαρχο πολιτικό σώμα. Το βιβλίο του Εμμανουέλ Σεγιές «Τι είναι η Τρίτη Τάξη;» δίνει τον ακριβέστερο πολιτικό ορισμό του έθνους. Πρόκειται για τον ίδιο ορισμό που εμπνεύστηκε ο Σεγιές από τον Ρουσσώ και τον υιοθέτησε και ο Ρήγας Φεραίος στο «Σχέδιο Συντάγματος» που εξεπόνησε, όταν, στο άρθρο 109, όριζε ότι «Η γενική δύναμις της δημοκρατίας συνίσταται εις ολόκληρον το έθνος». Ο Σεγιές, όπως και οι δύο προηγούμενοι, ορίζει το έθνος με πολιτικούς όρους. Αυτό που πιστεύει είναι ότι η φεουδαρχική αριστοκρατία, δηλαδή το καθεστώς το οποίο ανέτρεψε η Γαλλική Επανάσταση, είχε υφαρπάξει τα δικαιώματα του έθνους. Με άλλα λόγια, εφόσον το έθνος είναι σύνολο πολιτών, αυτό το πολιτικό σώμα έχει ίσα δικαιώματα επί τη βάσει της αρχής της καθολικής, δημοκρατικής ισότητας. Αντιθέτως, τα προνόμια δεν ανήκουν ισόποσα σε όλους, αλλά απονέμονται, επιλεκτικά, από κάποιον φεουδάρχη σε ανθρώπους που  δεν είναι πολίτες, άρα εξ ορισμού, δεν συγκροτούν έθνος. Γιατί δεν συγκροτούν έθνος; Διότι το έθνος συγκροτείται επί τη βάσει μιας κοινής δεσμευτικής συγκατάθεσης στο να δημιουργηθεί μια ένωση πολιτών, δηλαδή ένα ενιαίο πολιτικό σώμα, που θα είναι φορέας της κυριαρχίας, της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, εφόσον τόσο το έθνος όσο και ο λαός, με την πολιτική σημασία τους, είναι ενώσεις πολιτών, που ασκούν την κυριαρχία. Πώς μπορούμε να συνδυάσουμε την αρχή της καθολικής, δημοκρατικής ισότητας και της λαϊκής κυριαρχίας με αρχές πολιτικού φιλελευθερισμού και ανεκτικότητας απέναντι στις διαφορές των ανθρώπων;

Αυτό το ερώτημα μας οδηγεί στην προβληματική για την αντιπροσωπευτική, συνταγματική δημοκρατία, γιατί μόνο στη δημοκρατία έχει δεσπόζουσα θέση το αξιακό σύστημα, στο οποίο πρυτανεύουν οι αρχές της ανεκτικότητας και της ίσης μεταχείρισης, άρα και του σεβασμού της διαφοράς, ως αρχές που απορρέουν από τη μείζονα αρχή της καθολικής, πολιτικής, δημοκρατικής ισότητας. Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, η αρχή της ισότητας είναι η προϋπόθεση για τον πολιτικό ορισμό του έθνους, εφόσον το έθνος ορίζεται ως ένωση πολιτών, άρα ως πολιτική ένωση. Αντίθετα, πριν από την Γαλλική Επανάσταση, εφόσον δεν ίσχυε η αρχή της ισότητας και της συναγόμενης πολιτικής ιδιότητας, δεν υπήρχε έθνος με την πολιτική σημασία του. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, το έθνος δεν ασκούσε κυριαρχία, ως λαός, διότι δεν υφίστατο δημοκρατικό Σύνταγμα, ώστε το έθνος και ο λαός – συνώνυμοι όροι, όταν έχουν πολιτική σημασία – να είναι φορείς της κυριαρχίας και της συντακτικής εξουσίας. Συνεπώς, ούτε και συνταγματική κατοχύρωση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας θα μπορούσε να υπάρξει. Το έθνος, ως ενιαίο πολιτικό σώμα, είναι έκφραση κοινής βούλησης  για τη σύσταση πολιτικής κοινωνίας.
Συνεπώς, σε αντίθεση με την πολιτισμική (η οποία δεν απαλείφεται) σημασία του έθνους, ο πολιτικός ορισμός του, όπως και του λαού, δεν αντιλαμβάνεται τις μονάδες που συναποτελούν το έθνος μόνο ως άτομα ή ανθρώπους, αλλά ως αυτεξούσιες πολιτικές προσωπικότητες, δηλαδή ανθρώπους με προσωπικότητα που την έχουν ως πολίτες, άρα και με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις και ίση δυνατότητα πολιτικού αυτοκαθορισμού διά της πολιτικής συμμετοχής και της ίσης ψήφου. Τώρα, το ενιαίο πολιτικό σώμα, που καλείται «έθνος» ή «λαός», προκειμένου να μπορεί να ασκήσει τα πολιτικά και άλλα δικαιώματά του, χρειάζεται Σύνταγμα. Η θέσπιση Συντάγματος είναι αναγκαία και απαιτητέα, διότι οριοθετεί και την εξουσία του συντακτικού υποκειμένου και φορέα της κυριαρχίας, στη δημοκρατία, δηλαδή την εξουσία του έθνους και του λαού. Μόνο έτσι μπορεί να έχει νομιμοποίηση η κυβερνητική εξουσία. Μόνο έτσι το σύνολο των πολιτών, που συναπαρτίζουν το αυτόνομο πολιτικό σώμα, δηλαδή το λαό και το έθνος, με την πολιτική σημασία τους, μπορούν να αναθέσουν την εκπροσώπησή τους σε εκλεγμένους αντιπροσώπους, οι οποίοι θα ασκήσουν, εν ονόματι της κυριαρχικής βούλησης αυτού του πολιτικού σώματος, το νομοθετικό έργο. Γι’ αυτό και τα μέλη του ενιαίου πολιτικού σώματος, δηλαδή οι πολίτες, ως έχοντες ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, που απορρέουν από την αρχή της καθολικής, δημοκρατικής, πολιτικής ισότητας, έχουν ίσο δικαίωμα συμμετοχής στις δημόσιες λειτουργίες, χωρίς προνόμια.
Στη Γαλλία του 1789, όταν ο Σεγιές έγραφε το «Τι είναι η Τρίτη Τάξη;», η Τρίτη Τάξη ήταν οι Γάλλοι, που μετατρεπόμενοι σε πολίτες, δηλαδή σε αυτεξούσιο, πολιτικό σώμα, έγιναν φορέας της κυριαρχίας ως έθνος και λαός, με την πολιτική σημασία και τον ορισμό των εννοιών, άρα έγιναν και φορέας της κυριαρχίας και υποκείμενο συντακτικής εξουσίας του δημοκρατικού Συντάγματος.
Λέει χαρακτηριστικά ο Σεγιές: 1) Τι είναι η Τρίτη Τάξη; Το παν. 2) Τι ήταν μέχρι σήμερα (δηλαδή πριν από τη Γαλλική Επανάσταση); Τίποτα. 3) Τι απαιτεί; Να γίνει κάτι (να αποτελέσει ενιαίο πολιτικό σώμα, να αποκτήσει πολιτική ύπαρξη και υπόσταση, να γίνει έθνος και λαός).

Δημοκρατία και αντιπροσώπευση: και πολιτική αμοιβαιότητα και πολιτικός φιλελευθερισμός και κοινωνική δικαιοσύνη. Ο Σεγιές, λοιπόν, θεωρεί ότι ο ίσος πολιτικός αυτοκαθορισμός, εκφραζόμενος ως ίσο εκλογικό δικαίωμα, καθιστά εφικτή, εκτός από αναγκαία, την αντιπροσώπευση του ενιαίου πολιτικού σώματος, διότι η δημοκρατική διακυβέρνηση, μέσω αντιπροσώπων, είναι αυτή που αντιστοιχεί στις μεγάλες και πολύπλοκες πολιτικές κοινωνίες. Πώς μπορούμε να σκεφτούμε τη σχέση κυριαρχίας και αντιπροσώπευσης, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της στοχαστικής προβληματικής του Σεγιές, ώστε να μας ενδιαφέρει σήμερα; Ας ξεκινήσουμε από την κύρια θέση αυτού του κριτικού κειμένου: ο λαός και το έθνος, ως φορείς της κυριαρχίας και ως συντακτικά υποκείμενα, δεν υφίστανται ως τέτοια πριν να ασκήσουν τη συντακτική τους εξουσία, πριν, δηλαδή, από τη θέσπιση του Συντάγματος. Προϋπόθεση για τα παραπάνω, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Χρήστος Παπαστυλιανός, στην πολύ κατατοπιστική και περιεκτική εισαγωγή του βιβλίου, είναι να κατανοήσουμε τη θεωρία του Σεγιές περί ελευθερίας. Η τελευταία διακρίνεται σε «ελευθερία επιλογής των εκλογέων για την εμπλοκή ή όχι στην πολιτική διαχείριση και για την ελευθερία των αντιπροσώπων να συμμετέχουν στη διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων. Οι δύο αυτές όψεις της ελευθερίας είναι διακριτές.» (σ.20). Γι’ αυτό και «η πολιτική αντιπροσώπευση σημαίνει τη δυνατότητα υπαγωγής του σώματος των εκλογέων στη νομοθετική συνέλευση. Η εκλογή είναι ένα μέσο ενοποίησης του έθνους, πέρα και πάνω από γεωγραφικές και κοινωνικές  διαφορές».
Εάν θελήσουμε, λοιπόν, να πορευτούμε στον δρόμο που ανοίγει ο Σεγιές –δρόμος που χαράκτηκε από τον Ρουσσώ, τότε η μελέτη αυτού του βιβλίου– που διαβάζεται πολύ άνετα χάρη και στην εξαιρετική μετάφραση της Φροσύνας Στεφοπούλου, η οποία, χωρίς να στεγνώσει καθόλου το ύφος, διατήρησε την περιεκτική απλότητα στην έκθεση του προβληματισμού και τη σημασιολογική καθαρότητα στην απόδοση των εννοιών – είναι σημαντική για τη σύγχρονη συζήτηση στη θεωρία της δημοκρατίας. Η κυριαρχία και η συντακτική εξουσία είναι κύριες οργανωτικές αρχές της αντιπροσωπευτικής, συνταγματικής δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Μπορούμε να εννοήσουμε τη λαϊκή κυριαρχία ως έλλογο, νομιμοποιημένο μετριασμό της διάκρισης κυβερνώντων και κυβερνωμένων και των εξουσιαστικών της απολήξεων. Η λαϊκή κυριαρχία μπορεί να εννοηθεί και ως διαρκής αξίωση για να εμβαθύνουμε και να εμπλουτίσουμε τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Άλλωστε, η σημερινή κρίση της δημοκρατίας είναι και κρίση της αντιπροσώπευσης. Καταφαίνεται αυτό από τη διαρκώς ογκούμενη πολιτική υποαντιπροσώπευση.
Συνεπώς, είναι καιρός για την έγερση μιας αξίωσης που θα διεκδικεί ενίσχυση της πολιτικής αμοιβαιότητας, σε συνδυασμό με κοινωνική δικαιοσύνη. Χωρίς τη διεκδίκηση της τελευταίας, η συζήτηση για την κρίση της δημοκρατίας –και ως κρίση της λαϊκής κυριαρχίας και ως κρίση της αντιπροσώπευσης– διαρκώς θα ξεθυμαίνει. Όσο αυτή ξεθυμαίνει, όσο εξασθενίζει η αντιπροσωπευτική, συνταγματική δημοκρατία, τόσο θα απλώνεται το σκοτάδι στην Ευρώπη. Η πολιτική αμοιβαιότητα είναι προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της πολιτικής υποαντιπροσώπευσης, άρα και για τη δημοκρατική ανάκτηση των τμημάτων της κοινωνίας που αγκυροβολούν στην Άκρα Δεξιά.
Η πολιτική αμοιβαιότητα, όμως, δεν στεριώνει χωρίς κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη. Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι πλέον προϋπόθεση για την υπεράσπιση των αρχών του πολιτικού φιλελευθερισμού. Χωρίς αυτές, η πολιτική αμοιβαιότητα δεν θα είναι και τόσο αμοιβαία. Δηλαδή, θα υποχωρήσει και η ανεκτικότητα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα στην Ευρώπη και τον επελεαύνοντα νεοφασισμό. Από την άλλη, και η λαϊκή κυριαρχία υπόκειται σε συνταγματικούς περιορισμούς. Άλλωστε, η ίδια η έννοια της αυτονομίας – προσωπικής και συλλογικής – δεν νοείται χωρίς τα όρια του νόμου. Δεν υπάρχει αυτονομία χωρίς τη συνθήκη του «νόμον τιθέναι». Ο  συνταγματικός περιορισμός της λαϊκής κυριαρχίας είναι η συνθήκη που αποτρέπει την αυθαιρεσία, εφόσον, στη συνταγματική δημοκρατία, καμιά εξουσία δεν είναι απεριόριστη, άρα δυνάμει αυθαίρετη.
Δεν είναι της στιγμής να εξετάσουμε τον προβληματισμό του Καρλ Σμιττ για τη λαϊκή κυριαρχία και το Κοινοβούλιο, καθώς και τη συνακόλουθη απόληξη αυτής της προβληματικής για την αντιπροσώπευση, που νοθεύει τη λαϊκή κυριαρχία, ιδίως όταν, σε αυτό το Κοινοβούλιο, συμμετείχαν αριστεροί και σοσιαλδημοκράτες. Είναι όμως της στιγμής να αναστοχαστούμε ποιον δημοκρατικό σοσιαλισμό μπορούμε να έχουμε κατά νουν, χωρίς αυτός να στεριώνει στο βραχώδες έδαφος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του συνδυασμού των αρχών πολιτικού φιλελευθερισμού και δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού. Αλλά και αυτό το έδαφος απειλείται από διάβρωση. Γι’ αυτό το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι αυτό που θα ξαστερώνει τον νου μας, όταν θέλουμε να ξανασκεφτούμε την έννοια της κυριαρχίας, σε σχέση με την πολιτική ελευθερία και τον σοσιαλισμό και τον τελευταίο ως εξέλιξη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ως συνέχεια και καταξίωση της Γαλλικής Επανάστασης. Γιατί,  εάν κάτι είναι επίκαιρο σήμερα, αυτό είναι η αγωνιστική δράση και ο δημοκρατικός λόγος του Ζαν Ζωρές. Για τα καθ’ ημάς, σε ό, τι αφορά τον γράφοντα, του φτάνει και του περισσεύει –και μάλιστα μετά τιμής– και ο Ηλίας Ηλιού.

Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στον Τομέα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: