12/2/17

Η γυναίκα είναι όνειρο

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

NTINOΣ ΣΙΩΤΗΣ, Μάρθα, Μάρθα, ποιήματα, σχέδια Γιάννης Ψυχοπαίδης, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016

Micha Cattaui, Tour de force, ed 2+1, 
2013, πολυεστερική ρητίνη, πολυουρεθάνη, 
70 x 40 x 28 εκ.
Ποιήματα γραμμένα ανάμεσα στον Δεκέμβριο του 2004 και τον Δεκέμβριο του 2010, στην Αθήνα, στην  Τήνο, στη Βοστώνη και στη Νέα Υόρκη, συνθέτουν τη συλλογή Μάρθα, Μάρθα του Ντίνου Σιώτη. Ποιήματα που ίσως δεν θα ήταν λάθος να τα εκλάβει κανείς ως οιονεί ημερολογιακές εγγραφές αλλά και ως ψηφίδες μιας ερωτικής ιστορίας, το συναισθηματικό εκτόπισμα της οποίας διατηρείται ακέραιο και καθοριστικό για το παρόν της γραφής. Η Μάρθα, εν προκειμένω, είναι ένα πλάσμα δημιουργημένο, ζυμωμένο από μνήμες της νεότητας, από μια κάποτε διαβρωτική τής αίσθησης του χρόνου νοσταλγία, από αγάπη και τρυφερότητα, καθώς και από τη θλίψη της επελθούσας φθοράς. Είναι, ακόμα, η από τον χρόνο εξιδανικευμένη, σχεδόν εξαϋλωμένη και δια της ποιήσεως ένσαρκη εκδοχή της απουσίας. 
Κάθε ποίημα αποσκοπεί, φιλοδοξεί να είναι αύταρκες, συναισθηματικά και θεματικά, στιγμιαίο μνημείο μιας σχέσης που ανακάλυψε και δοκίμασε δικούς της τρόπους διάρκειας, που μερίμνησε για τη δημιουργία και την  τήρηση μιας εντελώς δικής της, έξω από τα τρέχοντα και γενικώς ισχύοντα, συνταγής∙ μιας συνταγής συγκροτημένης, συνταγμένης έξω από τις περιοριστικές αντικειμενικές διαστάσεις του χρόνου, ανάμεσα στα «στεγνά νερά του παρόντος» και στα «φλογερά ύδατα του μέλλοντος». Για την πραγματοποίηση αυτής της φιλοδοξίας ο ποιητής μηχανεύεται και ενεργοποιεί μιαν εντελώς ιδιάζουσα μνημοτεχνική, καταφεύγοντας παράλληλα σε συμβολισμούς, αλληγορίες και μεταφορές, προκειμένου να προσεγγίσει ή και να αγγίξει επίβουλα και επίφοβα κοιτάσματα μνήμης εκ πλαγίου, αποφεύγοντας την αδιαμεσολάβητη επαφή του μαζί τους. Με συνέπεια κάποτε ο λόγος του να μοιάζει, όπως εύστοχα λέει κάπου ο ίδιος «με δοξάρι αμήχανο μπροστά σε δύσκολες ή περίπλοκες νότες».

Διαβάζοντας κανείς τα ποιήματα της συλλογής έχει την αίσθηση ότι γίνεται μάρτυρας μιας, μάλλον αφηγηματικής υφής, προσέγγισης επιμέρους -πραγματικών ή και φανταστικών- πτυχών (στιγμών και καταστάσεων), μιας πραγματικής, πλην διαπερασμένης από εκπομπές ονείρου, φαντασίας, νοσταλγίας και ελεγχόμενης συγκίνησης σχέσης, σκηνές της οποίας ανασύρονται  στο πεδίο της ποίησης άλλοτε με χρονική συνέπεια και άλλοτε χρονικά ανακόλουθα, ανάλογα με την ένταση της συγκίνησης που κάθε φορά ενεργοποιεί ποιητικά τον ποιητή. Μιας σχέσης υπερυψωμένης, προστατευμένης από τις φθοροποιές κοινοτοπίες της βυθισμένης στον τελματωμένο χρόνο της συνήθειας καθημερινότητας κι όμως κάθε άλλο παρά υπεροπτικά απομακρυσμένη απ’ αυτήν.
Η Μάρθα «είναι γυναίκα, είναι όνειρο, είναι και τα δυο», για να θυμηθούμε τον Γιώργο Σαραντάρη∙ είναι πραγματική στον χώρο του ονείρου και ονειρική οπτασία στις άγονες εκτάσεις του παρόντος. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση η ιστορία, όπως κι αν την εκλάβει κανείς, μοιάζει να κοιμάται ή απλώς να κρύβεται σκεπασμένη κάτω από τα πέπλα της πραγματικής ή της νομιζόμενης ερωτικής αμεριμνησίας. Οι όποιοι «βομβαρδισμοί», αμέσως ή εμμέσως υπενθυμιστικοί εμπόλεμων και κάθε είδους οδυνηρών καταστάσεων, ανήκουν στο μακρινό παρελθόν, στους «περασμένους αιώνες», και ό,τι φτάνει και ακούγεται στο παρόν δεν είναι παρά ο δυνατός τους αντίλαλος.
Στα περισσότερα και, κυρίως, στα αντιπροσωπευτικότερα ποιήματα της συλλογής ανασύρονται και αναβιώνουν στιγμές που με τον καιρό έγιναν επετειακά μνημεία,  προορισμένα να θυμίζουν εκτός των άλλων ότι ακόμα και στις κορυφαίες στιγμές των επιθυμιών και των αισθημάτων, ακόμα και τις στιγμές της πανδαισίας των ωρών υπήρχε πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια περαιτέρω κατάκτηση της ουσίας της ζωής. Πράγμα που ωθεί, μάλλον εξαναγκάζει τον ποιητή σε διαρκείς απόπειρες επικοινωνίας και επανασύνδεσης με το αγαπώμενο πρόσωπο και εξαναγκάζοντάς τον τον εφοδιάζει με την ικανότητα να υπαινίσσεται και να υπεκφεύγει με τρόπους ποιητικά δραστικούς, ακατάπαυστα να ομολογεί το μονίμως αιωρούμενο ανομολόγητο, το ίδιο ακατάπαυστα να το πολιορκεί και να απομακρύνεται προκειμένου να επιχειρήσει μια περισσότερο συγκροτημένη επαναπροσέγγισή του, με συνέπεια αυτή η διαδικασία να  προσδίδει στο όλο εγχείρημα τη χροιά μιας μουσικής άλλοτε συγκεκριμένης και άλλοτε -το πιο συχνά- απροσδιόριστης, ενισχυτικής, ωστόσο, -και στη μια και στην άλλη περίπτωση- της κυρίαρχης σε όλο το βιβλίο αίσθηση της ματαίωσης και της απουσίας.
Η Μάρθα, τέλος,  είναι το σταθερό και συμπαγές αντικείμενο του βυθισμένου στην οδύνη και τη νοσταλγία  πάσχοντος ποιητικού υποκειμένου, αλλά ένα αντικείμενο τόσο φορτισμένο και ενδυναμωμένο δια της νοσταλγίας που μπορεί να κάνει τα πάντα∙ να ιδιοποιείται ταχυδακτυλουργικά τα αλλότρια και να απεμπολεί τα ίδια, προκειμένου να διατηρείται εν εγρηγόρσει η ικανότητά της να επαναπροσδιορίζει ανά πάσα στιγμή τη σχέση της με τον εαυτό της, τον κόσμο και, βέβαια, με τον ποιητή, ακόμα και τώρα, που το φόρεμα  μοιάζει να έχει υποκαταστήσει το αλλοτινό σώμα, το σώμα που έντυνε, όπως και το όνομα μοιάζει να έχει υποκαταστήσει την άλλοτε ονομαζόμενη.  Στιγμές «στιλπνές, ξεφλουδισμένες από το λεπίδι του χρόνου» αναδύονται ακατάπαυστα κι έτσι αναδυόμενες, διαπερασμένες από ένα «νοσταλγικό αεράκι της δεκαετίας του ’50» διαστέλλονται, αγγίζουν την αίσθηση του εδώ και του τώρα και δίνουν μία άλλη χροιά, μιαν άλλη υφή στο φως του παρόντος. Ας μη νομιστεί ωστόσο ότι ο ποιητής αφήνεται απερίσκεπτα στους σαγηνευτικούς κυματισμούς της νοσταλγίας καθώς, ακόμα και σε στιγμές συγκινησιακών εντάσεων και κορυφώσεων αυτός αυτοελέγχεται και ισορροπεί ανάμεσα «στην αρχαιολογία της νοσταλγίας για τα περασμένα/και στην αδημονία του για τα μελλούμενα». Η κάποτε παιγνιωδώς ανατρεπτική διάθεσή του εξάλλου, απόρροια των σταθερών όσο και γόνιμων υπερρεαλιστικών καταβολών του επενεργεί θα τολμούσα να πω παραπλανητικά, δημιουργώντας τη δυνατότητα εκτροπών από την κεντρική οδό τη χαραγμένη από την υπέρογκη αίσθηση της απώλειας∙ διασπώντας το ενιαίο σώμα της λύπης, διαμελίζοντάς την σε επιμέρους κομμάτια, εικόνες μάλλον, οι οποίες έτσι όπως μοιάζει να επιπολάζουν στην επιφάνεια του παρόντος μεμονωμένες, ανεξάρτητες η μία από την άλλη, χάνουν ένα μέρος από την τραυματική οξύτητά τους και λειτουργούν δραστικότερα ποιητικά. Συμβάλλουν σε γοητευτικά «λικνίσματα στις κουπαστές της αναπόλησης» και συντροφεύουν τον ποιητή όταν βγάζει, όπως λέει, τη Μάρθα «στα παγκάκια της νοσταλγίας».   

Δεν υπάρχουν σχόλια: