Ηρωική εικονοποιία και «παρακειμενικές» διασυνδέσεις
ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΝΘΗ
Tο 1982 ο Γάλλος συγγραφέας Gérard Genette δημοσίευσε το βιβλίο «Palimpsestes. La littérature au second degreé» με σκοπό να καταρτίσει μια αυστηρή μεθοδολογία της σύγχρονης ποιητικής
θεωρίας. Aποδεχόμενος στο γενικό του πλαίσιο το μοντέλο του Mikhail Bakhtin για τη «διαλογικότητα» και της Julia Kristeva για τη «διακειμενικότητα» ο
Genette προτείνει ένα δικό του παράδειγμα «υπερ-κειμενικότητας»
(transtextualité-hypertextualité) που αποτελεί, όπως
υποστηρίζει, ύψιστη μορφή λογοτεχνικότητας και δείχνει τον τρόπο συνάρτησης
(συνειδητό ή όχι) ενός κειμένου με άλλα κείμενα. Στην πρότασή του διακρίνει
πέντε τύπους της έννοιας. Τον δεύτερο κατά σειρά ονομάζει «παρακειμενικότητα» (paratextualité) και είναι ο τύπος που προσδιορίζει τη σχέση κειμένου και «παρακειμένου»
(paratexte). Ως «παρακείμενο» χαρακτηρίζει τον τίτλο, τον
υπότιτλο, την προμετωπίδα, τον πρόλογο, τις σημειώσεις, τον επίλογο, τις
εικόνες. Τα παρακειμενικά στοιχεία λειτουργούν ως σημαίνοντα, που παράγουν
σημαινόμενα σε συνάρτηση με το κείμενο, με το οποίο φαίνονται να συνομιλούν αλλά
και μεταξύ τους μέσα από τη νοηματική τους συνάφεια.
Σύμφωνα με την πρόταση του Genette στον «Μπολιβάρ» του Νίκου
Εγγονόπουλου παρακειμενικά στοιχεία, εκτός από τον τίτλο και τον υπότιτλο, είναι
τα δύο παραθέματα-προμετωπίδες που έχει τοποθετήσει ο ποιητής από την πρώτη
γραφή του ποιήματος, οι πίνακες και οι «Σημειώσεις» που ενέταξε στην έκδοση του
1962. Tο πρώτο παράθεμα γραμμένο με κεφαλαιογράμματη γραφή:
ΦAΣMA ΘHΣEΩΣ EN OΠΛOIΣ KAΘOPAN, ΠPO
AYTΩN EΠI TOYΣ BAPBAPOYΣ ΦEPOMENON
προέρχεται από τους «Bίους Παράλληλους» του Πλούταρχου,
βιβλίο, στο οποίο ο αρχαίος συγγραφέας παρουσιάζει παράλληλα τις μορφές του
Θησέα και του Ρωμύλου, των ηρώων και ιδρυτών της Αθήνας και της Ρώμης
αντίστοιχα.
Στο κεφ. 35 (ενότ. 8) διαβάζουμε αναπτυγμένο το απόσπασμα: «χρόνοις δ᾿ ὕστερον
Ἀθηναίους ἄλλα τε παρέστησαν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα, καί τῶν ἐν Μαραθῶνι πρός
Μήδους μαχομένων ἔδοξαν οὐκ ὀλίγοι φάσμα
Θησέως ἐν ὅπλοις καθορᾶν πρό αὐτῶν ἐπί τούς βαρβάρους φερόμενον». Παρόλο που ο Θησέας προς το τέλος της ζωής του είχε χάσει την εύνοια των
συμπολιτών του, ο ηρωισμός του και η αγάπη του για την Αθήνα και την ελευθερία
ήταν τόσο βαθιά ριζωμένα στις ψυχές των Αθηναίων, ώστε, όπως λέει ο Πλούταρχος:
«αρκετά χρόνια αργότερα κι άλλα παρακίνησαν τους Αθηναίους να τιμούν τον Θησέα ως
ήρωα, και το ό,τι σε αρκετούς από εκείνους που πολέμησαν στο Μαραθώνα ενάντια
στους Μήδους φάνηκε πως είδαν μπροστά τους το φάντασμα του Θησέα να
εφορμά με τα όπλα του εναντίον των εχθρών». Για τους Αθηναίους ο Θησέας προσδιόριζε
το πρότυπο του πολίτη, ήταν ο άριστος, ο καλύτερος των πολιτών, προικισμένος με
σωματική ρώμη και γενναιότητα, με τις αρετές της σοφίας, της ευσέβειας και της
δικαιοσύνης. Oι πράξεις του, πολιτικές και
πολεμικές, αντανακλούσαν στο σύνολό τους μια αρχετυπική, ηρωική προσωπικότητα, βαθιά
ριζωμένη στο συλλογικό φαντασιακό των συμπολιτών του από την περίοδο της κλασικής
αρχαιότητας μέχρι και τους ελληνιστικούς χρόνους.
Το δεύτερο παράθεμα είναι γραμμένο με
τύπους της αρχαίας (μεσαιωνικής) γαλλικής:
Le
cuer d’un home
vaut tout l’or
d’un païs
(η καρδιά ενός άνδρα αξίζει όλο το χρυσάφι του κόσμου)
Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για παραλλαγή στίχου από ιπποτικό γαλλικό τραγούδι
(chanson de geste) ανώνυμου ποιητή του Μεσαίωνα, που απαντά σε πολλές εκδοχές: «Lo cor d’un home vaut tot l’or d’un pais» ή «Li cuers d᾽un home vaut tot lor d᾽un païs». Ο Εγγονόπουλος στις «Σημειώσεις» του μας πληροφορεί
ότι «το ρητό προέρχεται από το βιβλίο του Gabriele d’Annunzio: «Le dit du Sourd et Muet qui fut Miracule en L’An de Grâce 1266» (Ρώμη 1936). Εκφράζει όμως την αμφιβολία του του αν πρόκειται για
φράση του ίδιου του ντ᾽ Αννούντσιο, καθώς, ενώ σημειώνεται με εισαγωγικά στο
κείμενο, δεν αναφέρεται η πηγή.
Κατά τη γνώμη μου, ο Εγγονόπουλος καταφεύγει συνειδητά στην εκδοχή της
δάνειας πηγής μέσα από το κείμενο του D’Annunzio, γιατί τον ενδιαφέρει ως προς τα κειμενικά της συμφραζόμενα (όχι τα
ιστορικά ή τα πολιτικά), αν πάρουμε υπόψη μας ότι ο τίτλος του βιβλίου συνοδεύεται
από την αφιέρωση: «Aux bons Chevaliers Latins de France et d’ Italie», ενώ ακριβώς από κάτω είναι
σχεδιασμένο ένα σπαθί, στην κορδέλα του οποίου είναι γραμμένη η φράση: «pour lealté maintenir» («Προς τους καλούς
Λατίνους Ιππότες της Γαλλίας και της Ιταλίας», «να διατηρήσουν την αφοσίωσή
τους»). Ο D’Annunzio επικαλείται το ιπποτικό
και ηρωικό πνεύμα των Ιταλών και των Γάλλων πατριωτών σε μια δεδομένη ιστορική
στιγμή με κριτήρια διαφορετικά από αυτά που θέτει ο Εγγονόπουλος την περίοδο
γραφής του «Μπολιβάρ».
Στον Εγγονόπουλο κατά τη γνώμη μου η φράση παρατίθεται
αποϊδεολογικοποιημένη ή τουλάχιστον ενταγμένη σε ένα διαφορετικό πλαίσιο γραφής
με κυρίαρχο κριτήριο την αυτοαναφορική δυναμική του ποιητικού λόγου. Προβληματίζει
πάντως το γεγονός ότι ο Εγγονόπουλος την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης
και σε ένα κείμενο μείζονος σημασίας, όπως ο «Μπολιβάρ», επιλέγει ένα παράθεμα
από βιβλίο του D’Annunzio, ενταγμένου μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα της ανόδου του φασισμού στην
Ευρώπη και της αποικιοκρατικής πολιτικής της Ιταλίας στην Αφρική. Νομίζω όμως
ότι η απάντηση βρίσκεται στην αναζήτηση της γενεαλογίας των επιρροών για την
κατασκευή του «ηρωικού προτύπου» και κυρίως των πιο πρόσφατων, αυτών που
προέρχονται από το χώρο της γερμανικής φιλοσοφίας (Νίτσε).
Παρακειμενικά
λειτουργεί και ο πίνακας με τίτλο «Ο Πλούταρχος», που ενέταξε ο ποιητής στην έκδοση
του 1962, μια σελίδα πριν την αρχή του κειμένου και πριν τα δύο παραθέματα. Κατά
τη γνώμη μου, οι νοηματικές συνδέσεις, που παράγει η μεταξύ τους σχέση, αποτελούν
μέρος του «ηρωικού» πλαισίου, πάνω στο οποίο υφαίνεται ο ποιητικός μύθος του «Μπολιβάρ».
Στον πίνακα παριστάνονται τρεις μορφές, μία αντρική και δύο γυναικείες, σε
εξωτερικό, αύλειο χώρο οικίας ή παλατιού. Η αντρική παριστάνεται ως αρχαίος
Έλληνας πολεμιστής σε όρθια στάση, με περικεφαλαία και κοντό ξίφος, σχεδόν
γυμνός με ριγμένο στην πλάτη μπλε χιτώνα και χειρονομιακή έκφραση συνομιλίας. Από
τις δύο γυναικείες η μια είναι όρθια, ενδεδυμένη με πορφυρό φόρεμα, που αφήνει
ακάλυπτο το μπροστινό μέρος του σώματος μέχρι την ηβική χώρα. Στα χέρια της
κρατάει δίσκο πάνω στον οποίο είναι τοποθετημένα στερεομετρικά όργανα εν είδει προσφοράς
σε φιλοξενούμενο πρόσωπο ή επισκέπτη. Η άλλη γυναικεία μορφή δείχνει καθισμένη
στο χώμα, ημίγυμνη και αυτή, με φόρεμα κιτρινοπράσινο και ίδιου χρώματος
καπέλο. Είναι σε στάση περισυλλογής, με γερμένη προς τα κάτω την κεφαλή, ενώ στο
δεξί χέρι με γάντι κόκκινου χρώματος κρατάει ένα διαβήτη και στο αριστερό με
γάντι μπλε χρώματος κρατάει ένα φλυτζάνι καφέ. Ο διαβήτης τέμνει οριζοντίως μια
υδρόγειο σφαίρα και η κίνηση του χεριού της παραπέμπει σε κίνηση μέτρησης ή
υπολογισμού ναυτικών αποστάσεων.
Στο κέντρο
δεσπόζει κλασικίζοντος ρυθμού πήλινη γλάστρα τοποθετημένη πάνω σε μαρμάρινη
βάση, στην οποία είναι φυτεμένη καρναβαλικής προέλευσης ξύλινη κατασκευή, σε
σχήμα ιστίου (ως κατάρτι πλοίου) γερμένου ελαφρώς προς τα αριστερά. Την αίσθηση
του ανέμου δίνουν και οι τέσσερις κορδέλες (δύο μπλε και δύο κόκκινες εναλλάξ)
στη θέση των πανιών. Στον τοίχο πίσω από την αντρική μορφή σε κάθετη διάταξη
και πάνω σε ξύλινη εξοχή είναι τοποθετημένες μια λάμπα πετρελαίου, η οποία στην
ποιητική των συμβόλων παραπέμπει στη γνώση και στο ερωτικό πάθος και ακριβώς
από κάτω, ως έτερο καρναβαλικό στοιχείο, μια αποκριάτικη μάσκα. Στη δεξιά
πλευρά της όρθιας γυναικείας μορφής είναι τοποθετημένη κυλινδρική γλάστρα, από
την οποία προβάλλει ένα ροζ τριαντάφυλλο. Η γλάστρα, με σχεδιαστική δομή παραδοσιακής
ναυτικής τροχαλίας, φέρει οριζόντια οπή, που διαπερνάται από κυλινδρικού
σχήματος αντικείμενο, πιθανόν παπύρου ή ξύλου, και είναι ένα από τα πιο μυστηριώδη
και γοητευτικά σύμβολα της αφήγησης, που συνδέει το ερωτικό με το μυθικό
στοιχείο.
Ο Εγγονόπουλος, κατά τη γνώμη μου, όταν δίνει στον
πίνακα τον τίτλο «Ο Πλούταρχος», παραπλανά. Ο πίνακας δεν αφηγείται κάποιο
στιγμιότυπο από τη ζωή του Πλούταρχου αλλά από τη ζωή του Θησέα, τον οποίο ο
αρχαίος συγγραφέας βιογραφεί στους «Βίους Παράλληλους». Ο Θησέας ενδιαφέρει τον
Εγγονόπουλο λόγω της προσωπικότητάς του,
της περιπετειώδους ζωής και των κατορθωμάτων του, αλλά και λόγω της σύνδεσής
του με τον Μινώταυρο, το πιο προσφιλές σύμβολο των υπερρεαλιστών. Ο Πλούταρχος στη δεύτερη ενότητα του έργου «Θησεύς» περιγράφοντας τις ομοιότητες της ζωής του Θησέα και του Ρωμύλου αναφέρει: 2.1 «ἐδόκει δ᾽ οὖν ὁ Θησεύς τῷ ῾Ρωμύλῳ κατά πολλάς ἐναρμόττειν ὁμοιότητας. ἄμφω μέν γάρ ἀνεγγύω καί σκοτείω γενόμενοι δόξαν ἔσχον ἐκ θεῶν γεγονέναι, ἄμφω δ᾽ αἰχμητά, τό γε δή καί ἴδμεν ἅπαντες, καί μετά τοῦ δυνατοῦ τό συνετόν ἔχοντες. πόλεων δέ τῶν ἐπιφανεστάτων ὁ μέν ἔκτισε τήν ῾Ρώμην, ὁ δέ συνῴκισε τάς ᾽Αθήνας. ἁρπαγή δέ γυνακῶν ἑκατέρῳ πρόσεστιν».
Η τελευταία παρατήρηση
για την αρπαγή γυναικών από τον Θησέα αποτελεί ίσως και το κυριότερο σημαίνον
του πίνακα. Οι γυναικείες μορφές παραπέμπουν σε μυθικές γυναίκες που συνδέονται
με την ερωτική ζωή του Θησέα, όπως της Αριάδνης, της Αμαζόνας Αντιόπης και της
βασίλισσας των Αμαζόνων Ιππολύτης ή της Ελένης του τρωικού πολέμου. Ο πίνακας
πιθανόν να αφηγείται το περιστατικό της αρπαγής της Ελένης από τον Θησέα ή ίσως
της Αριάδνης ή να συνδυάζει στοιχεία και από τους δύο μύθους.
Μια άλλη
διάσταση στην ανάγνωση του πίνακα δίνει και η «πιθανή» διαμεσολαβημένη του σχέση
από το γαλλικό παράθεμα του «Μπολιβάρ», όχι όμως στην αρχαϊκή του απόδοση αλλά
στη σύγχρονη γαλλική γλώσσα, όπως προκύπτει από τα κειμενικά δεδομένα μιας μεταγενέστερης πηγής, του «Μυθιστορήματος του
Τριστάνου και της Ιζόλδης» (Le Roman de Tristan et Iseut), μιας ανασύνθεσης του
λιμπρέτου της ομώνυμης όπερας του Βάγκνερ (1865), που επιχείρησε ο Γάλλος συγγραφέας Charles Marie Joseph Bédier το 1900. Σε μια αποστροφή του λόγου του προς τον Kaherdin, αδελφό της Ιζόλδης, ο Τριστάνος, λέει: «Frere, dit Tristan, on dit bien: «Le cœur d᾽un homme vaut tout l᾽or d᾽un pays». Πληροφορίες για την ανάγνωση του βιβλίου από τον Εγγονόπουλο δεν διαθέτουμε.
Οι ομοιότητες όμως ανάμεσα
στον αρχαιοελληνικό μύθο του Θησέα και το λαϊκό θρύλο του Τριστάνου στη
μεσαιωνική (R. Wagner) ή τη σύγχρονή του
εκδοχή (Bédier) κεντρίζουν το ενδιαφέρον και προκαλούν
αναπόφευκτες συσχετίσεις. Ο Θησέας, για παράδειγμα, σκοτώνει τον Μινώταυρο και απαλλάσσει
τους Αθηναίους από την υποχρέωση να στέλνουν κάθε εννέα χρόνια επτά νέους και
επτά νέες στην Κρήτη για να τους κατασπαράξει. Ο Τριστάνος σκοτώνει το μυθικό
τέρας της Ιρλανδίας, Morholt, και απαλλάσσει τους
κατοίκους της Κορνουάλης από την υποχρέωση να στέλνουν κάθε χρόνο τετρακόσιες
νέες προς βοράν του. Και οι δύο ήρωες συνδέονται με αρπαγή γυναικών, ο Θησέας
της Αριάδνης, της Ελένης, κ. ά. ο Τριστάνος συνδέεται με τον παράνομο έρωτά του
για την Ιζόλδη την Ξανθή, τη μέλλουσα σύζυγο του βασιλιά. Και των δύο η μοίρα
συνδέεται με ένα πλοίο που είχε σηκώσει μαύρα πανιά. Τεκμηρίωση επαρκής, που να
στηρίζει τη σύνδεση του γαλλικού παραθέματος από τον Εγγονόπουλο με το κείμενο του
Τριστάνου κατά την εκδοχή του Bédier, δεν υφίσταται, χωρίς όμως να αποκλείεται το ενδεχόμενο της συνειρμικής ή υποσυνείδητης επεξεργασίας
του μυθικού μοτίβου από τον Έλληνα υπερρεαλιστή ποιητή.
Τα «παρακείμενα», για να γίνει κατανοητός ο ρόλος τους μέσα στην οργανική
συγκρότηση του ποιήματος, πρέπει να συνδεθοΜε την τεχνική
της αναγωγής το ποιητικό Εγώ κατορθώνει να εισχωρήσει στην ποιητική αφήγηση και
να οικειοποιηθεί μέρος από τα χαρακτηριστικά των μυθικών του ηρώων. ύν με τις γενικότερες παραμέτρους (ατομικές, ιστορικές, λογοτεχνικές,
αισθητικές, ιδεολογικές, πολιτισμικές, πολιτικές) της περιόδου γραφής του. Αυτό
που ενδιαφέρει τον Εγγονόπουλο είναι η ανάδειξη του ηρωικού προτύπου, όπως αυτό
προβάλλει μέσα από τη μυθολογία της αρχαιότητας ή τις ιπποτικές μυθιστορίες του
μεσαιωνικού και αναγεννησιακού κόσμου, τις τόσο προσφιλείς του αναγνώσεις.
Πρόκειται για μια
επιλογή που επιτρέπει στο υποκείμενο να ανταποκριθεί στις προκλήσεις, που με διαφορετικό τρόπο εμφανίζονται κάθε φορά, όπως, για
παράδειγμα, την αναγκαστική παγίδευση του ήρωα στη γήινη γυναικεία
πραγματικότητα (πίνακας) ή την εχθρική αντιμετώπισή του από την εξουσία
(ποίημα). Οι πολλαπλές εικονοποιήσεις του ηρωικού προτύπου από τον Εγγονόπουλο και
η τελική αποτύπωσή τους στη μορφή του Μπολιβάρ είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς
και σχεδόν ιεροτελεστικής επεξεργασίας μυθικών μοτίβων με καταξιωμένη, όμως, «ιστορικότητα»
και ειδικό ηθικό βάρος.
Ο Μιχάλης Άνθης είναι δρ Φιλολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου