16/10/16

Κυρίαρχα αφηγήματα της μεθοριακότητας

ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ

Άποψη της έκθεσης, έργο του Ορέστη Μαυρουδή


ARNOLD VAN GENNEP, Τελετουργίες Διάβασης. Συστηματική Μελέτη των Τελετών. Εισαγωγή –μετάφραση – Σχόλια Θεόδωρος Παραδέλλης, Εκδόσεις Ηριδανός, 2016

Όπως αναφέρει ο Παραδέλλης στην εισαγωγή του, στην πρώτη έκδοση του 1909, ο πλήρης υπότιτλος του βιβλίου, είναι, «Συστηματική μελέτη των τελετών της θύρας και του κατωφλιού, της φιλοξενίας, της υιοθεσίας, της εγκυμοσύνης και του τοκετού, της γέννησης, της παιδικής ηλικίας, της εφηβείας, της μύησης, της χειροτονίας, της στέψης, του αρραβώνα, του γάμου, της κηδείας, των εποχών κλπ» (σ. 21). Στις τελετουργίες διάβασης, λοιπόν, ο van Gennep συμπεριλαμβάνει «όλες τις τελετουργικές ακολουθίες που συνοδεύουν το πέρασμα από μια κατάσταση στην άλλη και από μια σφαίρα (κοινωνική ή κοσμική) στην άλλη» (σ. 54).
Στην περίπτωση τελετουργιών που αφορούν την είσοδο στο και την έξοδο από σπίτια, χωριά, οικείες ή ξένες χώρες, τη διάβαση χώρων μέσω κατωφλιών ή θυρών και τη διάνυση αποστάσεων, τα όρια που διασχίζονται είναι χωρικά και υλικά. Ωστόσο, ακόμα και οι τελετουργίες που αφορούν το πέρασμα των εποχών, τη μετάβαση από μια κοινωνική κατηγορία σε μιαν άλλη ή από τη ζωή στο θάνατο, ακολουθούν το σχήμα της αναχώρησης από ένα χώρο, της προσωρινής παραμονής σε ένα μεταβατικό ή ενδιάμεσο άλλο και της ενσωμάτωσης σε ένα νέο χώρο.
Οι διαβατήριες τελετουργίες, λοιπόν, υποδιαιρούνται σε τελετουργίες αποχωρισμού, μεθοριακές τελετουργίες [ή μετάβασης] και τελετουργίες ενσωμάτωσης» (σ. 54, η έμφαση στο πρωτότυπο). Τα επιμέρους είδη διαβατήριων τελετών δεν στοιχειοθετούν πάντοτε μια ενιαία ακολουθία, ούτε αναπτύσσονται πάντοτε στον ίδιο βαθμό. Ωστόσο, κατά τον van Gennep, οι τελετουργίες διάβασης αποτελούν ένα οικουμενικό φαινόμενο το φάσμα του οποίου είναι ευρύτατο. Παρότι τα εθνογραφικά δεδομένα στα οποία βασίζονται οι Τελετουργίες Διάβασης αφορούν κυρίως τους «ημιπολιτισμένους λαούς», ο ίδιος θεωρεί ότι στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται σύγχρονες εκδοχές πρακτικών, όπως η διάβαση συνόρων, ο γάμος, ή η φιλοξενία.

Εκ πρώτης όψεως η θεώρηση του van Gennep φαίνεται κοινότοπη και ταυτολογική: τελετές διάβασης είναι αυτές που συνοδεύουν διαβάσεις – μεταφορικές και κυριολεκτικές. Ωστόσο, η εντύπωση αυτή αλλάζει αν λάβουμε υπόψη ότι η έννοια της τελετουργίας διάβασης συνιστά μια ταξινομική κατηγορία και ότι τα κριτήρια με βάση τα οποία κάποια στοιχεία ομαδοποιούνται και εντάσσονται στην ίδια κατηγορία δεν είναι ποτέ αυτονόητα. Ο διαβατήριος χαρακτήρας των τελετουργιών στις οποίες αναφέρεται ο van Gennep δεν είναι απόλυτος, εγγενής ή προφανής, αλλά προκύπτει εφόσον οι τελετουργίες ερμηνευτούν με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
Έτσι, η πεπλοφορία μετράει ως τελετή διάβασης εφόσον κανείς θεωρήσει την όραση ως μορφή επαφής, όπως ο van Gennep αναφέρει ότι κάνουν οι Βεδουίνοι, η κτηνοβασία εντάσσεται στην κατηγορία αυτή εφόσον αποτελεί μέρος μιας μύησης ή προετοιμασία για τη συνουσία ενός άντρα που επιστρέφει από μακριά με τη γυναίκα του και οι καθημερινοί μας χαιρετισμοί γίνονται διαβατήριοι εφόσον οι συναντήσεις, την αρχή και το τέλος των οποίων συνιστούν, θεωρηθούν προσωρινές, έστω, συνενώσεις.
Η κατηγορία των διαβατήριων τελετών διευρύνεται διαρκώς εφόσον κάποιος μπορεί να εντάξει σε αυτήν πρακτικές και περιστάσεις που ποτέ δεν είχε σκεφτεί με τέτοιους όρους. Ακόμα και η ίδια η διαδικασία της ταξινόμησης μπορεί να θεωρηθεί διαβατήρια, στο μέτρο που συνιστά τη μετακίνηση των στοιχείων στα οποία αναφέρεται από μια κατηγορία σε μιαν άλλη. Το κρίσιμο ερώτημα, βέβαια, είναι τι κερδίζει κάποιος από μια τέτοια θεώρηση. Νομίζω ότι αυτό που κερδίζει είναι η δυνατότητα μιας κριτικής απόστασης από τον κοινό τόπο σύμφωνα με τον οποίο η έννοια της ταξινόμησης παραπέμπει στην αυτονόητη αξία μιας γραφειοκρατικού τύπου ευταξίας και σε κουτάκια που διευκολύνουν κάνουν τη χρήση των πραγμάτων που βάζουμε σ’ αυτά.
Είναι αλήθεια ότι εκ πρώτης όψεως, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, «Η ταξινόμηση των τελετουργιών», ο van Gennep μοιάζει να τακτοποιεί τις τελετουργίες σε κατηγορίες που μοιάζουν με κουτάκια. Καταρχήν ο συγγραφέας διαφοροποιεί τις τελετές που έχουν μια ανιμιστική βάση από εκείνες που επικαλούνται μια ανώτερη, απρόσωπη δύναμη. Στη συνέχεια επισημαίνει ότι οι τελετουργίες που εντάσσονται σε κάθε μια από τις παραπάνω κατηγορίες διαιρούνται σε «συμπαθητικές», που βασίζονται στην ομοιοπάθεια, και σε «μεταδοτικές», που βασίζονται στην εξ επαφής ή αποστάσεως μεταβίβαση ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών. Τέλος, προσθέτει ότι όλες οι τελετουργίες μπορούν να ταξινομηθούν με κριτήριο το αν οι πράξεις στις οποίες συνίστανται, είναι θετικές ή αρνητικές (ταμπού) και το αν επενεργούν άμεσα, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κατάρας, ή με τη βοήθεια κάποιου αυτόνομου φορέα δράσης.
Ωστόσο, o van Gennep τονίζει ότι οι κατηγορίες στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί μια τελετουργία είναι πολλαπλές, ότι τελετουργίες που σύμφωνα με κάποια κριτήρια μοιάζουν, διαφέρουν μεταξύ τους όταν ιδωθούν από τη σκοπιά άλλων κριτηρίων και ότι συχνά τελετές διάβασης ενσωματώνουν τελετές που μπορούν να ταξινομηθούν σε άλλες κατηγορίες (για παράδειγμα, γονιμικές, αποτροπαϊκές, ιλαστήριες κλπ) και ενσωματώνονται από αυτές. Πιστεύω οι παρατηρήσεις αυτές μαρτυρούν την επίγνωση του συγγραφέα ότι το ταξινομικό σχήμα που προτείνει αδυνατεί να εκπληρώσει το σκοπό του. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, η παρακάτω πρόταση είναι η σημαντικότερη του κεφαλαίου και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες του βιβλίου: «Καθώς έχουμε να κάνουμε με δραστηριότητες, δεν διατείνομαι ότι μπορώ να φθάσω σε μια αυστηρή ταξινόμηση…» (σ. 55, έμφαση δική μου).
Οι τελετουργίες, λοιπόν, δεν αποτελούν εργαλεία πειθάρχησης και συμμόρφωσης του κόσμου σε κάποια πρότυπα ευταξίας, αλλά συνεκδοχές της ζωής, που όπως λέει και το τραγούδι είναι πέρασμα· μπαίνουμε από μια πόρτα το πρωί, σεργιανάμε για λίγο και, «μέχρι να ρθει το δειλινό», έχουμε βγει από την άλλη πόρτα. Ακόμα, οι τελετουργίες εκτυλίσσονται σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται διαρκώς: «[ο]ύτε το άτομο, ούτε η κοινωνία είναι ανεξάρτητη από τη φύση, το σύμπαν, καθώς και αυτό υπόκειται σε περιοδικότητες που έχουν επιπτώσεις πάνω στην ανθρώπινη ζωή» (σ. 46).
Αντίστοιχα, για τον van Gennep, «[α]υτό που χαρακτηρίζει το ιερό είναι η εναλλαγή του» (σ.56). Σχετική και συσχετική, η έννοια του ιερού δεν αναφέρεται σε κάποιες απόλυτες ιδιότητες ή χαρακτηριστικά, αλλά σε μια αξία η ανάδυση της οποίας εξαρτάται από τα συμφραζόμενα. Έτσι, ο κοσμικός ή ιερός χαρακτήρας χώρων και καταστάσεων είναι συνάρτηση της κίνησης των ανθρώπινων και άλλων οντοτήτων που μπαινοβγαίνουν εκεί και, αντίστροφα, οι οντότητες αυτές γίνονται ή παύουν να είναι ιερές καθώς αλλάζουν τόπο, θέση ή κατάσταση. Ρευστά επίσης είναι τα όρια ανάμεσα στη θρησκεία και τη μαγεία, το παρελθόν και από το παρόν και τους μοντέρνους αναγνώστες του βιβλίου από τους «ημιπολιτισμένους λαούς» στους οποίους αυτό αναφέρεται.
Όσο ζούσε, ο van Gennep δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως μεγάλος θεωρητικός, ιδρυτής ή επιφανής εκπρόσωπος κάποιας «μεγάλης σχολής», αλλά, κατά την εύστοχη φράση του Παραδέλλη, παρέμεινε «μοναχικός διαβάτης». Κατά τη γνώμη μου, η πρωτοτυπία και η ζωντάνια της σκέψης του οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην απόστασή του από το ακαδημαϊκό κατεστημένο και τις κυρίαρχες ιδέες της εποχής του. Όπως αναφέρει ο Θεόδωρος Παραδέλλης, ο van Gennep αποκλείστηκε σχεδόν ολοσχερώς από τη γαλλική ακαδημαϊκή σκηνή εξαιτίας της σαφούς διαφοροποίησής του από τη σχολή του Emil Durkheim και της κριτικής που επανειλημμένα άσκησε στην ορθοδοξία που εκείνη αντιπροσώπευε. Ενώ οι εκπρόσωποι της σχολής αυτής προσέγγιζαν το άτομο ως ηθικό και νομικό πρόσωπο, δηλαδή ως κλάσμα της κοινωνίας, ο van Gennep το προσέγγισε ως ζων, εύθραυστο και διαρκώς μετακινούμενο και μεταβαλλόμενο ενσώματο υποκείμενο. Ενώ η ντυρκεμική σχολή επικεντρώθηκε στη μελέτη «κοινωνικών γεγονότων», ως μηχανισμών μέσω των οποίων η κοινωνία ασκεί έλεγχο στα άτομα, εκείνος μίλησε για γεγονότα που βρίσκονται διαρκώς εν εξελίξει και τα οποία αντιστέκονται σε σχηματικές και απόλυτες ταξινομήσεις. Τέλος, ενώ από τη σκοπιά της σχολής αυτής οι τελετουργίες συνιστούν αναπαραστάσεις της κοινωνίας, για τον van Gennep πρόκειται για διαδικασίες μέσω των οποίων οι κοινωνίες συγκροτούνται· έτσι, οι τελετουργίες διάβασης δεν αναπαριστούν, συμβολίζουν ή επικυρώνουν διαβάσεις, αλλά τις επιτελούν.
Ο Παραδέλλης σημειώνει ότι, αν και η βιβλιοκρισία που έγραψε ο Marcel Mauss για τις Τελετουργίες Διάβασης δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης, η επιρροή που ο ίδιος τελικά δέχτηκε από τον Van Gennep αποτυπώνεται στις μεταγενέστερες προσπάθειές του να συνενώσει την κοινωνική, την ψυχική και τη βιολογική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και στην αναγωγή του κοινωνικού δεσμού στις διαδικασίες της ανταλλαγής – ζήτημα το οποίο θίγεται στις Τελετουργίες Διάβασης: «η [τελετουργική] κυκλοφορία αντικειμένων μεταξύ των μελών μιας ομάδας δημιουργεί ένα σταθερό κοινωνικό δεσμό μεταξύ των ατόμων, αντίστοιχο με την ‘κοινωνία’» (σ.79). Για τον van Gennep, η έννοια της κοινωνίας αντιστοιχούσε περισσότερο σε μια διαδικασία που αποδίδεται καλύτερα με ρήματα, παρά σε ένα αντικείμενο που περιγράφεται με ουσιαστικά. Σήμερα η μεταδομιστική αυτή προσέγγιση είναι κυρίαρχη. Το έργο του van Gennep αποτελεί, λοιπόν, ένα πρίσμα μέσα από οποίο η πρωτοτυπία της σκέψης μεταγενέστερων ανθρωπολόγων, οι οποίοι προσέγγισαν την κοινωνία από τη σκοπιά της δράσης σχετικοποιείται Αντίστροφα, μεταγενέστερα έργα γίνονται πρίσματα μέσα από τα οποία η σκέψη του van Gennep γίνεται επίκαιρη[i].
Όπως επίσης επισημαίνει ο Παραδέλλης, ο ανθρωπολόγος που κατεξοχήν επηρεάστηκε από τις Τελετουργίες Διάβασης ήταν o Victor Turner, ο οποίος και χαρακτήρισε τον van Gennep «πατέρα της διαδικαστικής ανάλυσης». Η επιτελεστική θεώρηση του Turner, δηλαδή η προσέγγιση της κοινωνίας ως εν εξελίξει δράματος βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις Τελετουργίες Διάβασης[ii]. Ο ίδιος αρχικά επικέντρωσε την προσοχή του στη μεθοριακή, δηλαδή την ενδιάμεση φάση την οποία διανύουν τα υποκείμενα των διαβατηρίων τελετών αφού αποχωριστούν ένα τόπο ή μια κατάσταση και πριν ενσωματωθούν σε μια νέα συνθήκη. Αργότερα, ωστόσο, ο Turner, επαναπροσδιόρισε τη μεθοριακότητα ως έννοια που δεν αναφέρεται μόνο σε διαβατήριες διαδικασίες, αλλά και σε οποιαδήποτε περίσταση υπερβαίνει τα όρια της τάξης και σειράς που διέπει τις καθιερωμένες κοινωνικές σχέσεις και διαδικασίες. Από τους πιο πολυδιαβασμένους ανθρωπολόγους, oΤurner συνέβαλε στην εγγραφή της μεθοριακότητας στο εννοιολογικό ρεπερτόριο όχι μόνον των κοινωνικών επιστημών, αλλά και κλάδων όπως η ψυχολογία, η θεατρολογία και οι τουριστικές σπουδές.
Οπωσδήποτε, ο van Gennep δεν έγραψε τις Τελετουργίες Διάβασης για να λύσει τα προβλήματα των καιρών του, πόσο μάλλον για να βοηθήσει εμάς να αντιμετωπίσουμε τα δικά μας. Ωστόσο, το βιβλίο μπορεί ίσως να συμβάλλει στον προβληματισμό γύρω από ορισμένα κυρίαρχα αφηγήματα που αναδεικνύουν τη μεθοριακότητα σε συστατικό στοιχείο της εποχής μας[iii]. Τέτοιο είναι το αφήγημα σύμφωνα με το οποίο οι πρόσφυγες και οι μετανάστες των hot spots και των κέντρων κράτησης βρίσκονται σε μια διαβατήρια διαδικασία μέρος της οποίας είναι το πέρασμα από μια μεθοριακή, δηλαδή ενδιάμεση και μεταβατική κατάσταση. To αφήγημα αυτό απομακρύνει τη σκέψη από την ενδεχόμενη μονιμότητα της κατάστασης των προσφύγων και των μεταναστών, όπως η χρήση της λέξης «κρίση» απομακρύνει τη σκέψη από την ενδεχόμενη μονιμότητα των καταστάσεων στις οποίες η λέξη αναφέρεται. Αντίστροφα, στο πλαίσιο άλλων αφηγημάτων, η μεθοριακότητα αναδεικνύεται σε αυτοσκοπό καθώς και σε δυνάμει μόνιμη κατάσταση. Έτσι, η επανάπαυση του νου απαξιώνεται εν ονόματι της επινόησης νέων και πρωτότυπων προϊόντων και ολοένα ανατρεπτικότερων ιδεών, η απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων που ίσως οδηγήσουν σε μια προσωρινή θέση εργασίας παρουσιάζεται ως δια βίου πρόκληση, η νεότητα εμφανίζεται ως δικαίωμα ή καθήκον πίσω από το οποίο μπορεί κανείς να τρέχει για πάντα, και στο μέτρο που «όλα είναι δρόμος», η διαρκής αναζήτηση νέων εμπειριών φαίνεται μονόδρομος. Κατά τον van Gennep, πάντως, ο μεθοριακός χαρακτήρας μιας κατάστασης εξαρτάται από τη θέση της σε μια ακολουθία η οποία ξεκινάει με την αποστασιοποίηση από μια πρότερη κατάσταση και τελειώνει με την ενσωμάτωση σε μια νέα. Από την άποψη αυτή τα παραπάνω αφηγήματα δεν εξηγούν τις καταστάσεις στις οποίες αναφέρονται, αλλά μας καθησυχάζουν ότι κάποια δύσκολα οπωσδήποτε θα τελειώσουν και ταυτόχρονα μας διευκολύνουν να πιστεύουμε ότι η δυνατότητα να υπερβαίνει κανείς φραγμούς και όρια είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή.

 Η Αλεξάνδρα Μπακαλάκη διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης

[i] Για να μείνω σε ανθρωπολογικά βιβλία που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, στα έργα αυτά θεωρώ ότι ανήκουν τα δοκίμια του Pierre Bourdieu, «Ο δαίμων της αναλογίας» και «Η κατοικία ή ο κόσμος αντεστραμμένος», που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Η Αίσθηση της Πρακτικής, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια το 2006, σε μετάφραση του Θεόδωρου Παραδέλλη και με επίμετρο του Κανάκη Λελεδάκη καθώς και το βιβλίο του Tim Ingold, H Αντίληψη του Περιβάλλοντος, που κυκλοφόρησε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το 2016 σε μετάφραση της Αγγελικής Βρεττού, επιμέλεια του Στράτου Νανόγλου και πρόλογο δικό μου.
[ii] Το μοναδικό βιβλίο του Turner που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά είναι το Από την Τελετουργία στο Θέατρο, που κυκλοφόρησε το 2015 από τις Εκδόσεις Ηριδανός σε μετάφραση και με εισαγωγή του Φώτη Τερζάκη.
[iii]Οι παρακάτω παρατηρήσεις οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο ωραίο βιβλίο του Bjørn Thomassen, Liminality and the Modern. Living Through the In-Between [Mεθοριακότητα και το Μοντέρνο: Επιβιώνοντας Ανάμεσα] που κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Ashgate.

Δεν υπάρχουν σχόλια: