Γιάννης Σαββίδης, Ελευσίνα Τερματικός, 2014, γραφίτης σε χαρτί, 78 x 44,5
εκ.
|
ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η αποστροφή του Λεοπάρντι προς τον
κόσμο δεν προσανατολίζεται προς έναν συγκεκριμένο τύπο κοινωνίας. Βέβαια
αρθρώνεται στην καταγγελία ή στη σάτιρα διάφορων και συχνά αντίθετων μεταξύ
τους μορφών της σύγχρονης εποχής, αλλά πρώτ’ απ’ όλα, έχει ως στόχο «τον κόσμο
ολόκληρο»: «το σύνολο των πολιτισμένων ανθρώπων, που εμείς ονομάζουμε κοινωνία
ή κόσμο» (Σκέψεις, LXXXV). Αυτή η διευκρίνιση είναι σημαντική γιατί
επιβεβαιώνει ότι ο Λεοπάρντι δεν κινείται από τη μεριά μιας τάξης ή κοινωνικής
ομάδας και από την εναλλακτική πάλη του για μια διαφορετική διάταξη της
κοινωνίας και της εξουσίας: κάθε κοινωνία
και κάθε εξουσία είναι το ίδιο
εχθρικές στα μάτια του ξεριζωμένου. Οι Σκέψεις
(1837) αποτελούν αποφασιστική
επιβεβαίωση, έτσι όπως διακρίνονται από την απόλυτη απουσία της όποιας υπόθεσης
ή ελπίδας για καλυτέρευση ή ακόμη και απλή αλλαγή του κόσμου. Ένας κόσμος που
τόσο έντονα καταγγέλλεται, αλλά μόνο σε μια πρόσκληση για αποστροφή, και όχι
για τη μεταμόρφωσή του. Ολόκληρη η δομή της σκέψης προδίδει από την αρχή αυτή
την ηθική και ψυχολογική της φύση, που σε καμιά περίπτωση δεν είναι πολιτική:
«Λέω ότι ο κόσμος είναι η συνένωση των απατεώνων εναντίον των καλών ανθρώπων,
και των ποταπών εναντίον των μεγαλόψυχων» (Σκέψεις,
Ι).
Ο Λεοπάρντι στο σημείο αυτό είναι
ξεκάθαρος: για την ερμηνεία του κόσμου και της ιστορίας δείχνει μια προτίμηση
στην «επίγνωση της ανθρώπινης φύσης» παρά στην «πολιτική επιστήμη, διαχωρισμένη
από την επιστήμη του ανθρώπου, και σχεδόν ολοκληρωτικά χιμαιρική» (Σκέψεις, LI). Αυτή η τελευταία θέση είναι η νιοστή
πρόταξη της φιλοσοφίας πάνω στην πολιτική, την επίγνωση της αλήθειας της φύσης
πάνω στην ψευδαίσθηση του μετασχηματισμού της ίδιας της φύσης. Αν κοιτάξουμε
καλύτερα, η πολιτική επιστήμη παρουσιάζεται «χιμαιρική» γιατί βασίζεται στην
άγνοια της πρωταρχικής και θεμελιακής αλήθειας, ακριβώς δηλαδή της σταθερότητας
της φύσης: «Εξάλλου η φύση είναι ποικίλη: και είναι, εξάλλου, αδύνατο στον
πολιτισμό, που τείνει να εξομοιώσει τους ανθρώπους, να δαμάσει τη φύση» (Σκέψεις, XCVII). Έτσι γίνεται αντιληπτό το νόημα της
αμετάκλητης καταδίκης, αλλά και χωρίς διακρίσεις, με την οποία ο Λεοπάρντι
επιτίθεται στον «κόσμο» (δηλαδή στην κοινωνία tout
court), ανατρέχοντας στην αδιαφιλονίκητη κρίση μιας
ηθικο-θρησκευτικής εξουσίας όπως ο χριστιανισμός: «Ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ο
πρώτος που κατέδειξε στους ανθρώπους τον υμνητή και κήρυκα των κίβδηλων αρετών,
τον συκοφάντη και διώκτη της κάθε αλήθειας, τον εχθρό κάθε εσωτερικού και
αληθινά ανθρώπινου μεγαλείου. Τον χλευαστή κάθε υψηλού συναισθήματος, αν δεν το
θεωρεί ψεύτικο, και κάθε τρυφερής αγάπης, αν τη θεωρεί αληθινή. Τον δούλο των
ισχυρών, τύραννο των αδυνάτων, υβριστή των δυστυχισμένων, ο Ιησούς Χριστός τον
προσδιόρισε με το όνομα κόσμος, που διατηρείται ως σήμερα σε όλες τις
εξελιγμένες γλώσσες» (Σκέψεις, LXXXIV).
Ο
Λεοπάρντι πράγματι σημειώνει ότι η απόλυτη ασυμβατότητα ανάμεσα στον «κόσμο»
και τις αξίες («αρετή», «αγαθή ψυχή», «καλοσύνη») ξέσπασε, τουλάχιστον σε
επίπεδο συνείδησης, στη σύγχρονη εποχή και ακριβέστερα στα πρώτα χρόνια του
χριστιανισμού (Σκέψεις, LXXXV): και πράγματι υπάρχει μια κάποια αναφορά
στους «αρχαίους πολιτικούς» που «μιλούσαν για ήθη και αρετές», ενώ «οι
σύγχρονοι δεν μιλούν παρά για εμπόριο και χρήμα» (Σκέψεις, XLIV). Αλλά δεν
είναι μια επαναλαμβανόμενη αντίθεση ανάμεσα σε αρχαίους και σύγχρονους αυτή που
αναπτύσσεται στις Σκέψεις: είναι,
μάλλον, η ολοκληρωτική καταδίκη της σύγχρονης κοινωνίας.
Βέβαια,
ο Λεοπάρντι, αρνούμενος «τον κόσμο» στην ολότητά του, έπληττε και
συγκεκριμένους άμεσους ή μακροπρόθεσμους στόχους. Από την άλλη, χωρίς καμιά
εμπιστοσύνη στη δυνατότητα μετασχηματισμού της κοινωνίας (δηλαδή, ανίκανος
διακρίσεων και διαλεκτικής ανάλυσης), δεν χρέωνε τα ιστορικά κακώς κείμενα σε μια κάποια πολιτική και σε μια κάποια οικονομία, αλλά στην οικονομία και στην πολιτική. Έτσι, αν το πρόβλημα ήταν να αρνηθεί την υποταγή σε μια κάποια ιστορία και σ’ έναν κάποιο «κόσμο», αυτόματα
μετατρεπόταν στην άρνηση της ιστορίας
και του «κόσμου». Σ’ αυτή την έρημο
αξιών, μπροστά σ’ αυτή τη λογική της μαζικοποίησης (ας θυμηθούμε ότι «ο
πολιτισμός τείνει να εξομοιώσει τους ανθρώπους») η μόνη διέξοδος σωτηρίας από
την υποταγή καταλήγει να είναι η αριστοκρατική αποδοχή της απομόνωσης και της
ασυνεννοησίας: «Ο Βίων, ο αρχαίος φιλόσοφος, έλεγε: είναι αδύνατο ν’ αρέσεις
στο πλήθος, εκτός αν γίνεις έδεσμα ή γλυκό κρασί» (Σκέψεις, LIII).
Αλλά όσο
περισσότερο η άρνηση της ιστορίας αυξάνει την απέχθεια για τη μάζα και την
ανάγκη για ανώνυμα αντικείμενα κατανάλωσης («έδεσμα» ή «γλυκό κρασί»), άλλο
τόσο αυξάνει η ανάγκη να υπογραμμιστούν τα αγωνιστικά και πνευματικά χαρακτηριστικά
που προσδίδουν πρωταγωνιστικό ρόλο στους σπάνιους μεγάλους και ευγενείς. Στις σκέψεις LXVII και LXVIII η διαφορά
είναι ανάμεσα στους «κοινούς» ανθρώπους και τους ανθρώπους «που έχουν κάποια
πνευματικότητα», ανάμεσα στο «πλήθος» και τους «ανθρώπους με συναισθήματα»: οι
πρώτοι «αντλούν ευχαρίστηση από οποιαδήποτε ανούσια απασχόληση», οι δεύτεροι
δεν ικανοποιούνται «από τίποτε το επίγειο ούτε, ας μου επιτραπεί η έκφραση, από
ολόκληρη τη γη». Το φοβερό άγχος της ανίας, αυτό το κενό πόνου και ευχαρίστησης
κι αυτή η απουσία δράσης, προδίδει βέβαια μια κατάσταση ιστορικής ανικανότητας
και προσωπικής δυστυχίας, αλλά ταυτόχρονα δηλώνει μια συνθήκη «μεγαλοσύνης και
ευγένειας».
Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος
καθηγητής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου