O ερημίτης
μιλούσε με την φίλη του σ’ ένα παγκάκι και απέναντί τους βρισκόταν μεγαλόπρεπο
το Πάνθεον. Έβλεπαν πεταμένες σημαίες του Fronte Natinale και μια ανατριχίλα
διαπερνούσε τα κορμιά τους. Αυτά τα κορμιά που είχαν πάνω τους μνήμες θλίψης
και εόρτιες. Πάντα μιλούσαν δειλά μεταξύ τους. Είχαν αφήσει άπλετο χώρο στα
βλέμματα. Γιατί έτσι νόμιζαν ότι μπορούσαν να ξεγελάσουν τα πράγματα. Νόμιζαν
πως όταν ειπωθεί ο Λόγος κλειδώνει. Κάποιες στιγμές είχαν πει και τον Λόγο,
αλλά μετά ξαναγύρισαν στα βλέμματα. Και τώρα χρόνια μετά από εκείνα τα πρώτα
ανάλαφρα βλέμματα κοιτιόντουσαν πάλι αλλά τούτη τη φορά το ανάλαφρο πάλευε με
το βαρύ του χρόνου. Ο κόσμος είχε αλλάξει, είχε γίνει πιο τρομακτικός αλλά και
οι ίδιοι νόμιζαν ότι είχαν αλλάξει. Κατά βάθος είχαν μείνει οι ίδιοι όπως τότε.
Κρατούσαν παγωμένο τον χρόνο εντός τους γιατί δεν ήθελαν ακόμα να μιλήσουν για
το μεγάλο καθήκον του θανάτου. Γιατί τούτο το καθήκον θα τους υποχρέωνε
να μιλήσουν για τα ανείπωτα και ακόμα δεν ήταν έτοιμοι. Ξόδευαν πια τον
χρόνο τους με το παιδί που ένα χέρι μυστικό το είχε οδηγήσει στην πόρτα του
ερημίτη.
Εκείνη
έβλεπε ένα ωραίο αγόρι που μεγάλωνε και κάτι θαυμαστό ξυπνούσε μέσα της.
Εκείνος είχε να ασχοληθεί με το παιδαγωγείν. Έτσι το ένοιωθε ως υποχρεοφόρος.
Το ίδιο ήταν κι εκείνη. Αλλά ως γυναίκα είχε την πολυτέλεια να ταξιδεύει και
πέρα από το τώρα. Το είχαν φέρει στο Παρίσι το παιδί για να του δείξουν τα
ωραία του Διαφωτισμού. Ενός Διαφωτισμού που πια πληγωμένος από το παρόν έδειχνε
να μην έχει την ψυχή ζώσα τού τότε. Περπατούσαν έξω από τη Σορβόννη. Η αύρα του
Μάη ήταν εδώ παρούσα και η φίλη του έσκυψε κι’ έβαλε το αυτί της στα πλακάκια.
Ένα τραγούδι τής ερχόταν, αυτό για την πρώτη Μαΐου, σηκώθηκε και πήρε τον
ερημίτη αγκαλιά και άρχισαν να χορεύουν. Έτσι ήταν η φίλη του, έκανε πράγματα
ξαφνικά, εκεί που δεν τα περίμενε. Είχε πάντα το στοιχείο της έκπληξης στην
κίνησή της. Είχε πια αρχίσει να πιστεύει πως αυτό το έκανε όταν ήθελε να
δραπετεύσει από τη ζήση της. Τότε η κίνηση γινόταν Λόγος και ο Λόγος σαρξ
εγένετο, σκέφτηκε ο ερημίτης καθώς στροβιλιζόταν στην Place Pigale. Το παιδί
ζητούσε επίμονα παγωτό κι εκείνοι πρόθυμα αγόρασαν παγωτό. Χάθηκε η μαγεία;
ρώτησε η φίλη του. Όχι είπε εκείνος, απλώς βρίσκεται μέσα μας. Ενίοτε την
αφήνουμε να φύγει, να απλωθεί και να μας ξεγελάσει.
Περπάτησαν
καταμεσίς στη Μονμάρτη κι εκείνη ήθελε να διαβάσει ένα ποίημα. Γιατί η ποίηση
ήταν μια παρηγορία για εκείνη. Η ποίηση, του είπε, είναι το ξεκλείδωμα της ψυχής
μου. Εκείνος χαμογέλασε, πάντα έγραφε στίχους, στίχους που έβγαιναν πολλές
φορές από τις συζητήσεις με τη φίλη του. Αλλά αυτά δεν είχαν σημασία. Το παιδί
κατά ένα τρόπο τους δίδασκε. Τους δίδασκε το άπλετο του χρόνου και τους απομάκρυνε
από το καθήκον του θανάτου. Παρατηρούσαν το μεγάλωμα του αγοριού και απορούσαν
με αυτό που έβλεπαν. Γιατί στ’ αλήθεια το παιδί είχε ένα μέστωμα αξιοθαύμαστο.
Σε λίγο θα ερωτευτεί, του είπε η φίλη. Σε λίγο θα καεί κι αυτό, είπε ο
ερημίτης. Γιατί ο έρωτας, το άλλο βαρύ καθήκον, είναι μια μοναχική πορεία,
πολλές φορές σιωπηλή. Αυτό είχε φοβηθεί ο ερημίτης και έβαλε αυτό το ράσο. Αλλά
ούτε αυτό τον γλύτωσε από το καιόμενο σώμα. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε, λες
και κατάλαβε τη σκέψη του. Τον έπιασε από το χέρι και είπε στο παιδί: Τώρα
σιγά- σιγά έρχεται η στιγμή που το κορμί σου θα χαρεί. Εκείνο την κοίταξε
απορημένο. Από το παγωτό μέχρι τον έρωτα ήταν πολλά μίλια δρόμος, αλλά εκείνη
ήξερε πως είναι φορές που αυτή η απόσταση μοιάζει μια στιγμή και τίποτε περισσότερο.
Όπως ακριβώς και ο θάνατος.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ
ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Αύγουστος Βεϊνόγλου, Kοιλάδα των ρόδων, 2012, σχεδιαστικό χαρτί, γραφίτης, 50 x 40 εκ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου