Μέσιασε ο
Οχτώβρης. Ήρθε η ώρα να μαζέψει τα πράγματά του ο ερημίτης. Να πορευθεί τους
δρόμους της ησυχίας μέχρι να ’ρθει πάλι η άνοιξη. Γιατί έτσι έχει μάθει. Σπορά
του χρόνου η ζωή του, τώρα πρέπει να γείρει στο κονάκι του. Να διαβάσει και να
μαγειρέψει γι’ αυτούς που αγαπά. Να ανάψει τα ξύλα στη μασίνα, εκεί όπου το απλό
φαγητό μελώνει και γίνεται ευλογία αισθήσεων. Να στρώσει τις κουβέρτες του και
ν’ ανάψει ένα φως απέξω, να το βλέπουν οι πεινασμένοι διαβάτες, οι ξένοι, οι
φυγάδες του πολέμου και της φρίκης. Να το βλέπουν και οι ναυτικοί και να μη
ξεγελιούνται τα βράδια, ειδικά όταν βρέχει, γιατί άγριος καιρός και δύσκολη
θάλασσα.
Ήρθε ο
καιρός του σκαλίσματος του ξύλου. Είχε μάθει τα χρόνια τα παλιά να σμιλεύει το
ξύλο, να του δίνει ζωή και πρόσωπο. Έρχεται ο χειμώνας που τον υποχρεώνει να
βάλει το μάλλινο ράσο, και ίσως να ξανακάνει την προσευχή του για τους
"αμαρτωλούς" του κόσμου. Να ζεσταίνει κρασί με κανέλα και να πίνει
λίγο πριν κοιμηθεί το βράδυ, λίγο πριν ακουστεί ο ήχος από το τελευταίο πλοίο
που περνά από το Σούνιο. Να κάνει το τελευταίο τσιγάρο, βλέποντας τις σκιές να
χορεύουν πάνω στα κύματα. Να ’χει τη φασολάδα με την πιπεριά στη μασίνα για ώρες·
να σιγοβράζει μαζί με λίγο χοιρινό από το καλό, και να νοιώθει τη μυρουδιά του
σέλινου να γίνεται τραγούδι, να γίνεται μελωδία, ζωής.
Αυτά
σκεφτόταν ο ερημίτης την ώρα που έβλεπε τον ήλιο να βυθίζεται μέσα στα νερά του
Αιγαίου και στο βάθος πέρα τα φώτα της αγαπημένης Αθήνας να φωτίζουν τους
μεγάλους δρόμους και να κρύβουν τις ασχήμιες της μέρας. Είδε να ’ρχεται ένα
νεαρό αγόρι προς το κονάκι του. Φαινόταν χαμένο και κουρασμένο. Είχε εκείνο το
κουρασμένο βλέμμα του διαβάτη χωρίς σκοπό, αυτό το βλέμμα το αναποφάσιστο, που
δεν ξέρει ποιον δρόμο ν’ ακολουθήσει.
Έλαμψε από
ελπίδα το βλέμμα του αγοριού σαν είδε το χέρι του ερημίτη να του γνέφει. Μπήκε
μέσα στο κονάκι και έκατσε χάμω να ξεκουραστεί. Άφησε το βαρύ σακίδιό του στην
άκρη και έστριψε ένα τσιγάρο. Τα χέρια του έτρεμαν, από κούραση άραγε ή από
άλλο τι, ο ερημίτης δεν έδωσε σημασία. Εκείνο που του έκανε εντύπωση ήταν το
βλέμμα της λύπης που είχε το αγόρι. Μιας λύπης που φάνταζε ανειρήνευτη. Του
έδειξε το μπάνιο κι ύστερα έστρωσε τραπέζι για να φάνε. Δεν είχε όρεξη για
κουβέντες ο ερημίτης. Το αγόρι, μετά το φαγητό, έβγαλε μια φυσαρμόνικα κι
άρχισε να παίζει ένα μελαγχολικό φάντο. Για την αγαπημένη σου, του είπε. Ο
ερημίτης χαμογέλασε. Δεν βλέπεις το ράσο μου; του είπε. Το ράσο το βλέπω, είπε
το αγόρι, αλλά βλέπω και τα μάτια σου.
Ο ερημίτης
άφησε το παιδί να ’χει τον τελευταίο λόγο. Άλλωστε δεν είχε να πει τίποτε.
Άγγελος Κυρίου, σκέφτηκε ο ερημίτης. Κάπως έτσι δεν εμφανίζονται οι άγγελοι του
Κυρίου; Σαν ταξιδιώτες, σαν περιπλανώμενοι. Α, όχι, δεν πάνε στην Ιερά μονή Πετράκη.
Εκεί υπάρχει πολύς θόρυβος και καθόλου ταπείνωση, σκέφτηκε. Τι να κάνουν οι
άγγελοι εκεί; Ξανακοίταξε το αγόρι με προσοχή και είδε ότι ήταν ξανθό και στο
πρόσωπο κάποιον άλλον του θύμιζε. Έχεις μεγαλύτερη αδελφή ή αδελφό; τον ρώτησε.
Εγώ είμαι και ο αδελφός μου και η αδελφή μου, απάντησε το αγόρι.
Η νύχτα ήταν
περασμένη και ο ερημίτης κοίταξε κατά τον πολικό αστέρα. Ένα χέρι τον αγκάλιασε
από τον ώμο και γύρισε και είδε το αγόρι να του χαμογελά. Ξέρεις, του είπε,
ξέρεις τι συμβαίνει.
Στις 12 του
Οκτώβρη, σκέφτηκε ο ερημίτης, πριν από χρόνια, είχε κοντέψει να χάσει την ζωή
του σ' ένα τροχαίο. Τότε, ένα βλέμμα τον κράτησε όρθιο. Έκανε το σταυρό του
φίλησε το αγόρι στο μέτωπο και μπήκε στο κονάκι, όπου άρχισε να παίζει το
κεχριμπαρένιο κομπολόι που είχε πάρει εδώ και χρόνια την θέση του
κομποσχοινιού. Αύριο είναι μια άλλη μέρα, είπε.
Έργο της Ειρήνης Μίγα |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου