ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ
ΜΕΡΤΙΚΑ
. Χρήστος Βενέτης, Operation mincemeat asides, 2015, απόσπασμα εγκατάστασης |
Ο Φραντς Νόυμαν
(Franz Neumann, 1900-1954) είναι μία βαρύνουσα φυσιογνωμία πολιτικού επιστήμονα
και συνάμα στρατευμένου, αριστερού διανοούμενου. Συμμετείχε στη γερμανική
επανάσταση του 1918, και ήταν δραστήριο μέλος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού
κόμματος (SPD)
στα κρίσιμα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τόσο ως νεολαίος ακτιβιστής
όσο και ως νομικός υποστηρικτής των συνδικάτων, της εργατικής πτέρυγας του
σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Με την άνοδο των ναζί στην εξουσία θα
μεταναστεύσει στη Βρετανία όπου θα συνεχίσει τις σπουδές του με τον H. Laski
και τον Καρλ Μάνχαϊμ, για να μεταβεί κατόπιν στις ΗΠΑ. Εκεί θα συνεργαστεί για
ένα διάστημα με τον κύκλο της λεγόμενης «σχολής της Φραγκφούρτης» και θα
συγγράψει το μείζον έργο του Βέεμωθ,
μία κοινωνιολογική ανάλυση του ναζιστικού καθεστώτος, η οποία ακόμη και σήμερα
εντυπωσιάζει με τον ογκώδη εμπειρικό και θεωρητικό πλούτο της.
Η βασική θέση
της ανάλυσής του για τον ναζισμό, ότι πρόκειται για κατάληψη του κράτους από ιδιωτικά
συμφέροντα, θα γεννήσει μία μακρά συζήτηση γύρω από τον κρατικό καπιταλισμό και
θα τον φέρει σε αντιπαράθεση με τον στενό κύκλο της «σχολής της Φραγκφούρτης». Παράλληλα,
όμως, η εντυπωσιακή αυτή μελέτη θα του ανοίξει τον δρόμο για συνεργασία με το
αμερικανικό γραφείο στρατηγικών υπηρεσιών (ΟSS), και μαζί με τους Ότο Κίρχαϊμερ
(Otto
Kirchheimer)
και Χέρμπερτ Μαρκούζε θα εκπονήσουν μια σειρά αναλύσεων για τη ναζιστική
Γερμανία. Αυτή την περίοδο θα κερδίσει και τα «εύσημα» που αναλογούν σε
αρκετούς από τους διανοούμενους της εποχής: θα καταγραφεί ως κατάσκοπος των
Ρώσων, μια και είχε δεχτεί να τους μεταβιβάζει μέσω στενών φίλων του στοιχεία
και αναλύσεις για τη ναζιστική Γερμανία. Η σχέση αυτή φαίνεται να διήρκεσε
μέχρι και την περίοδο των δικών της Νυρεμβέργης, στις οποίες παρενέβη δραστήρια
κατά τη σύνταξη του κατηγορητήριου.
Από το 1944 και
μετά είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κολούμπια, χωρίς να παραμερίζει το
ενδιαφέρον του για τις εξελίξεις στην Ευρώπη και ειδικότερα για την αποναζιστικοποίηση
στη Γερμανία. Με την έναρξη του ψυχρού πολέμου θα πάρει αποστάσεις από τον
σοβιετικό μαρξισμό και την ΕΣΣΔ. Έτσι, η μεταπολεμική θεωρητική δραστηριότητά του
επικεντρώνεται στην ανάπτυξη μιας σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας και πράξης, που
διαχωρίζεται με σαφήνεια από την κομμουνιστική θεωρία και πρακτική της ΕΣΣΔ. Οι
μελέτες αυτής της περιόδου, μέχρι τον θάνατό του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα
στη Σουηδία, δημοσιεύτηκαν με τη φροντίδα του Χ. Μαρκούζε σε έναν τόμο με τίτλο
Το δημοκρατικό και το αυταρχικό κράτος.
***
Ένα ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό της μεθόδου του Νόυμαν είναι να ανακαλύπτει τις παρεκκλίσεις από
τον γενικό κανόνα, τις εξαιρέσεις από κάποιον ιδεατό τύπο. Παράλληλα, τηρεί τις
αποστάσεις από οποιαδήποτε προσπάθεια ιδεολογικής εκλογίκευσης των προσωπικών
επιλογών του. Αυτό ανάγεται στην προγραμματική του θεώρηση που συσχετίζει τους
θεωρητικούς τύπους με την εμπειρική κοινωνιολογική έρευνα, συνδυάζοντας έτσι
τις θεμελιώδεις ανακαλύψεις της μαρξικής μεθόδου με την κοινωνιολογία του
Βέμπερ. Από τα πρώτα συγγράμματά του ίσαμε τις τελευταίες μελέτες του, δεν θα
διστάσει να παρουσιάσει τις αδιέξοδες, θα λέγαμε, αντιφάσεις της δημοκρατικής
θεωρίας και πράξης που έχουν ως αποτέλεσμα αυταρχικές πολιτικές λύσεις.
Ακριβέστερα, αυτές οι μελέτες αποτελούν
συνέχεια των αναλύσεων του Βέεμωθ,
αφού οι σύνθετες βιομηχανικές κοινωνίες, οι μαζικές κοινωνίες τις οποίες
εξετάζει, αντιμετώπισαν κι αντιμετωπίζουν τα ίδια πολιτικά και κοινωνικά
προβλήματα ή ζητήματα με τη Γερμανία της Βαϊμάρης, που είχαν ως ενάλλαγμα της
δημοκρατίας τον ναζισμό. Σε μια εποχή κατά την οποία, όπως λέει ο Νόυμαν, οι
πάντες επικαλούνται τη δημοκρατία για να νομιμοποιήσουν την κάθε λογής
αυταρχική ή ολοκληρωτική εξουσία, γίνεται φανερό ότι τα όρια της δημοκρατίας
έχουν γίνει πολύ ελαστικά. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία, είτε λειτουργεί
κανονικά είτε εξαμβλωματικά, μπορεί εύκολα να εκπέσει σε αυταρχικό καθεστώς ή σε
κάποιου τύπου δικτατορία. Η διάχυση της εξουσίας με τον διαχωρισμό των
εξουσιών, την οποία επικαλείται ο φιλελευθερισμός, δεν σημαίνει και περισσότερη
δημοκρατία, εφόσον το ζήτημα είναι ποιες κοινωνικές δυνάμεις ελέγχουν τις
επιμέρους ή ενδιάμεσες εξουσίες ή, στη γλώσσα του Νόυμαν, ποιος κατέχει την
κοινωνική εξουσία. Έτσι, η ανάλυσή του για τον φεντεραλισμό καταλήγει αβίαστα
στο συμπέρασμα ότι, ανεξάρτητα από ιδεώδεις τύπους, οι υπαρκτές ομοσπονδίες
αποκλίνουν τα μέγιστα από τις προσδοκίες των δημοκρατών ιδρυτών τους. Αποφάσεις
της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης όπως μέτρα πρόνοιας, ελάχιστοι μισθοί,
κ.λπ., μπορεί κάλλιστα να παρεμποδιστούν από ισχυρά ιδιωτικά συμφέροντα τα
οποία ασκούν επιρροή στις ομόσπονδες πολιτείες. Και αντιστρόφως: οικονομικά αδύναμες
πολιτείες (ή κράτη μιας ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας) ενδέχεται να πληγούν από
αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης σε μεγαλύτερη έκταση απ’ όσο οι οικονομικά ισχυρότερες.
Η συσχέτιση των
πολιτευμάτων με κοινωνικές δυνάμεις κι ένας σκεπτικισμός για τις προσδοκίες από
τούτα δεν σταματά εδώ. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την
εμπειρία από το παράδειγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπου το ζήτημα μιας
ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας σε σχέση με τη νομοθετική έχει υπαρξιακή διάσταση
για την ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία και το κράτος δικαίου: Οι έκτακτες
εξουσίες του προέδρου της δημοκρατίας (το περίφημο άρθρο 48), που υποτίθεται ότι
του έδιναν τη δυνατότητα να αποτρέψει ή να επιτρέψει την άνοδο των ναζί στην
εξουσία, φανερώνουν ότι το ποιος ήταν ο εχθρός της δημοκρατίας ήταν ένα ζήτημα
απόφασης, ένα ζήτημα στράτευσης που σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει την
κανονικότητα, τη νομική αρμοδιότητα του κράτους δικαίου. Όπως επισημαίνει ο Νόυμαν
στη μελέτη του για τη δικτατορία, συμφωνώντας σε αυτό το σημείο με τον Καρλ
Σμιτ, οι ακραίες καταστάσεις που ξεφεύγουν από τον κανόνα, όπως η κατάσταση
έκτακτης ανάγκης, αποκαλύπτουν πού εδράζεται πραγματικά η εξουσία, ποιος είναι ο κυρίαρχος που αποφασίζει.
Οι έκτακτες
εξουσίες του προέδρου, της εκτελεστικής εξουσίας, εις βάρος της νομοθετικής,
μας οδηγούν στο μείζον ζήτημα που θέτει ο Νόυμαν στη μελέτη του για τη
δικτατορία: ποιο είναι το πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο ενός δικτατορικού
καθεστώτος. Η απάντησή του δεν είναι μια ιδεολογική και άκριτη απόρριψη της δικτατορίας,
όπως αποδεικνύει η ιστορική ανασκόπησή του και τα συμπεράσματά του από τούτη.
Εδώ, ενδεικτικά αναφερόμαστε στην ανάλυση της «δικτατορίας» του Πεισίστρατου, η
οποία έφερε αποφασιστικές αλλαγές στην κοινωνική δομή των Αθηνών και, όπως επιχειρηματολογεί
ο Νόυμαν, άνοιξε τον δρόμο στην περίφημη αθηναϊκή δημοκρατία. Ωστόσο, ως προς
αυτό το ζήτημα είναι άξιον απορίας γιατί απορρίπτει ευθύς εξ αρχής τη μελέτη
του Καρλ Σμιτ για τη δικτατορία (βλ. σημ. 1 του εν λόγω κειμένου).
Ο Σμιτ διέκρινε
δύο τύπους δικτατοριών: τη δικτατορία των κομισάριων, των επιτρόπων, και την
κυρίαρχη δικτατορία.[i] Η
δικτατορία των κομισάριων αναφέρεται ακριβώς στη ρωμαϊκή δικτατορία την οποία
εξετάζει ο Νόυμαν και, στη μοντέρνα εκδοχή της, σχετίζεται με τις έκτακτες
εξουσίες ενός προέδρου μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Πρόκειται για μια
δικτατορία η οποία δεν ανατρέπει το status quo, αλλά αντιθέτως έρχεται να το
αποκαταστήσει όποτε αυτό κινδυνεύει. Προεδρικά διατάγματα, πράξεις νομοθετικού
περιεχομένου, κατάσταση πολιορκίας ή έκτακτης ανάγκης είναι εργαλεία που
υπερβαίνουν την κανονικότητα μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τον
κοινοβουλευτικό διάλογο δυνάμει του οποίου υποτίθεται ότι λαμβάνονται οι
αποφάσεις, και ανατρέχουν στο αρχέτυπο του Ρωμαίου δικτάτορα με έκτακτες
εξουσίες περιορισμένης διάρκειας. Από την άλλη πλευρά, η κυρίαρχη δικτατορία αφορά
επαναστατικά καθεστώτα, τα οποία ανατρέπουν το status quo. Τέτοιας λογής
παραδείγματα αντλεί και πάλι ο Νόυμαν τόσο από την αρχαιότητα (Άγις, Κλεομένης)
μα και από τις μοντέρνες επαναστάσεις (Ροβεσπιέρος, Λένιν). Εδώ έχουμε
κοινωνικές ανατροπές που στηρίζονται στην κυρίαρχη εξουσία επαναστατικών
συνομαδώσεων. Η κυρίαρχη δικτατορία διαθέτει συντακτική εξουσία σε αντίθεση με
τη συντεταγμένη εξουσία, τη νομιμότητα την οποία προασπίζεται μια δικτατορία
κομισάριων. Η συντακτική εξουσία δημιουργεί μια νέα νομιμότητα, μια νέα συνταγματική
τάξη, που νομιμοποιείται από τον νέο κυρίαρχο (λαό). Και εάν θα θέλαμε να τη
διαχωρίσουμε από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης μιας δικτατορίας κομισάριων, θα
λέγαμε ότι πρόκειται για μια κατάσταση
εξαίρεσης, για μια ανατροπή του πολιτειακού καθεστώτος, του status quo.
***
Αυτές οι
επισημάνσεις οδηγούν στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας και στη συνάφειά της με
την κοινωνική. Ο Νόυμαν ορίζει την πολιτική εξουσία ως κοινωνική εξουσία που
εδράζεται στο κράτος. Κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι κάποια κοινωνική
ομάδα, η οποία μπορεί και παρουσιάζει τα ιδιαίτερα συμφέροντά της ως καθολικά,
αποκτά τον έλεγχο του κράτους και τον έλεγχο της κοινωνίας συνολικά. Αυτός ο
«παλιομοδίτικος» ορισμός με μαρξιστικό άρωμα στον Νόυμαν εμπλουτίζεται με μια
ιστορική αναδρομή στη σφαίρα της φιλοσοφίας, για να γίνει εργαλείο ανάλυσης της
μοντέρνας πολιτικής εξουσίας.
Σε αυτό το
σημείο είναι σκόπιμο να ανακεφαλαιώσουμε τα βασικά σημεία της ανάλυσής του για
τον ναζισμό ώστε να διευκρινιστεί ό,τι λέχθηκε παραπάνω για τη συνάφεια των
κοινωνικών αλλαγών και τη μετάλλαξη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στο σύνολο
του δυτικού κόσμου. Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, ο Νόυμαν λέει ότι οι ναζί με τη
συμμαχία μερίδων μεγαλοαστών, στρατιωτικών και της οργανωμένης εργασίας
κατέλαβαν «δημοκρατικά» την εξουσία (με την έγκριση του προέδρου), για να αυτονομηθούν
πολιτικά στη συνέχεια από τα ιδιωτικά συμφέροντα, τις ενδιάμεσες ή κοινωνικές
εξουσίες. Μέσω κρατικοποιήσεων και μιας σειράς οικονομικών παρεμβάσεων,
δημιούργησαν νέα οικονομικά ερείσματα για την εξουσία τους. Κοντολογίς, η
πολιτική εξουσία της μονοκομματικής, ολοκληρωτικής δικτατορίας τους
χειραφετήθηκε από την οικονομική-κοινωνική εξουσία επιμέρους συμφερόντων
δημιουργώντας δική της οικονομική βάση.
Αυτές οι
πολιτικές εξελίξεις υπήρξαν συνέπεια ριζικών κοινωνικών μεταβολών, που ήσαν
προϊόν της βιομηχανικής επανάστασης, της οικονομικής συγκέντρωσης και
συγκεντροποίησης, της αύξησης της γραφειοκρατικής διοίκησης, και της
εξατομίκευσης, για να αναφέρουμε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή του συνόλου
των δυτικών κοινωνιών ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για δικτατορικά ή
δημοκρατικά-φιλελεύθερα καθεστώτα. Μολονότι ο φιλελευθερισμός, λέει με μια δόση
ειρωνείας ο Νόυμαν, έχει σαν δόγμα τη διάχυση-διάλυση της πολιτικής εξουσίας σε
νομικές σχέσεις, και παρά τις ιδεολογικές διακηρύξεις εναντίον του κράτους –το
κράτος νυχτοφύλακας– υποστηρίζει πάντοτε την κρατική ισχύ, την οποία χρησιμοποιεί
για να διευρύνει την εξουσία των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, παρακάμπτοντας
όταν χρειάζεται το κράτος δικαίου.
Αυτά τα
συμπεράσματα του Νόυμαν για τις μεταβολές στις δυτικές κοινωνίες επιβεβαίωσε με
την κοινωνιολογική του μελέτη για τη νέα μεσαία αμερικανική τάξη ο C. W. Mills.[ii]
Σύμφωνα με τον Μιλς «[στις ΗΠΑ] η απόσταση μεταξύ του ατόμου και των κέντρων
ισχύος μεγάλωσε και το άτομο κατέληξε να αισθάνεται ανίκανο. Μεταξύ της
πολιτικής προσδοκίας και της πολιτικής πραγμάτωσης υπάρχουν τα δύο κόμματα και
η ομοσπονδιακή γραφειοκρατία τα οποία απονευρώνουν κάθε άμεσο πολιτικό
ενδιαφέρον. Έτσι η αδιαφορία μπορεί να θεωρηθεί σαν ευνόητη αντίδραση σε μια
κατάσταση αδυναμίας».[iii]
Σε αυτή τη
συνάφεια, χειραφέτηση των ελίτ της πολιτικής εξουσίας δεν σημαίνει ανεξαρτησία
από επιμέρους ιδιωτικά συμφέροντα, αλλά απεξάρτηση από τη συνταγματική
νομιμότητα. Αυτό με τη σειρά του υποδηλώνει μια πλουραλιστική ιδεολογία που δεν
ανάγεται σε ταξικά συμφέροντα (και άρα στην υλική παραγωγή) αλλά σε δικαιώματα
επιμέρους ομάδων, και σε αδιαφάνεια ως προς τις μείζονες αποφάσεις οι οποίες
λαμβάνονται και εκτελούνται από ειδικούς. Γι’ αυτό, ζήτημα του ελέγχου της
κρατικής εξουσίας μα και ο προσδιορισμός της κυριαρχίας γίνεται με βάση τις
έκτακτες καταστάσεις κι όχι σύμφωνα με τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς.
***
Καμία πολιτική θεωρία για την εξουσία δεν
παράγεται με βάση την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός. Αυτό το
γνώριζαν άριστα οι θεωρητικοί του φυσικού δικαίου, για τους οποίους η καλοσύνη
και η κακότητα του ανθρώπου δεν τίθενται με ηθικούς όρους. Στη φυσική κατάσταση
ο άνθρωπος δεν είναι καλός ή κακός. Η ηθική είναι μία κοινωνική θέσπιση, ένας
διακανονισμός του πολιτικού το οποίο δημιουργεί τάξη και συνοχή σε μια
κοινωνία. Ο Νόυμαν, συμφωνώντας με τον Ρουσσώ -ο οποίος στηρίζει την ανθρώπινη
καλοσύνη στο ότι ο άνθρωπος είναι τελειοποιήσιμος-, θα υποστηρίξει ότι ο
άνθρωπος δεν είναι καλός ή κακός αλλά προϊόν των κοινωνικών συνθηκών και των ιστορικών
καταστάσεων. Ο άνθρωπος, λέει ο Νόυμαν, είναι προικισμένος με Λόγο αλλά συνήθως
δεν δρα με βάση τις καθολικές επιταγές του Λόγου. Το συγκινησιακό-επιθυμητικό
μέρος του ανθρώπου παίζει σημαντικό ρόλο στον τρόπο που ενεργεί, και η πολιτική
εξουσία πάντοτε καταφεύγει στον έλεγχο των ατόμων υπολογίζοντας στις
συγκινησιακές αντιδράσεις τους.
Υπ’ αυτή την
έννοια, στον Χομπς ο έλλογος φυσικός νόμος της αυτοσυντήρησης γίνεται τυραννικός
φόβος του θανάτου και τα άτομα εκχωρούν τη φυσική ελευθερία τους στον κυρίαρχο,
ο οποίος εγγυάται την αυτοσυντήρησή τους. Στις (μετα)μοντέρνες κοινωνίες ο
φόβος του θανάτου και η αμεσότητα της σχέσης με τον κυρίαρχο διυλίζεται από
τους ποικίλους απρόσωπους μηχανισμούς για να μετατραπεί σε άγχος. Ο πολιτικός
αγώνας και η προσωπική αγωνία μετατρέπονται σε άγχος, σε έναν διαρκή φόβο για
την ικανοποίηση ζωτικών κοινωνικών αναγκών, για τη ματαίωση των ατομικών
προσδοκιών αυτοσυντήρησης.[iv]
Εδώ δεν θα πραγματευτούμε τις συνέπειες όλων αυτών για τη μαζική-ατομική
ψυχολογία.[v]
Χρειάζεται, όμως, να επιστήσουμε την προσοχή στην ψυχολογική ανάλυση του Νόυμαν
για τις κυρίαρχες ελίτ μέσω του παραδείγματος της σπαρτιατικής ψυχοδομής, της
μεταρσίωσης του φόβου σε επιθετικότητα και πολεμική αρετή. Αυτή η επιθετικότητα
στις (μετα)μοντέρνες καταστάσεις εκφράζεται ως περιφρόνηση των μαζών, μέσω μιας
αποστασιοποίησης των ελίτ από τη μάζα κι έκπτωσης του Λόγου περί ισότητας και
δικαίου.
Η άμεση συνέπεια
αυτής της κατάστασης είναι ότι η ιεραρχία της πρωτοκαθεδρίας του Λόγου που
καθοδηγεί τη βούληση κι ελέγχει τις επιθυμίες ή ορέξεις ανατρέπεται. Η βούληση
καθορίζεται από τις επιθυμίες ή ορέξεις και ο Λόγος αποκτά εργαλειακό
χαρακτήρα, για την ικανοποίηση της βούλησης για ισχύ. Οι ανατροπές στην
αξιολογική κλίμακα με την υποκατάσταση-έκπτωση της βούλησης για δικαιοσύνη από
τη βούληση για ισχύ απαξιώνουν την ιστορία αφού την απογυμνώνουν από κάθε αξία
–εμμενή ή υπερβατική– και την καθιστούν υποχείριο της τύχης∙ απαξιώνουν επίσης
και την πολιτική εφόσον δεν αφορά πλέον την ισότητα και τη δικαιοσύνη αλλά τους
ανταγωνισμούς ισχυρών οργανωμένων συμφερόντων, που ρευστοποιούν κάθε λογής
συνταγματική νομιμότητα με βάση αδιαφανείς συμφωνίες και διακανονισμούς
εξωθεσμικούς. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης γίνεται καθημερινότητα όχι μόνο για
τους υπεξούσιους όπως ήθελε ο Μπένγιαμιν, μα για την πολιτική εν γένει, στον
βαθμό που αδυνατεί να παράγει τάξη και συνοχή σε έναν συνεχώς μετακινούμενο
συσχετισμό δυνάμεων.
Ο Νόυμαν, από
κοινού με άλλους ριζοσπάστες διανοούμενους, θα υποστηρίξει ότι χωρίς μια εικόνα
για τον άνθρωπο, χωρίς μια ιδέα που να υπερβαίνει την άμεση-ζωώδη ικανοποίηση ατομικών
ορέξεων δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πολιτική πέραν της πολιτικής της ισχύος.
Ωστόσο μια δημοκρατική πολιτική που θα υπερβαίνει τον ατομικό ηδονισμό
χρειάζεται να επαναφέρει το ζήτημα της ισότητας σε συνδυασμό με το ζήτημα της κοινωνικής
ισοδυναμίας, κι αυτό ασφαλώς δεν είναι ένα ζήτημα θεωρητικών κρίσεων αλλά
πολιτικής βούλησης που υλοποιεί μιαν ιδέα.
[i] Βλ. Carl Shmitt, Dictatorship, μτφρ. M. Hoezl ‒ Gr. Ward (polity, Καίμπριτζ 2014), σ. 20-33,
112-131.
[ii]
C. W. Mills, Οι χαρτογιακάδες,
μτφρ. Φ. Ρ. Σοφιανού (Κάλβος, Αθήνα 1970).
[iii]
Στο ίδιο, σ. 518.
[iv]
Για την πραγμάτευση αυτού του θέματος, βλ. Franz Neumann, Άγχος και πολιτική,
μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλος, εισ. Γ. Μερτίκας (Έρασμος, Αθήνα 2011).
[v]
Βλ. Γ. Μερτίκας, εισαγωγή στο Άγχος και
πολιτική, ό.π., σ. 7-21.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου